BIRD PEOPLE

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 06.10.22 ]

Σε είδα χτες στον ύπνο μου. Πριν κοιμηθώ διάβαζα για τον φιλέρημο, φιλόσοφο Αμέλιο που έπλεκε εγκώμιο για τα πουλιά, τριγυρισμένος από τα βιβλία του. Απίθανη ανάδυση έκανες. Έσκισες τις σελίδες του βιβλίου. Ρηγμάτωσες το ασυνείδητο και βγήκες. Όμορφος. Θρασύς. Προκλητικός. Και νέος -Θεέ μου!- πόσο νέος. Με τη στολή της πτήσης. Την αστεία. Τα μεγάλα σου γυαλιά να μοιάζεις νυχτερίδα. Πτηνό κι αυτή που αναδύθηκε μέσα από ένα θηλαστικό.

Πετούσαμε μαζί πάνω από τη γνωστή χαράδρα. Εμμονικά αυτή ξέρει να επιστρέφει. Να αναδύεται. Με τα άκαυτα τα πέτρινά της δάση και τ’ άκλαυτά της δάκρυα. Πετούσαμε μαζί και τραγουδούσαμε. Σβέλτοι και ζωηροί και αεικίνητοι. Από ψηλά κοιτάγαμε κι ανακαλύπταμε ξανά τον χώρο. Ελεύθεροι και δίχως όρια, ευτυχείς, γελώντες, ειρωνικοί -έως σαρκασμού ειρωνικοί- αχαλίνωτοι. Και σ’ άκουγα να μου λες. Να μου λες. Να μου λες των ανέμων τα ονόματα. Να εξηγείς των σύννεφων τη δύναμη και να μου τα συστήνεις ένα-ένα. Τα όνειρά σου με τον Δαίδαλο, τον θαυμασμό για του Ίκαρου τις αποκοτιές. Δεν είναι λίγο να βαφτίσεις ένα πέλαγος. Ένα νησί να πάρει τ’ όνομά σου. Κι ακούγαμε μαζί από κάτω φουσκωμένο το ποτάμι. Κι είχαμε, μολονότι στον αέρα, βράγχια, σαν πέστροφες και βλέπαμε να φυτρώνει η γούνα της αρκούδας στα κορμιά μας κι όμως αυτά να μην βαραίνουν, γίναν τα μάτια μας του γερακιού και ψάχναμε για κερασιές. Αρέσουν στις αρκούδες τα κεράσια. Δεν βρήκαμε. Φθινόπωρο κεράσια; Όνειρο ήταν. Γιατί όχι; Θα μπορούσε. Κι έβρεξε μέλι. Αγριόμελο. Και κύλαγε απαλά, γλυκά και τρυφερά στο στόμα. Clem ήταν τ’ όνομά σου. Μέλι κι αυτό. Αγριόμελο. Clem Sohn.

«Πλάσματα φτερωτά, σας προκαλώ, στο πέταγμα και στο τραγούδι» φώναζες, «φύλακες άγγελοι και δαίμονές μου όλοι. Δεν είναι του Ζέφυρου το ρούχο μου. Εγώ είμαι ο Ζέφυρος». Έπαιρνε τη φωνή σου, το τραγούδι και τη μέθη σου η ηχώ τα χτύπαγε στις πέτρες κι αντιγύριζαν, τα πέρναγε μέσα απ’ τις φυλλωσιές και τρεμουλιάζανε τα φύλλα και σκιρτούσαν να μπουμπουκιάσουνε για σένα και να δέσουν τους καρπούς που επιθυμούσες κι ο ποταμός βρυχιόταν από κάτω γιατί θυμήθηκε πως είχε ονειρευτεί κι εκείνος ότι πλημμύριζε έναν ουρανό μία φορά κι έναν καιρό τάιζε τα ψαράκια του με αστέρια.

Δεν είδαμε τη σφαίρα. Κανείς από τους δυο μας δεν την είδε. Πλάσμα μικρό κι ασήμαντο. Κρυμμένο. Έρπον. (Κάμπια ισόβια δικασμένη; Ποιος να ξέρει;) Πράσινο από ζήλια για της πτήσης μας τον ίλιγγο τον εξαίσιο, την ομορφιά, τη μέθη της, την ελαφρότητά της σημάδεψε. Σε πέτυχε; Με πέτυχε;

Έπεφτες και σ’ ακολουθούσα κατακόρυφα. Μας δέχτηκε ο άγριος ποταμός. Δεν ήταν ίδιος. Όχι, όχι γιατί κυλούσε. Δεν ήταν ίδιος, γιατί είχε ονειρευτεί. Είχαμε εμείς καταδυθεί μες στα νερά του. Ποτέ ξανά δεν θα ‘ταν ίδιος.

Θα το μαθαίναμε ξανά πώς αναδύονται.

Μονάχα εκείνος που ‘στειλε τη σφαίρα τίποτα άλλο δεν θα μάθαινε.