480 και κάτι ψιλά
[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 19.03.18 ]480 και κάτι ψιλά. Τόσο είναι ο μισθός της. Ένα 8ωρο γεμάτο, να σερβίρει καφέδες και ποτά. Και 10ωρο και 12ωρο πολλές φορές. Με τα ίδια χρήματα. Ορθοστασία, κούραση. Και γκρίνιες και παρατηρήσεις. Για να επιστρέψει αργά το βράδυ. Κατάκοπη. Σε μια πολυκατοικία χωρίς ασανσέρ. Σε ένα δώμα στην ταράτσα. Που μύριζε ελαφρά σκόνη και μια δόση απελπισίας. Τα στόρια κατεβασμένα και μοναχικά. Σκούρο ξύλο, κηλιδωμένα τοίχοι, χαμηλό ταβάνι. Μια φωλιά ζώου, μια κρυψώνα από τους κυνηγούς.
Βάζει το ένα πόδι στο σκαλί κι ανεβαίνει. Τα πόδια της την πεθαίνουν, ένα βήμα τη φορά. Με μυρωδιές τσιγάρου στα μαλλιά και μια πρόωρα γερασμένη επιδερμίδα. Μάτια μεγάλα, σκοτεινά, σαν να μην υπήρχε μέσα τους τίποτα να λάμψει προς τα έξω. Και η κάθε μέρα να ξεκινάει μ΄ ένα πελώριο γιατί. Καμιά απάντηση δεν ερχόταν, κανένας ήχος, εκτός από τη σιωπή. Το σπίτι δεν πρόσφερε καμιά παρηγοριά. Κι έτσι άφηνε τις μέρες να περνάνε αδιάφορα, η μια μετά την άλλη. Αν δεν έχεις προσδοκίες, δεν απογοητεύεσαι, δεν πληγώνεσαι.
Τη ζητούσε το αφεντικό, της είπαν. Αναθάρρησε. Μια αύξηση την άξιζε. Αλλά να, εκείνος ήθελε μια «διευκόλυνση». Μόνος εγώ, μόνη εσύ, καταλαβαίνεις. ‘Οχι δεν καταλάβαινε, δεν πίστευε στ΄αυτιά της. Ήθελε να τον διαολοστείλει αλλά δεν εμπιστευόταν τη φωνή της, λες και ένα σκληρό, στεγνό χαλίκι είχε κολλήσει στο λαιμό της. Τη χρειαζόταν τη δουλειά, δεν είχε την πολυτέλεια να τη χάσει. Πάνω που αρχίζεις να πιστεύεις πως, εντάξει, δεν είναι τελικά και τόσο χάλια η ζωή, τρως μια κατραπακιά και κατεβαίνεις ένα σκαλί. Πάντα έχει κι άλλο παρακάτω.
Και τα 480 δεν φτάνουν. Απλώς δε φτάνουν.