Άνοιξη του ΄52
[ Πέπη Δουρέκα / Ελλάδα / 30.03.21 ]Είχε ξεκινήσει χαράματα εκείνο το πρωί από το Περιστέρι. Έπρεπε να φτάσει στο εργαστήριο πιο νωρίς από τη συνηθισμένη ώρα. Περπάτησε καμιά ώρα μέχρι να πετύχει λεωφορείο. Τα δεκάξι χρόνια του δεν τον βάραιναν. Τ' αντίθετο. Τον σήκωναν ανάλαφρο και τον έσπρωχναν μπροστά να αρπάξει αυτός τη ζωή απ’ τα μαλλιά, πριν τον καταπιεί εκείνη, μήπως και περισσέψει το ψωμί, το ρούχο φορεθεί χωρίς μπαλώματα, η βροχή μείνει έξω από τους τοίχους.
Είχαν παραγγελία του είπε τ΄ αφεντικό. Νωρίς νωρίς να πάει, γρήγορα να τελειώσουν, κουβέντα να μην πει. Λες και ήξερε τι να πει. Του φάνηκε η φωνή του αλλιώτικη, βιαστική… «Τάφος, του είπε, κιχ δε θα βγει από το στόμα σου!»
«Κυλαρινός Φίλιππος του Φιλίππου, ετών 16, κάτοικος Περιστερίου, τεχνήτης»
Βημάτιζε πάνω κάτω στην είσοδο του εργαστηρίου. Κρύο ανοιξιάτικο, βελονιά στα κόκκαλα. Κοίταζε το μάρμαρο. Πλησίαζε κι απομακρυνόταν γρήγορα, ένοχα. Τελικά το άγγιξε απαλά, όπως έκανε πάντα. Του μίλησε, το καλόπιασε, του ζήτησε συγχώρεση. Έπρεπε γρήγορα να φύγει από τα χέρια του, κι ας είχε ατέλειες.
Μακριά από το νησί του έτσι κι αλλιώς του ερχόταν δύσκολο να κόψει, να πελεκήσει, να σμιλέψει. Εδώ, ο αέρας μύριζε μπαρούτι κι αίμα. Εκεί, του ψιθύριζε ο βοριάς, τον ορμήνευαν τα περιστέρια. Χτύπαγαν οι φλέβες του τόπου μαζί με τις φλέβες του μάρμαρου.
Πρέπει να αρχίσουν και να τελειώσουν γρήγορα, κι ας έχει χοντράδες. «Κι όπως είπαμε …κουβέντα, τσιμουδιά! Κάνουμε τη δουλειά και τίποτα άλλο. Όποιος ρωτάει, δεν ξέρεις για ποιον είναι. Πελέκησε, κόψε και το τελειώνω εγώ. Τάφος!» Δεν μπόρεσε να πει όχι στη μάνα. Δεν του πήγαινε να πει όχι.
«Σπαρβέρης Νικόλαος του Φιλίππου, ετών 31, εκ Βερναρδάρου Τήνου, μαρμαρογλύπτης»
Ο λοχαγός ξύπναγε τους στρατιώτες έναν-έναν αξημέρωτα εκείνη την Κυριακή, 30 του Μάρτη. Σκούνταγε το βαρύ σώμα και έδινε τη διαταγή με την ίδια σκληράδα.
«Γρήγορα, ντύσου και στο καμιόνι. Ειδική αποστολή!» Είκοσι νυσταγμένοι και βαριεστημένοι φαντάροι επιβιβάστηκαν στο όχημα. Ήταν ένας από αυτούς που βίαια διακόπηκε ο πολύτιμος ύπνος του. Παρατήρησε τους αμίλητους συναδέλφους του, μαντρωμένους σαν τα πρόβατα να ταρακουνιούνται σε κάθε λακκούβα του δρόμου. Μετά από λίγα λεπτά φάνηκε η μάντρα του νοσοκομείου. Μια αδιόρατη ανησυχία έσφιξε τα σπλάχνα του, μια ταραχή ναυτίας. Το φορτηγό σταμάτησε απότομα και το πρόσωπο του λοχαγού πρόβαλε στο άνοιγμα. «Κατεβείτε όλοι κάτω και παραταχθείτε.» Ένας ένας οι στρατεύσιμοι πήδαγαν στο χώμα σηκώνοντας ένα μικρό σύννεφο σκόνης.
Ακίνητος εκείνος στον σκληρό πάγκο ένιωθε να γίνεται κομμάτι και προέκταση του ξύλου.
- Τι περιμένεις, κατέβα!
- Δεν κατεβαίνω, κυρ λοχαγέ!
Κατέβα, ρε κάτω. Είναι διαταγή! Φώναξε και έβγαλε το περίστροφο από τη θήκη στρέφοντάς το στο πρόσωπο του αντιρρησία.
Ξέρεις τι μπορώ να κάνω τώρα;
Κάνε ό,τι θες. Εγώ δεν κατεβαίνω. Δεν τουφεκάω τον αδελφό μου! Πυροβόλησέ με!
Τα δευτερόλεπτα κυλούν αμφίσημα στο χέρι και στο πρόσωπο των δύο. Αναπάντεχα το χέρι με το όπλο κατεβαίνει απότομα. Ο στρατιώτης κλείνει τα μάτια κι ακουμπά πίσω. Μπροστά του παρελαύνουν οι εικόνες άλλων ημερών. Η παρέα, οι κρυψώνες, οι ατέλειωτες θεωρητικές συζητήσεις, το όραμα ενός δίκαιου κόσμου, το σπίτι στα Βραχνέϊκα. Πώς θα κοίταζε στα μάτια τον μελλοθάνατο, πώς θα άντεχε το βλέμμα. Οι ριπές των ντουφεκιών έσχισαν την παγερή σιωπή της αξημέρωτης Κυριακής του Μαρτίου. Έσφιξε τα μάτια για να αντέξει τον ήχο των χαριστικών βολών. Όρθωσε το σώμα και ψιθύρισε ένα κλέφτικο του τόπου του.
«Αθανάσιος Ροδόπουλος, ετών 23, κάτοικος Αθηνών, εκ κάτω Λουσών Καλαβρύτων ( Σουδενά ) Ν. Αχαΐας, οπλίτης»
*Σχόλιο: Πηγή έμπνευσης το αφιέρωμα στον Νίκο Μπελογιάννη στο Έθνος της Κυριακής, 31 Μαρτίου 2019. Τα πρόσωπα είναι πραγματικά, η φωνή τους κατά το ήμισυ μυθοπλασία. Τα στοιχεία για τα δύο πρώτα πρόσωπα από αναφορά αστυνομικού οργάνου στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Γενικής Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφαλείας (30 Απριλίου 1952). Όσα αναφέρονται για το τρίτο πρόσωπο είναι από δικές του μαρτυρίες.