H κακιά η είδηση
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 17.10.17 ]Η κακιά η είδηση…
Πριν την ανακοινώσει, συνήθως την άκουγε. Την ακρουμαζόταν! Που θα ’λεγε και η γιαγιά Σοφιά. Ακόμη χειρότερα την έβλεπε «ιδίοις όμμασι», που θα ’λεγε ειρωνικά και ο ίδιος. Καταγραφόταν μεγαλοπρεπής και αμείλικτη, πάνω σε μια ακτινολογική εικόνα «Αυτή η σκιά εδωπέρα…», επίσης πάνω στα μιλιγκράμ, κομμάτι περισσότερα από το φυσιολογικό, μιας εργαστηριακής ανάλυσης.
Το χειρότερο. Μπορούσε να παρουσιαστεί στο άνοιγμα της πόρτας του με ανθρώπινη μορφή, που όμως δεν ανήκε πια εδώ, είχε ήδη «φύγει», αλλά δεν το γνώριζε, -το πιθανότερο όμως-, το υποψιαζόταν. Κυρίως όχι από το χρώμα, στις αποχρώσεις , του φαιού συνήθως, καθ’ ότι: «χους ην και εις χουν απελεύσει!» Ούτε από το λιπόσαρκο του κορμιού : «ήρθε κι έρεψε στον απάνου κόσμο!» ( η Σοφιά πάλι).
Από το βλέμμα! Από κει έμπαινε η διάγνωση.
Δεν κοιτούν βέβαια όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Όμως κάποιες στιγμές όλα τα βλέμματα ενώνονται σε ένα. Αυτό του ανθρώπου που γνωρίζει, αλλά δε θέλει να γνωρίζει. Εκεί μέσα λοιπόν συμπυκνώνεται, η υποψία, η αμφιβολία, ο φόβος η επίκληση. Παραχωμένη στο βάθος και η επιθυμία για ένα διαφορετικό άκουσμα από τα χείλη του «ειδήμονα». Η θλίψη αργεί ακόμη όπως και άλλα συγγενή συναισθήματα. Η απελπισία πάλι, είναι ιστορία μοναχική. Του δωματίου. Των υγρών σεντονιών της ξαγρύπνιας. Της πόρτας που κλείνεται στα μούτρα των «τυχερών», ή ακόμη και των αγαπημένων. Των λυγμών που γίνονται θηλιά που σφίγγει αλλά… δεν πνίγει επιτέλους!
…………………………………………………………………………….
Θυμόταν όμως μια ανακοίνωση ο ντόκτορ που είχε κάνει στα μικράτα του όσον αφορά την ας πούμε επιστημονική… «καριέρα», όπως έλεγε κι ο ίδιος ειρωνικά. Θα ’χε δε θα ’χε, κάνα χρόνο το ιατρείο του στη μικρή επαρχιακή κωμόπολη. Δεν έλειπε ούτε ο ζήλος, ούτε η όρεξη -τότε!-. Και όπως κάθε πρωτόβγαλτος στο ρινγκ της επαγγελματικής του ζωής, έτσι κι αυτός αυτοκοκορευόταν όταν ερχόταν η καλή η διάγνωση. «Μωρέ! Το πέτυχα!» έκανε μόνος του. Ακόμη κι όταν επρόκειτο για περιπέτεια δύσκολη. Γιατί ο ντόκτορ -κι αυτό το έμαθε κάπως αργότερα- γνώριζε, πως το πιο ύπουλο πράγμα να νικηθεί στον άνθρωπο, είναι ο έρμος ο ναρκισσισμός του. Κι ας μην το πούμε τόσο χοντρά. Η αυταξία του , ή τουλάχιστον αυτό που ο ίδιος πιστεύει σαν τέτοια!
Εκείνο λοιπόν το βράδυ, χτύπησε το κουδούνι, ακριβώς την ώρα που ήταν έτοιμος να κλείσει. «Ωχ!» Έκανε από μέσα του. Γιατί συνήθως τέτοιες ώρες μόνο κάτι έκτακτο προκύπτει.
Σαν άνοιξε λοιπόν την πόρτα, δυο γυναίκες μπήκαν, η μια, η μεγαλύτερη με φόρα, η άλλη η μικρότερη μ’ ένα βρέφος στην αγκαλιά, ακολουθούσε, αλλά ήταν σαν μόνο η φόρα της πρώτης να την παρέσυρε να βαδίζει.
«Γεια σου γιατρέ! Έκανε η φουριόζα, η ηλικιωμένη. Και μπήκε στο θέμα κατευθείαν. «Σου έφερα την προκομμένη. Με το μπαστάρδι… Θα έχεις μάθει βέβαια… Τα κατορθώματα».
