Talk or sex
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 13.06.16 ]Χόρχε Σεμπρούν: Τα σανδάλια
Μετάφραση: Αυ. Κορτώ, Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ
Ο Χόρχε Σεμπρούν αυτή η σπουδαία προσωπικότητα της Ισπανίας δεν υπάρχει πια. Τον γνώρισα σ' ένα ρεστωράν της Αθήνας, σε γεύμα που παρέθεσε προς τιμή του η αξέχαστη Μάγδα Κοτζιά. Πιστεύω πως με μια ματιά συμπαθείς έναν άνθρωπο ή όχι. Ο Σεμπρούν ανήκε στην πρώτη περίπτωση. Τον θυμήθηκα αυτόν και το βιβλίο του του οποίου η έκδοση στα ελληνικά ήταν η αφορμή να συναντηθούμε, από μια άλλη αφορμή, ανάλογη...
Στη νουβέλα "Σανδάλια" του Χόρχε Σεμπρούν ένα ζευγάρι διανοουμένων -μία δικηγόρος κι ένας δημοσιογράφος- βιώνει με τον δικό του τρόπο την κωμωδία, την τραγωδία, την ιλαροτραγωδία του ερωτισμού. Οι αναφορές και οι αναγωγές στην «περίεργη» ερωτική σχέση του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου και φιλοναζιστή Χάιντεγκερ με την Εβραία και αριστερή Χάνα Άρεντ μέσω της αλληλογραφίας τους είναι συχνές, αλλά ο Σεμπρούν τις υπερβαίνει. Οι δύο εραστές είναι παντρεμένοι, όπως και οι Άρεντ -Χάιντεγκερ. Ο Μπερνάρ όπως και ο Χάιντεγκερ, ή ο Μοράν, γράφει στη Φρανς ότι «ποτέ δεν θα μπορέσω να οικειοποιηθώ το δικαίωμα να σας θέλω για μένα, όμως δεν θα βγείτε πια από τη ζωή μου...», αλλά συγχρόνως αισθάνεται την επιθυμία να αλώσει, να «μπει», (σ)το σώμα των γυναικών, αλλά όχι στη ζωή τους. Στη πρώτη περίπτωση ο ερωτισμός αρκείται στη συνομιλία (Talk), ενώ στη δεύτερη επιθυμείται απλώς το sex. Ο έρωτας του Χάιντεγκερ και της Άρεντ για τη Φρανς ήταν μια «συζήτηση χωρίς συνέχεια, αδιάκοπη για τόσο πολλά χρόνια που ξεκινάει αυτοστιγμεί στα βαθιά... όπως η ηδονή». Για τον Μπερνάρ αν και το πνευματικό επίπεδο της σχέσης των δύο φιλοσόφων ήταν σημαντικό, εντούτοις ο έρωτας αυτού του είδους είναι ανέφικτος, δυστυχισμένος, στερημένος, «παρά την απατηλή φλόγα της συνομιλίας», χωρίς κατάληξη. Για τον άντρα, η δική του σχέση με τη Φρανς ήταν ένα θαύμα της σαρκικής, «ανεμπόδιστης επιτυχίας». Για τη γυναίκα, αντίθετα, ήταν «δύο δεκαετίες ψέματα, κρυφτούλι που καμιά φορά γινόταν εξευτελιστικό, ώρες ξεκλεμμένες απ’ τη βαμβακερή ανυπαρξία της καθημερινότητας, υπό τον καταναγκασμό μιας ζωής επίσημα ρυθμισμένης...». Κι όμως όλα ξεκίνησαν από την ερωτική συνομιλία μέσω των ποιημάτων του Ρενέ Σαρ: «Ομορφιά, απόλυτή μου ευθεία, μέσ’ από τέτοιους άθλιους δρόμους, στο κατάλυμα μιας λάμπας κι ενός κλειστού κουράγιου, να ξεπαγιάζω, κι εσύ να ’σαι η γυναίκα μου τον Δεκέμβρη. Η ζωή που μου μέλλει είν’ η όψη σου την ώρα που κοιμάσαι». Η μουσική των