Άσπρα φτερά
[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 24.10.19 ]Τελευταία έπιανε τον εαυτό του να ξεχνιέται κοιτάζοντας ψηλά, το γαλάζιο στερέωμα κι απορούσε. Το ήξερε πως ήταν κόρακας. Το χρώμα του, το άνοιγμα των φτερών του, η κραυγή του η κακόηχη, όλα το μαρτυρούσαν. Μα περισσότερο απ’ όλα η ανάγκη του η καθημερινή να καταβροχθίζει πτώματα, να κάνει κύκλους τα βράδια στους αυλόγυρους των νεκροταφείων, στις έρημες χαράδρες, στα ερειπωμένα σπίτια, ψάχνοντας ψυχρά κι απεγνωσμένα να χορτάσει την πείνα του. Ήξερε πως καθόλου δεν έπρεπε ψηλά να κοιτάζει. Μόνο κάτω. Το θήραμα. Κι ας τον μάγευε τελευταία το μπλε του ουρανού και το πορφυρό της δύσης –αλήθεια πώς δεν τα είχε τόσα χρόνια προσέξει; Αυτός έπρεπε να δικαιώσει το είδος του, την κορακίσια ζωή του. Γι αυτό άλλωστε και νοιαζόταν να μη χάσει την παρέα την καθημερινή με τ’ άλλα κοράκια. Ούτε την κουβέντα τους. Πού θα βρουν καλύτερη τροφή, ή τι νεκρό ψοφίμι απόμεινε για βρώση από την πρόσφατη πυρκαγιά. Λαχταρούσαν για ατυχήματα, φωτιές, καταστροφές, ναυάγια και φόνους. Εκείνος όμως τελευταία σιωπούσε. Είχε αρχίσει να τον νοιάζει πιο πολύ ότι ήταν μισητός στα άλλα πουλιά, έτσι όπως απέστρεφαν το βλέμμα σαν τον έβλεπαν. Και το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν που εδώ και λίγο καιρό ένιωθε –τρομερό του φαινόταν- να λυπάται τα πτώματα. Μόνα τους, αβοήθητα κάτω απ’ τη βροχή ή το λιοπύρι, του γεννούσαν έναν οίκτο, μια θλίψη πρωτόγνωρη για τις συνήθειές του. Μια φορά μάλιστα, σ’ ένα χωράφι έρημο, έσκαψε κρυφά με τα νύχια ένα λάκκο στο χώμα, να θάψει ένα νεκρό φίδι. Απόρησε με τον εαυτό του. Κοίταξε, θυμάται, ενστικτωδώς γύρω μήπως τον πάρουν χαμπάρι τ’ άλλα κοράκια και δεν έχει ύστερα πού να κρύψει τη ντροπή του. Μα και που δεν τον είχαν δει τότε, τον είχαν από καιρό τ’ αδέρφια του καταλάβει. Είχε μαλακώσει πια τούτος ο κόρακας.
Έτσι κι εκείνο το απόγευμα. Πάνω στην κορφή μιας βελανιδιάς, αποξεχάστηκε για ώρα να κοιτάζει τα χρώματα του δειλινού και τους ιριδισμούς του φωτός πίσω από έναν ήλιο που έδυε. Ξέχασε και το κυνήγι της τροφής. Το θυμήθηκε μόνο όταν δίπλα του πέρασε ξαφνικά με ορμή ένα σμήνος από κοράκια, αδέρφια του. Βιάστηκε γρήγορα να κρυφτεί, να μην τον δουν. Ήταν η ώρα των πτωμάτων. Μα εκείνος ένιωθε εδώ και καιρό ένα πτώμα, παρόμοιο μ΄αυτά που καταβρόχθιζε. Για άλλα πεινούσε. Για άλλα πενθούσε.
Κοίταξε μελαγχολικά άλλη μια φορά ψηλά το μενεξεδί ορίζοντα, κι έπειτα κάτω, το σπαρμένο με σιτάρι χωράφι. Κι έπειτα απότομα, σε μιαν αλλόκοτη δύναμη υπακούοντας, άρχισε να πετάει αντίστροφα, προς την ανατολή. Κινούνταν με πάθος και ορμή που αύξανε ολοένα, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο σταθερά, διαγράφοντας πορεία άγνωστη, αχαρτογράφητη, μα σταθερή. Κι όταν ύστερα από ώρα ανύποπτος έριξε μια ματιά στο φτερά του κι είδε πως είχαν γίνει αναπάντεχα λευκά, χαμογέλασε. Έτσι που μόνο ένας μαυροκόρακας ξέρει να χαμογελάει.