Άκαρπη Γη
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 17.10.21 ]Δάσκαλε, μου είπε, με θυμάστε; Με είχατε μαθήτρια πριν από χρόνια. Μετά τις αναγκαίες διευκρινίσεις, μου ζήτησε τη γνώμη μου για κάποια ποιήματα που έχει γράψει. Θέλω σοβαρά να ασχοληθώ με την τέχνη της γραφής, μού εξομολογήθηκε. Θυμάμαι, ήταν μια μαθήτρια μέτριων επιδόσεων, που περισσότερο χάζευε έξω από το παράθυρο και ο νους της ταξίδευε αλλού. Ωστόσο, όποτε το μάθημα της Λογοτεχνίας έπαιρνε τον χαρακτήρα ενός εργαστηρίου γραφής και ελεύθερων δοκιμών, η Ν. ήταν η πρώτη που έκανε με ενθουσιασμό όλες τις ασκήσεις, χωρίς να βαρυγκωμά.
Συναντώ, κατά καιρούς, στο διαδίκτυο ή και στον δρόμο αρκετούς παλιούς μου μαθητές από τα φροντιστήρια όπου δούλευα στο παρελθόν και τις σχολικές αίθουσες. Θαρρώ πως η πιο αποτελεσματική αποτίμηση της παιδαγωγικής μας προσφοράς είναι η πορεία μέσα στον χρόνο των παιδιών που αποφοίτησαν απ’ τα χέρια μας. Τι έμεινε τελικά από την όλη προσπάθεια; Τι απόμεινε από το επιτήδευμα του δασκάλου; Ποιοι σπόροι βλάστησαν και ποιοι ξεράθηκαν; Τι θυμούνται οι σημερινοί τριαντάρηδες ή σαραντάρηδες από τα χρόνια που ήταν μαθητές μας; Σε τι πέτυχαν και σε τι απέτυχαν; Το αγάπησαν ή όχι το σχολείο;
Με τα χρόνια ξαναγυρνώ στις πρώτες πηγές. Στον Πλούταρχο και τις παιδαγωγικές του αντιλήψεις αλλά και σε σύγχρονους στοχαστές όπως τον Ιταλό Massimo Recalcati* και τον δικό μας Σταύρο Ζουμπουλάκη. Το σχολείο που είναι «ανοιχτό» στον κόσμο του ανταγωνισμού και της χρησιμοθηρίας είναι ένα άχρηστο σχολείο. Και όποιοι επιδιώκουν να το οικοδομήσουν παίζουν άσχημο παιχνίδι.
«Η ώρα του μαθήματος, ενώ θα έπρεπε να είναι το ζωντανό κέντρο του Σχολείου, έχει τεθεί στο περιθώριο από ξένες προς την παιδαγωγική δραστηριότητες, και έχει συνθλιβεί κάτω από το βάρος μιας αξιολόγησης που όλο και περισσότερο αφορά αριθμούς και μόνο. Είναι κοινή διαπίστωση, και κάπως πικρή, ότι το σχολείο κάθε τάξης και βαθμίδας έχει καταντήσει “εξεταστήριο”». Όσο η εκπαιδευτική διαδικασία θα βουλιάζει στα απόνερα της διογκωμένης και ασυνάρτητης εξεταστέας ύλης και της αγχωτικής διαγωνισματολατρίας, ο δάσκαλος δεν θα μπορεί -γιατί δεν θα του επιτρέπεται- να νοηματοδοτεί ερωτικά το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Και το δώρο του -η γλώσσα- θα μένει ανεπίδοτο.
Σκέφτομαι τους φετινούς τελειόφοιτους και θλίβομαι. Στα μάτια τους καθρεφτίζονται οι δικές μας απορίες, οι δικές μας αποτυχίες. «Η γενιά του Webex!» Σκέφτομαι πώς να σπείρω τη γνώση για να καρπίσει στο μέλλον μπόλικη σοδειά -είναι και η αξιολόγηση στη μέση…
Επιστρέφω στην παλιά μου μαθήτρια. Προικισμένο παιδί που διαβάζει και γράφει. Η σχολή της δεν την ενδιαφέρει και πολύ, μού είπε. Όταν και όποτε την τελειώσει, θα δει τι θα κάνει. Προς το παρόν, στην ποίηση ο νους της.
Άκαρπη Γη
Κι αν είμαι γη,
που κατοικούσαν τα ζιζάνια
και από καρπούς που ανθίζουν
δεν γνωρίζω,
τι κι αν αλλάξαν οι καιροί,
έγινα πια φθαρμένη γη
και δεν ανθίζω.
Εδώ δεν πέρασαν νερά,
να ξεδιψάσω μια σταλιά
και να μπορέσω, τους καρπούς,
να τους δροσίσω.
Κι αν είμαι γη
που κατοικούσαν τα ζιζάνια,
από καρπούς που ανθίζουν, δεν γνωρίζω.
Ξαναπιάνω τον Recalcati, αναζητώντας παρηγορία. «Να τι μένει. Η γραφή ως μια προσηγορία της ζωής, υπό την έννοια ότι η ίδια η ζωή και οι απειράριθμες πρακτικές μας, οι πράξεις μας, η μαρτυρία που εμείς οι ίδιοι δίνουμε για τη ζωή είναι η ύψιστη μορφή της γραφής» (ό.π. σ.119).
Η γραφή και οι περιπέτειές της. Η γλώσσα. Εκεί ο στόχος. Γι’ αυτήν ο Έρως. Πώς αλλιώς;
*Massimo Recalcati, «Η ώρα του μαθήματος», εκδ. Κέλευθος. Αθήνα 2020, σ. 117/118.