Όλα για μία selfie
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 13.10.21 ]Δύο φίλοι βγάζουν μια selfie κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο Λονδίνο. Τίποτα το εξαιρετικό εκ πρώτης όψεως. Απλά ο εκδότης της φωτογραφίας θέλει να ξέρετε ότι έχει αρκετά χρήματα για να πάει διακοπές στη Βρετανία (οικονομικό κεφάλαιο), ότι ανακάλυψε μια άλλη χώρα με έναν άλλο τρόπο ζωής (πολιτιστικό κεφάλαιο) και ότι τον συνόδευε ένας φίλος (κοινωνικό κεφάλαιο). Σας έδειξε τα χρήματά του, τον πολιτισμό του, τη ζωή του, ότι δηλαδή ΕΙΝΑΙ, σε ένα στιγμιότυπο!
ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ είναι ένας τόπος σύγκρισης και ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ, ένας μηχανισμός παραγωγής κύρους, ένας τρόπος ενίσχυσης της σύγκρισης και ενίσχυσης του υπερατομικισμού (ναρκισσισμού) καθώς και του πολιτισμού της κατανάλωσης. Όμως η αφήγηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της βιωμένης εμπειρίας ακόμα και τη στιγμή που συμβαίνει, έχει και μία θετική λειτουργία καθώς «επιτρέπει συνεχείς Καθάρσεις»(Eric Sadin: L’ ere de l’ individu tyran), συνεχείς αναπληρώσεις για μια σειρά από σκληρές απογοητεύσεις και αποστερήσεις, καθώς και κακοποιήσεις. Εδώ μια γυναίκα θα καταγγείλει την κακοποίησή της από τον φαλλοκράτη σύζυγο, εδώ θα εκφραστεί η οργή του διωκόμενου από την κρατική γραφειοκρατία ή θα καταγγελθεί η αυθαίρετη απόλυση του εργαζόμενου, εδώ θα διαμορφωθεί η απαρχή ενός νέου κινήματος, όπως το #metoo. Ο πολίτης έχει πλέον ένα νέο βήμα για να παρουσιάσει τα αιτήματα ή να ασκήσει την κριτική του, και ο καλλιτέχνης έχει ένα νέο, ευρείας απήχησης μέσο για να παρουσιάσει το έργο του. Μέσα από αυτά καθένας μπορεί να παρουσιάζει στιγμές της ζωής του, να αποκτά ορατότητα, να αναγνωρίζεται.
Ένας νέος πολιτισμός, ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα «γεννιέται». Τα «like» και τα «share» είναι οι νέοι δρόμοι απ’ όπου «περνάει» η επικοινωνία, οι κοινωνικές σχέσεις, η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, η κοινωνική ΣΥΓΚΡΙΣΗ(κύρος-κατανάλωση), η αυτοεκτίμηση και οι νέες ασθένειες της ψυχής. Ένα κινητό ή ένα τάμπλετ αρκεί για να ανακτήσει κάποιος τη χαμένη του ορατότητα, να αυτοπαρουσιαστεί, να αποκτήσει γόητρο, να μοιραστεί πράγματα και ν’ αγαπήσει, αλλά και να γίνει ένας μυθομανής του εαυτού του, ένας παθολογικός Νάρκισσος, που σκοτώνεται για μια selfie πάνω από το Ναυάγιο στη Ζάκυνθο, ή όπως ο έφηβος στο Νιουκάστλ, ο οποίος, αναζητώντας την τέλεια selfie, φωτογραφίζεται μέχρι και 200 φορές την ημέρα, ή σαν εκείνες τις έφηβες που αυτοκτονούν γιατί δεν μοιάζουν με τις εικόνες τους, όπως τις διαμορφώνουν τα διάφορα φίλτρα «ομορφιάς» του Instagram, ή ακόμα όπως του Βρετανού που δεν δίστασε να επενδύσει μια μικρή περιουσία στην αισθητική χειρουργική για να μοιάζει με τη ρετουσαρισμένη εικόνα του στις selfies!
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν μία μορφή «τυραννικού Εγώ». Στη θέση που προηγουμένως κατείχε η ασφάλεια σχετικά με τις δικές μας επιθυμίες, τώρα εμφανίζεται η ανησυχία της διαρκούς αυτοπαρουσίασης. Με το φόβο ότι δεν θα μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε τις διυποκειμενικές προσδοκίες (γονέων, φίλων κ.ά.), προσπαθούμε να πετύχουμε μια παρουσίαση του εαυτού μας, η οποία υπόσχεται περισσότερα απ’ όσα μπορεί να ικανοποιήσει πραγματικά, προσποιούμαστε ομορφιά, ταλέντα και δυνάμεις, που μπορούν να μας προσδώσουν περισσότερη κοινωνική αναγνώριση. Σ’ αυτή την προ-οπτική της εξάρτησης από το βλέμμα των άλλων, δημιουργείται η διαρκής ανάγκη για να παρουσιάζουμε μια ψευδή εικόνα του εαυτού μας. Από εδώ προκύπτει ο ψυχαναγκασμός της ατομικής προβολής και του γοήτρου, η δημιουργία ενός ψεύτικου εαυτού.