λέξεων ανοίγει το κεφάλι της γυναίκας και μετά τον κόλπο της. Για εκείνη ο έρωτας είναι βουβός και η ποίηση τον κάνει να μιλάει. Εκείνος, όμως, μεταχειρίζεται την ποίηση με τον τρόπο που ένας ιππότης χρησιμοποιεί το σπαθί και κυρίως το δίχτυ του. Ο Μπερνάρ είναι ο κυνηγός που του αρκούν τα χείλη, οι γλώσσες και η τραχύτητα της ιδιοκτησίας, η τάξη της οποίας επιβάλλει μία γυναίκα για τη ζωή, ή το σπίτι, και μία εφήμερη για «το κενό των πέντε με επτά»! Αλλά και η Φρανς ακολουθεί το ανδρικό πρότυπο σύμφωνα με τη λοξή χειραφέτηση του καιρού. Κι εκείνη έχει έναν σύζυγο κι έναν εραστή. Αλλά είναι αυτή που θα διαγνώσει την παγίδα της ψευδούς ευτυχίας, η καλύτερα της δυστυχισμένης ευτυχίας. Η ηδονή, «ένα κοράλλι από σπασμούς» ήταν ο εραστής, ο Μπερνάρ. Αλλά αυτές οι στιγμές της ηδονής ήταν συγχρόνως σπαρακτικές «γιατί δεν συνιστούσαν μια μοιρασιά, μια μακρόπνοη τρυφερότητα, μια συνενοχή του καθημερινού». Η Φρανς θα χωρίσει με τον επίσημο σύζυγό της και θα προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα με τον εραστή της, στην προσπάθειά της να αποκτήσει η σαρκική σχέση το διαφυγόν της. Αλλά αυτή η «νέα ελευθερία» θα διασαλεύσει την ισορροπία του ζευγαριού, του παράνομου και συγχρόνως αποκλειστικού. Η τύχη θα παίξει το δικό της ρόλο στη λύση και θα της προσδώσει τα χαρακτηριστικά της τραγωδίας. Προς το παρόν η γυναίκα εξακολουθεί για τον άνδρα να είναι η πιο ωραία κραυγή, αλλά μόνο μέσα στη σιωπή της.
Η γυναίκα, η Φρανς, είναι αυτή που περιμένει, γι’ αυτό είναι η ερωτευμένη, ενώ την εξουσία ασκεί εκείνος που την κάνει να περιμένει, ο Μπερνάρ. Η Φρανς είναι εκείνη που μιλάει γιατί σύμφωνα με τον Ρόλαν Μπαρτ «το εγώ αγορεύει μόνο όταν είναι λαβωμένο». Η κραυγή της, η απεγνωσμένη κραυγή για ένας ολοκληρωμένο έρωτα που θα περιλαμβάνει και το Talk και το sex, που θα αναφέρεται σε κάποιον που να μπορεί να την καταλάβει και να την πάρει μαζί του, θα χαθεί, προς το παρόν, σε κάποιο κανάλι της Βενετίας. Ο Μπερνάρ και η Φρανς ήταν αναγκασμένοι να ερωτεύονται όπως όλος ο κόσμος, σύμφωνα, δηλαδή, με το στερεότυπο: Ζήλια, εγκατάλειψη, ματαίωση. Αντίθετα, η σχέση του Χάιντεγκερ και της Άρεντ, ακριβώς επειδή ήταν «περίεργη» και άτοπη, δηλαδή πρωτότυπη, κλόνισε το στερεότυπο και διήρκεσε. Εδώ ο θαυμάσιος Σεμπρούν παρουσιάζει τον έρωτα σαν ένα παιγνίδι άνισων εικόνων και συγκυριών, σαν έναν μηρυκασμό εικόνων. Κατά τη γνώμη μας ο έρωτας είναι ένα παιγνίδι ειδικών σχέσεων και τύχης. Ο Μπερνάρ είναι ένα παιδί εν στύσει, ενώ η Φρανς επιθυμεί να πληρώσει το κενό της με την «τέλεια» ερωτική περιπλάνηση ή την αυτοκτονία...