Άντρες με υπηκοότητα θανάτου

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 07.04.19 ]

(78 χρόνια από την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς)

Πάντα θυμάμαι τέτοιες μέρες, που η άνοιξη τρίζει, τη γιαγιά μου και τις ιστορίες που μου έλεγε παιδί.

«Τότε γίνονταν πολλά, δεν τα μαθαίναμε όλα, όταν αρχίσει το κακό, δύσκολα σταματάει, ένα γαϊτανάκι η ζωή μας, στη θηλή της πληγής τα χείλη των μωρών να γλείφουν λίγο γάλα, η πείνα της ζωής ύπουλη μεγαλώνει, τουμπανιάζει η κοιλιά, τα μάτια σκοτεινιάζουν, κάνεις τα πάντα για ένα ξεροκόμματο, αλλά δεν το βρίσκεις πουθενά και όταν το βρεις και πας να το δαγκώσεις στάζει αίμα. Βάζανε δόλωμα σε μια γωνιά, το ’βλεπες, σ’ έπιανε η φάκα και μπαμ μπαμ, τέζα ο ποντικός, κάνανε σκοποβολή, γελάγανε, φεύγανε, σα να μην τρέχει τίποτα, κι ο δρόμος κόκκινο χαλί, μετά σε φορτώνανε σαν τσουβάλι στο κάρο και σε αδειάζανε σε κάποιο πηγάδι, ξέχειλα από νεκρούς τα πηγάδια, άδειο δεν έβρισκες, μονάχα άδειους ανθρώπους, ανθρώπους δίχως πρόσωπο, που κρύβονταν πίσω από μάσκες και στολές…»

Κι αναρωτιέμαι ύστερα από τόσα χρόνια τι ν’ απογίναν άραγε όσα μωρά γλυτώσανε, τότε που πίστομα τα ρίχνανε οι άντρες με υπηκοότητα θανάτου.