Το Instagram έχει λάβει σημαντική θέση στη ζωή της Μ., που προσφέρει τακτικά στους ακολούθους της «ιστορίες», μικρές στιγμές της ζωής της, τις οποίες επεξεργάζεται όλο και περισσότερο με φίλτρα και άλλες συσκευές ρετουσαρίσματος. Μια συναυλία, μια έκθεση, ένα δείπνο ... όλα είναι πρόσχημα για το θέμα. «Συνειδητοποιώ ότι αυτή η προσωπική σκηνή είναι λίγο ναρκισσισμός. Έχω όμως την εντύπωση ότι δίνω περισσότερη ένταση σε αυτό που ζω. Υπάρχει ο καθημερινός εαυτός και αυτός που τονίζω στα κοινωνικά δίκτυα", λέει.
Η M. απέχει πολύ από το να θεωρεί τον εαυτό της ακραία περίπτωση: «Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους των οποίων οι δημοσιεύσεις δεν αντικατοπτρίζουν καθόλου την πραγματικότητα της καθημερινής τους ζωής». Ντροπιασμένη από αυτό, προσπάθησε να διακόψει τη σχέση της με το Instagram. Αυτό δεν κράτησε ούτε 48 ώρες: «...Συγκλονισμένη από ένα αίσθημα κενού, είδε τον εαυτό της όχι μόνο να χάνει την επαφή με τους "φίλους" της, αλλά και να στερεί τον εαυτό της από όλα τα Likes και τις "καρδιές", που της τόνωναν την αυτοεκτίμηση». "Αν δεν έχω τουλάχιστον δέκα Like σε μια ανάρτηση, νιώθω ντροπιαστικά και μπορεί να την αφαιρέσω", παραδέχεται. (δες Stefano Lupieri)
Όπως η Μ., όλοι έχουμε εθιστεί σε αυτά τα μικρά τονωτικά για το εγώ μας που διανέμονται άφθονα και δωρεάν στα κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Instagram, Snapchat, Pinterest, Youtube, Twitter). Ο κοινωνικός ανταγωνισμός, η σύγκριση, η αναγνώριση και το κύρος, θα μετρώνται πλέον με τον αριθμό των Likes και των «φίλων» ή των «ακολούθων».
Ο ψεύτικος εαυτός
Ο Νάρκισσος διαχέεται στο διαδίκτυο, θεωρώντας κάθε σχέση του ως "εργαλείο" ενίσχυσης της εικόνας του παρά ως μία συνεργασία, γι’ αυτό φροντίζει να συνδέεται με πρόσωπα κύρους ή επώνυμους προκειμένου να ωφελήσει την εικόνα του. Δεν χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για να δείξει ποιος είναι, αλλά τέτοιος που εμείς θα ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ, για την ακρίβεια τέτοιος που Εμείς θα θέλαμε να ΔΟΥΜΕ.
Το κύρος ενός προσώπου συνδέεται πλέον με τον αριθμό των vews(επισκέψεων). Στόχος είναι να τεθεί επικεφαλής της σχετικής λίστας. Αυτό είναι το παιγνίδι του Νάρκισσου που επωφελείται από την καλή του εικόνα, αφού αρκούν οι αναρτήσεις των φωτογραφιών και των βίντεό του για να γίνει στη συνέχεια influenceur ή conferencier. Οι διαφημιστικές εταιρίες αναζητούν τα άτομα που είναι πολύ δραστήρια στα κοινωνικά δίκτυα για να τα καταστήσουν διαμορφωτές της κοινής γνώμης για λογαριασμό τους, να τα κάνουν digital influencers, δίνοντάς τους να διαδώσουν ένα βίντεο ή μία φωτογραφία προκειμένου να διαφημίσουν ένα προϊόν ή να μεγιστοποιήσουν τη γνωστοποίησή του. Ο «μισθός» εξαρτάται από τον αριθμό των followers στα διάφορα δίκτυα. Η κυρία Τ. δημοσίευσε την υψηλή τιμή που έχουν οι αναρτήσεις διαφημιστικών προϊόντων στο προφίλ της στο Instagram, όπου παρουσιάζει συνήθως γυμνές της φωτογραφίες. Οι «μη επαγγελματίες» χρήστες, όπως οι δύο φίλοι στο Λονδίνο, θέλουν μόνο να «επιδειχθούν». Αναρτούν τα ταξίδια τους, τις κατακτήσεις τους, κάθε