Nα βγάλουμε τα σκουπίδια, μην ξεχαστούμε…

[ Σπύρος Σιάτρας / Ελλάδα / 24.05.17 ]

 

Το ξυπνητήρι στις επτά, καπάκι και το κινητό με έναν μουσικό ήχο ήρεμης αφύπνισης, με την σειρά για την πρωινή ρουτίνα προσωπικής υγιεινής, ένα συσκευασμένο τσουρεκάκι από τα φτηνά, καλημέρισμα των παιδιών, ίσως και ένα πρωινό φιλί, μια αγκαλιά στην Έφη, να νιώσει έστω και μισοξυπνημένοςπως είναι ακόμη ζωντανός, στο αυτοκίνητο ROCKFM, για να κυκλοφορήσει λίγο αίμα στον εγκέφαλο, σχολείο, καφές, δύο τσιγάρα, καμιά τριανταριά συναδελφικές συναντήσεις με πέντε καλημέρες -οι δύο από κεκτημένη ταχύτητα-, λίγη ανόθευτη ακόμη ζωή στην αίθουσα, απουσιολόγιο, δάσκαλε ο Πάνος σχολάει στις δέκα, καλά θα το κοιτάξω, παρών λοιπόν ο Πάνος, βιβλίο ύλης, υπογραφές, ξεμπλοκάρισμα της εφαρμογής που κολλάει πάλι στα απαρχαιωμένα κομπιούτερ, δύο ασκήσεις να τρώνε ένα τρίωρο, πολλές στρέψεις του κεφαλιού από την άλλη να μην βλέπει πια όλα εκείνα που του αρρωστήσανε το μέσα του τέσσερα χρόνια σαν υποδιευθυντής, ευτυχώς τελείωσε η θητεία του, δεν ανανέωσε, δεν είναι παιχνίδι η εξουσία, δεν έχει χαρές, δεν δίνει κύρος, ξεφτίλα ανθρωπιάς είναι, δεν του ταιριάζει κι ας του λένε όλοι πως το έχει, να το χέσει, δεν τον νοιάζει, τα μάτια των μαθητών του τον νοιάζουν, οι αγκαλιές των παιδιών του, το φιλί της έστω και παραπονιάρικο κι ας μην φτάνουν να καλύψουν τα συναισθηματικά ζόρια, που δεν βγαίνουν πια έξω, ούτε οικονομικά, όλο μέσα, μέσα, μέσα του, όλο και πιο βαθιά, κι όλο την σύνταξη της μάνας του τσουρνεύει, τι να κάνει, δεν βγαίνει αλλιώς, αμίλητοι οι απλήρωτοι λογαριασμοί στο ψυγείο, τι να πουν, δεν μιλούν οι αριθμοί κι ας λένε ότι θέλουν οι οικονομολόγοι, το στόμα σου κλείνουν, την φωνή σου πνίγουν, να πληρώσει το ρεύμα που έληξε και το νερό, χρωστάει τα αγγλικά του μικρού ακόμα, κάτι κοινόχρηστα, το φροντιστήριο του μεγάλου, η μεγάλη το παλεύει μόνη της, τσαούσω και πεισματάρα, και πάλι όμως δεν φτάνουν γαμώτο, δεν φτάνουν, το αμάξι θέλει σέρβις, ιδιαίτερα δεν του βγαίνει να κάνει, η Έφη το ίδιο, τους έχει κάτσει η νομιμότητα κόμπος στον λαιμό, στα ΙΕΚ που αποτελούσαν μια διέξοδο θέλουν τώρα λέει να έχει πιστοποίηση διδακτικής επάρκειας σε ενηλίκους, που είναι και καθηγητής, παράνοια, να πληρώσει και εκατόν είκοσι ευρώ παράβολο και να δώσει εξετάσεις, δεκαέξι χρόνια δίδασκε εκεί, τους έφτιαξε κανονισμούς σπουδών, ειδικός επιστήμονας για τις εξετάσεις, καθόριζε ποιες απαντήσεις δηλώνουν γνώση και επάρκεια, κι όσο βάραινε το βιογραφικό, βάραινε και η σιχαμάρα προς όλα εκείνα, τώρα πρέπει να αποδείξει πως είναι και ικανός, δεν γαμιέστε, τίποτα δεν θα κάνει, είναι θέμα αξιοπρέπειας κι εγωισμού, άσε που την τελευταία φορά που έκανε αίτηση, θυμάται κάτι άνεργα παιδιά να περιμένουν με μια απελπισία στα μάτια να καταθέσουν κι αυτοί αιτήσεις και ντράπηκε, πόσο ντράπηκε, δεν ξαναπήγε, φιλότιμο κι αξιοπρέπεια, τέλος, άλλοι τώρα, με μεγαλύτερες ανάγκες και οι δικές του στο μούσκιο, να τον προβοκάρουν κάθε που πήγαινε να ηρεμήσει λίγο, γραπτά φίλων και ξένων στο φέϊσμπουκ που τον φυτίλιαζαν και ξαναέπιασε το γράψιμο να ξεχαστεί και δεν του άρεσε τίποτα και τα πέταγε και μετά λυπόταν που