Ένα κάποιο χαμόγελο...
[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 18.12.17 ]
Εγκαταστάθηκε πρόσφατα στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Εκεί που η ατμόσφαιρα μύριζε υπόνομο και κατεστραμμένες υπάρξεις. Το παρατσούκλι «μαντάμ Ορτάνς» τόφερε μαζί της απ’ την παλιά της ζωή. Μαζί με ένα βελούδινο καναπέ, δυο γάτες και μια παλιά τραγωδία. Το σώμα λίγο σκυφτό, τσακισμένο στις ξέρες της ζωής. Οι μικρές ρυτίδες στο πάνω χείλος της υπαινίσσονταν πολλά τσιγάρα και τα σημάδια του γέλιου γύρω από τα μάτια, άνθρωπο ανοιχτόκαρδο κάποτε. Τώρα ρουφηγμένα, λιπόσαρκα μάγουλα.
Η ζωή την είχε προικίσει με ένα βλέμμα στωικό, μόνιμα απορημένο. Στη χώρα των ζωντανών, αν και όχι πραγματικά ζωντανή. Σε απόλυτο κενό, χωρίς αέρα, χωρίς ήχο. Εποχές ξηρασίας, σφάδαζε για νερό, νερό της βροχής, νερό του ποταμού, αμνιακό υγρό. Μόνο το βουβό της κλάμα στο μπάνιο επιβεβαίωνε την ύπαρξή της. Δεν είχε κάστρο ούτε πανοπλία να κρυφτεί. Κρυβόταν μόνο στη μοναξιά της. Με μια τρύπα στην ψυχή και μόνιμα στοιχειωμένη.
Έξω η ζωή κυλούσε σε αργή κίνηση. Από το μικρό παραθυράκι με τα κάγκελα χάζευε τα χελιδόνια που χάραζαν τον αχνογάλανο ουρανό. Και το τραγούδι των κοτσυφιών, τόσο όμορφο και τόσο μάταιο. Κι οι μέρες περνούσαν, στροβιλίζονταν σαν δίνη, γιατί βλέπεις, ο χρόνος είναι περιορισμένη και μη ανανεώσιμη πηγή.
Τα βράδια είχε καλεσμένους στο κεφάλι της κι όλοι απρόσκλητοι. Το πιο πολύ άκουγε ένα σφύριγμα κάπου μέσα στο κεφάλι της, σαν να είχε ανάψει ένα φιτίλι δυναμίτη. Κάποτε άνοιγε το παράθυρο και στο δωμάτιο έμπαιναν ορμητικά οι ήχοι της ζωής της πόλης, μουσική από ένα περαστικό αυτοκίνητο, δυνατά μεθυσμένα γέλια, τακούνια που έγδερναν την άσφαλτο, άνθρωποι που διασκέδαζαν. Προσπαθώντας να θυμηθεί πώς είναι να είσαι χαρούμενος.
Μετά από μέρες πολλές αποζήτησε τον ήλιο. Να βγει στο φως. Έτριψε το πρόσωπό της και προσπάθησε να δώσει λίγο χρώμα στη νεκρική μάσκα που φορούσε αυτό τον καιρό. Το στόμα στεγνό, ίδιο κοίτη ξεροπόταμου. Μόνο λίγα βήματα. Στο συναπάντημά της μ' ένα παιδικό μουτράκι ένιωσε ένα γλυκόπικρο πόνο χαμηλά στην κοιλιά, το βουβό παράπονο του φύλου της.
Πριν το τέρμα του δρόμου έπεσε φλεγόμενη, σπαρτάρησε. Κάτι έσπασε στο λαιμό της και η ανάσα της βγήκε βραχνή, σαν βρυχηθμός μικρής φωτιάς, σαν θρήνος. Μια αδέσποτη γάτα, μια αδελφή ψυχή, ήρθε και κούρνιασε στην αγκαλιά της.
Στη ραγισμένη της ζωή τρύπωσε ένα χαμόγελο.