Τα κατορθώματα, δεν έφταναν στ’ αυτιά του γιατρού, γιατί τα απεχθανόταν εκ φύσεως. Ωστόσο η «ομιλούσα» -γιατί η συνοδός με το βρέφος παρέμενε βουβή- φρόντισε να τον πληροφορήσει σε λίγα λεπτά μέσα. Η κόρη της, «το χαμένο», όπως την αποκαλούσε, μόλις στα δεκάξι, έπιασε παιδί μ’ έναν περαστικό φαντάρο που μετά, «μην τον είδατε τον Παναγή». Το «κακορίζικο», γεννήθηκε δυστυχώς, γιατί η γκαστριά, έγινε γνωστή πολύ αργά. Και δε φτάνει που γεννήθηκε μπαστάρδι, γεννήθηκε και «μόγκολο»!
«Φτωχοί ανθρώποι εμείς γιατρέ μου, γίναμε και περίγελως του κόσμου. Όχι μ’ ένα κακό, με δυο που να μη σώσω!» Και λέγοντας αυτά, έριχνε και «γουστουκιές» στο τρεμάμενο κορίτσι.
Τότε ήταν που άρχισε να κλαίει το μωρό. Ένα κλάμα βραχνό, υπόκωφο, μακρόσυρτο, σαν τη ντροπή που προκαλούσε. Αλλά ακόμη κι αυτό, φούντωνε την οργή της νόνας του χειρότερα: «Κάντο να σκάσει!» Έγρουξε στο δύστυχο θηλυκό. «Κάντο να σκάσει… ειδεμή θα το πνιγουρήσω αποσπερού!»
Και επιτέλους ο άναυδος μέχρι στιγμής ντόκτορ ανέλαβε δράση. Έως ενός σημείου η ανοχή. Εκτός των άλλων, έπρεπε να διευκρινίσει και το δικό του ρόλο στην όλη ιστορία! Ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψης;
Το «κακορίζικο», είχε σηκώσει πυρετό. Όχι ότι την ένοιαζε τη «φουριόζα!» Αλλά πρώτον δεν άντεχε «το χαμένο» να κλαίει. Την «χαζοκόρη» της δηλαδή. Και δεύτερον, «από περιέργεια» όπως τόνισε, επιθυμούσε να μάθει πόσο θα «τραβήξει αυτή η ιστορία…». Ο ντόκτορ προτίμησε να μην καταλάβει τι εννοούσε. Εξάλλου άλλο τον απασχολούσε αυτή τη στιγμή. Αυτός παιδίατρος δεν ήταν, αλλά άντε τώρα να εξηγήσει… έπρεπε κάτι να κάνει.
……………………………………………………………………………
Και η διάγνωση «του κατεπείγοντος» μπήκε, όχι βέβαια από την πνευμονία που είχε αρπάξει το παιδί. Αλλά από μια ανεπαρκούσα καρδιά, πιθανόν κι αυτό από συγγενή ανωμαλία. Τι να μιλήσει τώρα, για «μεσοκοιλιακές επικοινωνίες» και ανοιχτές βαλβίδες… Αυτά είναι της Ιατρικής πράγματα. Και σε τέτοιες περιπτώσεις, συνήθως με σύντομη ημερομηνία λήξεως.
Θυμάται μόνο όσο τους μιλούσε τα εξής:
Το υπόκωφο «νιάξιμο», του δύστυχου μωρού.
Το καθολικό «άδειασμα» στα μάτια της μάνας του.
Την σχεδόν φανερή χαρά, αλλά και την ολοφάνερη ανακούφιση στα μάτια της γιαγιάς του.
……………………………………………………………………………
Χρόνια μετά ξανασκεφτόμενος την «κακιά την είδηση», συλλογιζόταν, με πίκρα είναι η αλήθεια, πόσο κακιά μπορεί να είναι για μερικούς. Και πόσο σωτήρια για κάποιους άλλους.
Και τελικά, ναι, ο ναρκισσισμός μπορεί και να μην ήταν η χειρότερη ασθένεια. Γιατί ο άνθρωπος έχει πολλές σκοτεινές πτυχές στη φύση του, είναι η αλήθεια.
*(To παραπάνω αποτελεί ένα από τα ανέκδοτα αφηγήματα της γράφουσας, με πρώτο τίτλο: «Ο ντόκτορ και η πρωτοβάθμια»)
Λέξεις:
Ακρουμάζομαι και ακουρμάζομαι: ακροώμαι
Έρεψε: έλειωσε από την πείνα και την κακουχία
Γουστουκιές: ύπουλα, μοχθηρά χτυπήματα στα πλευρά
Πνιγουρίζω: πνίγω
Αποσπερού: απόψε
Νιάξιμο: νιαούρισμα
Μόγγολο: Παιδί με σύνδρομο Ντάουν
Έγρουξε: Διέταξε με ήχο ζώου, συνήθως σκύλου.