Guy Debord: Ποίηση και Επανάσταση
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 30.11.21 ]Τον Νοέμβριο του 1967 ο Guy Debord εκδίδει ένα από τα σημαντικότερα του συγγράμματα, την «Κοινωνία του Θεάματος». Ο Debord, όντας ιδρυτής της Καταστασιακής Διεθνούς θα συμμετάσχει στα γεγονότα του ξεσηκωμού του Μάη του 68. Η «Κοινωνία του Θεάματος» μαζί με την ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» της οποίας χαρακτηριστική μορφή υπήρξε ο Έλληνας διανοητής, Κορνήλιος Καστοριάδης, θεωρούνται ως οι βασικοί εμπνευστές της εξέγερσης. Τα περίφημα συνθήματα του Μάη, που κατέκλυσαν τους τοίχους του Παρισιού και έδωσαν τον ιδιαίτερο τόνο σ’ εκείνη την έμπρακτη επιστροφή της «συνείδησης της επιθυμίας και της επιθυμίας της συνείδησης», ήσαν αντλημένα, στη συντριπτική πλειονότητά τους, από τα γραπτά του Guy Debord και των καταστασιακών. Ο Debord βρέθηκε στο επίκεντρο των γεγονότων που είχε θελήσει να συμβούν. Συμμετείχε στην επιτροπή κατάληψης της Σορβόννης, ετοίμασε αφίσες και προκηρύξεις, βρισκόταν μέρα νύχτα στους φλεγόμενους δρόμους. Και, πάνω απ’ όλα, συνέβαλε στο να αποκτήσει εκείνος ο ξεσηκωμός το ιδιαίτερο νόημά του. Το κίνημα του Μάη ήταν η επανανακάλυψη σε μαζικό επίπεδο όσων επί μία δεκαπενταετία είχε συλλάβει και επεξεργαζόταν ο Debord: επανανακάλυψη των θέσεων για την υπέρβαση και την πραγμάτωση της τέχνης, για την υπέρβαση και την πραγμάτωση της φιλοσοφίας, η επανανακάλυψη ενός τεράστιου πλούτου που έδωσε ο ρομαντισμός και ο Lautréamont, ο Arthur Cravan και οι ντανταϊστές, ο υπερρεαλισμός και ο André Breton, αλλά και το ρεύμα στη φιλοσοφία, και την κριτική της, που ξεκίνησε με τον Hegel και έφτασε στο απόγειό του με τον Max Stirner, τον Marx, ή τον Nietzsche. Για τον Ντεμπόρ το θέαμα απονεκρώνει τη ζωή, είναι ψευδο-κόσμος του κόσμου, η ανεστραμμένη του όψη, με τον ίδιο τρόπο που ο Μάρξ όριζε την ιδεολογία ως ανεστραμμένη συνείδηση.
Ο Debord εξ αρχής προϋποθέτει μια αναλογία των κατηγοριών του Κεφαλαίου του Μαρξ με κατηγορίες ευρύτερες, που αφορούν συνολικά την κοινωνική ζωή. Στον παραλληλισμό του Θεάματος με το Κεφάλαιο, με κοινό τους παρονομαστή το ότι αποτελούν μια συσσωρευμένη, νεκρή ανθρώπινη δραστηριότητα (επικοινωνία, εργασία), ο Debord προσπαθεί να αγγίξει μια διαλεκτική λογική ευρύτερη του οικονομικού, κεφαλαιοκρατικού συστήματος, την διαλεκτική του κοινωνικού.
Η κοινωνική σχέση ''αδιαμεσολάβητη'' θα ήταν η άμεσα βιωμένη κοινωνική σχέση η οποία ''απομακρύνθηκε από την αναπαράσταση'', όπως μας λέει ο Debord στη θέση 1. Στην Κοινωνία του Θεάματος, η κοινωνική σχέση των ατόμων μεσολαβείται από εικόνες. Υπάρχει εδώ ευθεία αναλογία με τη μαρξική αντίληψη του φετιχισμού του εμπορεύματος, ο φετιχισμός του εμπορεύματος είναι η αντικειμενική φαινομενικότητα-παραγνώριση, στον καπιταλισμό, των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεων μεταξύ πραγμάτων. Οι Εικόνες ακριβώς μεσολαβούν τις κοινωνικές σχέσεις ως Πράγματα. Αποκομμένες από τη δυναμική των σχέσεων, απόλυτες, ενώ στη πραγματικότητα προκύπτουν από αυτές. Ο Debord δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος θεωρητικός και Λεττριστής αλλά ένα πρόσωπο που αποτελεί πρότυπο για πάρα πολλές γενιές ελευθεριακών στην Ευρώπη. Βαθιά επηρεασμένος από τον Μαρξ, τον Μποντλέρ και τον Λοτρεαμόν, εξαιρετικά διορατικός, στην Κοινωνία του θεάματος σκιαγραφεί με εντυπωσιακή διαύγεια τα κύρια χαρακτηριστικά της εκσυγχρονισμένης θεαματικής εξουσίας: τεχνοκρατία, γραφειοκρατία, συγκεντρωτισμός, προπαγάνδα. Οι θεωρίες του περιγράφουν το πνεύμα εκμοντερνισμού της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας όπως αυτές μετασχηματιζόταν στη μεταπολεμική Ευρώπη και γενικότερα στον δυτικό κόσμο.
