CUM JUDA

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 11.05.20 ]

Ἡ γυναίκα τώρα κοιμᾶται κι ἡ ἀνάσα της ἀκούγεται ἀλλιώτικη, σὰν ρόχθος ἀπὸ κύμα ποὺ σκάει μὲ ὁρμὴ στὰ βράχια. Νωρίτερα ποὺ ἦρθε σπίτι, ἔβαλε ἕνα ποτό, ἔκανε τσιγάρο κι εἶπε νὰ σιδερώσει. Ἕνα βουνὸ τὰ ροῦχα κι αὐτὴ τὴ βδομάδα. Τελευταῖα ἔπιασε ἀπὸ τὴ λεκάνη τὴ φρεσκοπλυμένη φόρμα τοῦ ἄντρα της ποὺ εἶχε τρυπήσει ἕνα δάχτυλο στὸ στῆθος. Τὴν ἅπλωσε πάνω στὴ σιδερώστρα καί, χωρὶς νὰ καταλάϐει πῶς, ξεχάστηκε ὥρα πολλή, ἔσιαξε μὲ τὸ χέρι της τὸ ταλαιπωρημένο ὕφασμα -μὲ τὰ χρόνια εἶχε τριφτεῖ κι εἶχε ἀλλάξει χρῶμα -στὰ γόνατα καὶ στὸ τρυπημένο στῆθος, καὶ θά ‘λεγες πὼς ἄθελά της τὴ χάιδεψε γιὰ μιὰ στιγμή.

Τὸ ἠλεκτρικὸ σίδερο πηγαινοέρχεται πάνω κάτω, πότε στὰ χέρια καὶ στὴν κοιλιά, πότε στὴν πλάτη καὶ στὰ πόδια, ὁ ἀτμὸς ἀγκαλιάζει τὸ ἱδρωμένο της πρόσωπο, θερμαίνει τὴν καρδιά της, δίνει κουράγιο στὰ κουρασμένα της δάχτυλα. Μιὰ στιγμὴ ἔγειρε τὸ ταλαιπωρημένο της κορμὶ πάνω στὸ φθαρμένο στῆθος του -χρειάζεται ἐπειγόντως μπάλωμα, σκέφτηκε- κι ἔκλεισε τὰ μάτια. Μπορεῖ καὶ ν’ ἀποκοιμήθηκε γιὰ λίγο ἐκεῖ πάνω στὴ σιδερώστρα, γιατὶ εἶδε, λέει, πὼς ἤτανε παιδιά, κι αὐτὴ κι ὁ Χρῆστος, καὶ κοιμόντουσαν σφιχταγκαλιασμένοι ἀνάμεσα σὲ παροπλισμένες σιδηρογραμμὲς καὶ ξαφνικὰ ἀκούστηκε ἕνα τρένο ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ μακριὰ καὶ δὲν φαινόταν πουθενά, κι οἱ σκουριασμένες ράγες τρίξανε, ὅπως τρίζει τὸ σκοινὶ τοῦ κρεμασμένου, κι αὐτοὶ κολλήσανε, λέει, καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ξεφύγουν, καὶ τὸ τρένο μούγκριζε ἐφιαλτικὰ διεκδικώντας τὴν ἀδήριτη διέλευσή του, καὶ τότε ἄνοιξε τρομαγμένη τὰ μάτια της καὶ εἶπε: «Φτάνει νὰ μὲ χρειάζεται».

Στὸ τέλος κρέμασε σ’ ἕνα καρφὶ στὸν τοῖχο τῆς κρεβατοκάμαρας τὴ σιδερωμένη στὴν ἐντέλεια φόρμα, νὰ τὴ βάλει καθαρὴ τὸ πρωὶ στὴ δουλειά. Ξεθεωμένη, ἔκανε ἕνα μπάνιο καὶ νηστικὴ ἔπεσε στὸ κρεϐάτι.

 

*Απόσπασμα από διήγημα του Δημήτρη Χριστόπουλου, που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο: "Σπουδή στο κίτρινο", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τὸ Ροδακιὸ(2018)