μπορούσε αλλά δεν ήθελε, που τον ήθελαν αλλά δεν μπορούσε και έψαχνε να βάλει να πιει και δεν είχε ούτε τσίπουρο ούτε τίποτα και κάπνιζε στο μπαλκόνι μόνος του, έβαζε μουσικές στο γιουτούμπ και τρελαινόταν, άρπαζε την κιθάρα του που έπρεπε να της έχει αλλάξει χορδές εδώ και έξι μήνες, αλλά δεν περίσσευαν και έπαιζε δυο τρία μπλουζ και μπαλάντες μέχρι να ξεκουρδιστεί ή μέχρι να πονέσουν τα δάχτυλα και μετά ξανακάπνιζε μόνος, τις πρώτες ώρες που όλοι κοιμόνταν, η γειτονιά από νωρίς, η χώρα από χρόνια, οι φίλοι ξέμακροι κι αλλού, να πιάνει συνομιλίες με τον εαυτό του και συνήθως κατέληγε να τσακώνεται μαζί του και να του κρατάει μούτρα για μέρες, τότε που έκοβε και τις πέντε καλημέρες στο σχολείο, ακόμη και τις δύο από κεκτημένη ταχύτητα, τότε που για άμυνα κατέβαινε στο υπόγειο και έψαχνε στις παλιές κούτες με τις προκηρύξεις, τα περιοδικά, τις φωτογραφίες, τα ενθύμια, κάτι ξεραμένα λουλούδια μέσα σε βιβλία, κάτι σημειώματα παλιά, από παλιούς ανθρώπους, κάποιοι πρώην ήδη, ανέβαινε μετά πάνω και πήγαινε στο μπαλκόνι να καπνίσει πάλι, πήγαινε κι ερχόταν όλο νεύρα και ξέσπαγε στο γυμναστήριο μόνος του, κι ας τον κοιτάζαν παράξενα οι νεότεροι, «πολύ χώνει ο ψαρομάλλης και ιδρώνει, πλάκα θα έχει να μας μείνει εδώ μέσα», γραμμένους τους είχε, ούτε που μίλαγε και σε κανέναν, κοίταγε μόνο τα κιλά στις μπάρες και τις σταγόνες ιδρώτα που τρέχανε ποτάμια πάνω του, οι τοξίνες του, οι αναβολές του, όσα συνειδητά απεμπόλησε, με τα ακουστικά στο αυτί έπαιρνε εκδίκηση στα σιωπηλά από τον ίδιο του τον εαυτό, χέστηκε για το ωραίο σώμα, να βγάλει ένταση ήθελε, να ηρεμήσει λίγο, να μην πάρει κανέναν παραμάζωμα από τους τόσους μαλάκες που έβλεπε γύρω του όλο και συχνότερα να μοστράρουν την δηθενιά του στυλ για γνώση και την άγνοια για δεξιότητα, και εκείνους τους γλοιώδεις αριβίστες  χειροκροτητές των αρίστων και τα άκριτα τσιράκια των επαγγελματιών επαναστατών με την πανομοιότυπη λιγούρα εξουσίας και κυριαρχίας στο μάτι, ω ρε φίλε έμεινε πάλι με ένα εικοσάρικο στην τσέπη και δεν θα τον βγάλει η βενζίνη μέχρι το τέλος της βδομάδας, πατέρα έχεις δέκα ευρώ να βγω, έχω, πάρε, και μετά μάνα σού πήρα ένα πενηντάρικο από την σύνταξη, καλά έκανες παιδάκι μου, δικά σου είναι όλα, ποια όλα ήθελε να της πει, εδώ είναι όλα, μέσα μας, σε ό,τι ακουμπάμε με την ψυχή και τον νου, τίποτα δεν της έλεγε, την φύλαγε μόνο στο μέτωπο και την αγκάλιαζε σφιχτά, να καλύψει λίγο το κενό του πατέρα του, που είσαι ρε πατέρα τώρα, θα ήθελα κι εγώ μια αγκαλιά, ας είναι, θα αγκαλιάσω τα εγγόνια σου, θα έρθω το καλοκαίρι πάνω, τι να έρθω δηλαδή, εκεί είμαι συνέχεια, καθόμαστε στην βεράντα και κοιτάμε τα έλατα σιωπηλοί, κι όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο σου μοιάζω, τι ώρα είναι, πρέπει να σηκωθούμε νωρίς το πρωί πάλι, άντε να πέσουμε, λες και σηκωθήκαμε και καθόλου τα τελευταία χρόνια, μόνο βλέμμα μας έμεινε, κι αυτό ξέμακρο, πέρα, αλλού, δώσε μου μια αγκαλιά, πάρε ένα φιλί, κλείσε την ρημάδα την τηλεόραση, δεν θέλουμε τα ψέματά τους, έχουμε τα δικά μας, δεν φυσάει ούτε κι απόψε, έβαλες ξυπνητήρι, έβαλα, εσύ, κι εγώ, καληνύχτα

… να βγάλουμε τα σκουπίδια, μην ξεχαστούμε…