Οι ποιητές τον Μάη
Πάνω που τέλειωνε
ο καπνός και το ουίσκι
και ξύπναγε δειλά-
δειλά η ανησυχία
την πόρτα χτύπησε
ένας ανήλικος θεός
Κρατούσε ένα δοχείο
με τις στάχτες του, που
κάπνιζαν ακόμα
Το σπίτι γέμισε
καπνούς και δακρυγόνα
και κάπως έτσι, περνούν
οι μήνες και τα χρόνια
και αλλάζουνε πουκάμισα
τα φίδια
και πέφτουνε σε νάρκη
οι σκορπιοί
αφού δεν άφησαν, λωτούς
οι λωτοφάγοι
και ο Μάης
κανέναν – ποιητή.
Βαγγέλης Αλεξόπουλος, ανέκδοτο ποίημα
Μétro, boulot, dodo*
Για δες
πενήντα χρόνια πέρασαν
Κι αν χάσαμε κάτι εμείς οι δυο
είναι από σένα κι από μένα
Μέσα μας σταμάτησαν πια
να φυτρώνουν μαργαρίτες
οι πυρκαγιές εσβήσαν
οι Άνοιξες ακόμα ματώνουν
κι ο Μάης είναι εδώ και
περιμένειαπόκριση
στον μονότονο ήχο του μετρό
"Μétro, boulot, dodo"
"Μétro, boulot, dodo"
"Μétro, boulot, dodo"
Πηνελόπη Ανδρεάδη
* "Μétro, boulot, dodo" σύνθημα του Μάη του ΄68, για την μονότονη επανάληψη της καθημερινότητας
Ουτοπίες
Μια πόλη προτείνει τρόπους
Έχει νέους έτοιμους για επανάσταση
Ανατινάζουν τις αγωνίες τους
Παλεύουν κάθε αδιαφορία
Κι έτσι εμείς μπορούμε να κάνουμε γιορτές
Στους δρόμους που άνοιξε η εξέγερση
Εξυπηρετούμε τις ανάγκες μας
Σκεπτόμενοι τον διπλανό
Μάθαμε να συζητάμε με φαντασία
Και οι διάσημοι αστέρες
Μοιάζουν πειράματα για ώρες ανίας
Η ευτέλεια μετοίκησε
Όπου να ’ναι θ’ ακουστεί μια ιαχή
Και η φωνή που θα ‘ρθει ξέρει να μιλά
«Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
Δως μου το χέρι σου»
Μαρία Κουλούρη, Αδημοσίευτο
ΑΦΙΣΑ
Αχ να ’μουν στο Μάη του ’68!
Εκείνο το κορίτσι θα ’θελα να είμαι
που φιλάς με πάθος
κρατώντας την κόκκινη σημαία
στην αφίσα που είχα
στο μέσα φύλλο της ντουλάπας μου
τότε που ήξερα
μόνο της εφηβείας την επανάσταση
στο λεξικό αναζητούσα τη λέξη: "ουτοπία"
Δεν κατάφερα
τη "φαντασία στην εξουσία" να χωρέσω
κι η αφίσα από καιρό
έχει ανακυκλωθεί
Μα στην παλιά ντουλάπα
υπάρχει ακόμη
ένα τετράγωνο κομμάτι
τ' ουρανού μου
Ελένη Κοφτερού, από τη συλλογή «ΣΤΟ ΛΑΜΔΑ ΤΩΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙΩΝ,
ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ, 2014
Λαξευτής της πέτρας
Αηδόνι του Μάη
εσύ που κράτησες τα νύχια σου στο σύρμα
κι έγειρες τον λεπτό λαιμό σου
με την κομψότητα αθώου στίχου
κάρφωσε τις μπίλιες των ματιών
στις ράγες του μυαλού μου
και το τραίνο που με ταχύτητα σιμώνει
στην άκρη του γκρεμνού
κάνε το να φτερώσει
εσύ
που τα πούπουλα που σου’ δωσε ο ύπνος
τα δώρισες στο κύμα
γίνε ο μόνος λαξευτής
της πέτρας
που βαραίνει στο στήθος της γης
Ειρήνη Παραδεισανού