Η αλλοτρίωση του θεατή από το αντικείμενο της παρατήρησης εκφράζεται ως εξής: όσο περισσότερο παρατηρεί, τόσο λιγότερο ζει. Όσο περισσότερο αποδέχεται να αναγνωρίζει τον εαυτό του εντός των κυρίαρχων εικόνων της ανάγκης, τόσο λιγότερο κατανοεί τη δική του ύπαρξη και τη δική του επιθυμία. Η εξωτερικότητα του θεάματος, σε σχέση με τον δρώντα άνθρωπο είναι εμφανής από το γεγονός ότι οι ίδιες του οι χειρονομίες δεν ανήκουν πλέον σ’ αυτόν, αλλά σε κάποιον άλλο που του τις αναπαριστά. Ο Γκυ Ντεμπόρ θα υποστηρίξει, εκκινώντας από την μαρξιστική ανάλυση ότι αιτία των παραπάνω είναι η μετεξέλιξη της ίδιας της φύσης του κεφαλαίου όσο και του εμπορεύματος. Όπως λέει ο Ντεμπόρ: « …Η οικονομία μεταμορφώνει τον κόσμο, αλλά τον μεταμορφώνει αποκλειστικά σε κόσμο της οικονομίας.» Η μαζική παραγωγή εμπορευμάτων, θα δημιουργήσει την μαζική κατανάλωση εμπορευμάτων και ενώ αυτή η διαδικασία εξαπλώνεται γεωγραφικά μετασχηματίζοντας τις κοινωνίες που συναντά. «Το θέαμα είναι το κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό συσσώρευσης ώστε μετατρέπεται σε εικόνα». Ο σχεδιασμός και η διαχείριση συμβόλων και εικόνων είναι πια το κεντρικό σημείο των αναπτυγμένων οικονομιών. Τρείς είναι οι κυριότερες επιπτώσεις της κοινωνίας του θεάματος μεταξύ άλλων. Η πρώτη είναι η αποξένωση των ανθρώπων από την προσωπική εμπειρία και που αν και φαίνεται αυτό να αντισταθμίζεται από τις τεράστιες δυνατότητες επικοινωνίας που προσφέρει, τελικά εντείνει την ηθική τους απομόνωση από την πραγματικότητα και από τον εαυτό τους. Η δεύτερη επίπτωση είναι ότι επιφέρει μια ενότητα στο τι βλέπουμε και ποθούμε σαν θεατές , αλλά έναν διαχωρισμό στο πως καταναλώνουμε. Ενώ μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο όνειρο, η απόλαυση είναι ξεκάθαρα ιδιωτική. Τρίτο είναι ότι δίνει την αίσθηση στις κοινωνίες μας ότι ζούνε σε ένα διαρκές ανεξάντλητο παρόν. Για τον Ντεμπόρ «Εντός του πραγματικά ανεστραμμένου κόσμου, το αληθινό είναι μόνο μια στιγμή του ψεύδους.»
Τα βιβλία του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη Guy Debord, Ποίηση και επανάσταση και Βορειοδυτικό πέρασμα, Πρωτοπορίες και κινήματα (εκδ. Κριτική) παρουσιάζουν το έργο και τη ζωή του Ντεμπόρ. Ο Ντεμπόρ, μαζί με μια μικρή παρέα συνοδοιπόρων, μεταξύ των οποίων ο Ραούλ Βανεγκέμ, θα αναλάβουν, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στο Βορειοδυτικό Πέρασμα, «να αγωνιστούν για το δικαίωμα της σχόλης, της αέναης παιγνιώδους δραστηριότητας, της καινούργιας πειραματικής χρήσης των τεχνολογικών ανακαλύψεων (που τις χειρίζονται χέρια βάναυσα και μυαλά που επιδιώκουν τη διαιώνιση του εκμεταλλευτικού συστήματος), της απελευθέρωσης της καθημερινής ζωής από τις συμβατικότητες και τους καταναγκασμούς που επιβάλλουν οι κρατιστές […] θα θρυμματίσουν τη γραμμικότητα του χρόνου, θα τραγουδήσουν την κραιπάλη και θα εξερευνήσουν τους απαγορευμένους (και κακόφημους) θύλακες ελευθερίας της μεγαλούπολης».
Ο Ντεμπόρ και ο Βανεγκέμ θα αναλάβουν να προπαγανδίσουν εξεγέρσεις που πλέον δεν περιορίζονται στον χώρο της τέχνης αλλά ενάντια στην ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Όπως μας δείχνει ο συγγραφέας, ο Ντεμπόρ και ο Βανεγκέμ θα στηριχτούν φιλοσοφικά στον Χέγκελ (για τη διαλεκτική φιλοσοφία της ιστορίας), τον Μαρξ (για τον επαναστατικό προσανατολισμό του), τον Στίρνερ και τον Νίτσε παίρνοντας παράλληλα τις αποστάσεις τους ώστε να συγκροτήσουν τους δικούς τους τρόπους σκέψης. Ο Ντεμπόρ «θέλησε να δει την ανατροπή ως μία εκ των καλών τεχνών», γράφει ο Μπαμπασάκης στο Βορειοδυτικό Πέρασμα, κάτι που θα αναλύσει διεξοδικά στον τόμο Ποίηση και Επανάσταση. Αυτή η ανατροπή, τόσο στη θεωρητική όσο και στην πρακτική της έκφανση αφορά κάθε είδους καταπίεση. Το «Guy Debord: ποίηση και επανάσταση» είναι ένα εκτενές εγκώμιο στη ζωή και σκέψη του Ντεμπόρ. Η πολεμική του Ντεμπόρ και των άλλων καταστασιακών απέναντι στους πάντες και τα πάντα, αν και δείχνει την ίδια την εξουσιαστική δομή μιας πρακτικής που επιζητούσε να υπερβεί κάθε εξουσία, είναι η «αυθεντική περιφρόνηση» για τον κόσμο του θεάματος και του φαίνεσθαι.
*Guy Debord
Ποίηση και Επανάσταση
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Κριτική 2015 (επανέκδοση)