στιγμή της καθημερινής τους ζωής. Ελπίζουν να αποκτήσουν μια φήμη, αναρτώντας στο Youtube ένα βίντεο, ή γράφοντας στο Facebook κείμενα (η «λογοτεχνία» του διαδικτύου) που μπορούν να δουν χιλιάδες χρήστες. Ανεβαίνουν στη σκηνή με αφηγήσεις, selfies, hashtags εκθέτοντας ακόμα και τα πιο μύχια μυστικά τους ή τι μαγείρεψαν σήμερα! Τα αναρτούν με την (ψευδ)αίσθηση ότι θα αυξήσουν έτσι την αξία τους. Από εδώ ξεκινάει η "κοινωνική σύγκριση", ο καταναλωτικός ανταγωνισμός, η αξιολόγηση με βάση την εικόνα κατανάλωσης φαγητών, ταξιδιών, αυτοκινήτων, σπιτιών, διακοπών, ρούχων…
Πρέπει να ανησυχούμε; Και ναι και όχι. Τα ψηφιακά εργαλεία δεν είναι καλά ή κακά, αλλά γίνονται καλά ή κακά ανάλογα με τη χρήση που τους κάνουμε. Μπορούν να προωθούν τη δημιουργικότητα και την αυτο-έκφραση μας, καλλιεργώντας μια μορφή υγιούς ναρκισσισμού, ή να μας αποδυναμώνουν καθιστώντας μας εξαρτημένους από το βλέμμα των άλλων, δημιουργώντας μας κοινωνικό άγχος μέσω της διαρκούς σύγκρισης και του λεγόμενου «παθολογικού ναρκισσισμού». Γενικά, «Τα κοινωνικά δίκτυα δεν αποτελούν την αρχή της ανάπτυξης του ναρκισσισμού», γράφει ο ψυχίατρος Jean Cottraux, συγγραφέας του Tous narcissiques chez Odile Jacob, απλώς τον ενισχύουν.
Η αφήγηση στο διαδίκτυο παρέχει, επίσης, έναν τόπο για τη μεταβίβαση του συναισθήματος, μια δυνατότητα για τη μεταβολή της καταθλιπτικής εμπειρίας σε νέα σημεία και σε νέες ελπίδες. Οι αναρτήσεις και οι αυτοπαρουσιάσεις στα κοινωνικά δίκτυα, θα μπορούσαν να βάλουν λίγο βάλσαμο στην καρδιά σε μια ζωή όπου οι πηγές προσωπικής ανάπτυξης είναι λίγες. Όμως στα άτομα που έχουν ευάλωτο ναρκισσισμό και ασταθή αυτοεκτίμηση, αυτά τα εργαλεία μπορούν τελικά να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό.
Στα κοινωνικά δίκτυα παριστάνουμε τον ιδανικό, φαντασιωμένο εαυτό μας! «Οι selfies που δημοσιεύουμε στο προφίλ μας μας καθησυχάζουν επειδή μας δίνουν την εντύπωση ότι κυριαρχούμε στην εικόνα μας, εξηγεί η φιλόσοφος και ψυχαναλύτρια Elsa Godart, συγγραφέας του Je selfie je suis (Albin Michel). Αλλά η διαταραχή αναπτύσσεται λόγω του χάσματος μεταξύ του πραγματικού και του ιδανικού. Γι’ αυτό οι εθισμένοι στο Facebook θα παρουσιάσουν περισσότερα σημάδια κατάθλιψης από το μέσο όρο. Ομοίως, έχει αποδειχθεί ότι όσο περισσότερο δημοσιεύετε, τόσο περισσότερο θα υποφέρετε από κάποια μορφή συναισθηματικού στρες. Το ιδανικό εγώ που δημιουργούμε τείνει να γίνει τυραννικό, καθώς πρέπει να τροφοδοτείται συνεχώς μέχρι τελικής εξάντλησης.
Η ντροπή και ο ναρκισσισμός είναι «δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος». Η ναρκισσιστική προσωπικότητα είναι μια άμυνα απέναντι στην ντροπή. Ο ναρκισσιστής έχει τόσο εύθραυστο εγώ που μπορεί εύκολα να πληγωθεί, και πρέπει να προστατευθεί με κάθε κόστος από την αποκάλυψη τυχόν ανασφάλειας, ανεπάρκειας, ή ακόμη μήπως το ψεύτικο εγώ του, το ικρίωμα του μεγαλείου του καταρρεύσει, φέρνοντας συναισθήματα ντροπής και αμηχανίας - τελικά την απώλεια της αγάπης.
Μελέτες αποδεικνύουν την αρνητική σχέση μεταξύ της κοινωνικής σύγκρισης και της αυτοεκτίμησης. Μια έρευνα έδειξε ότι όταν οι άνθρωποι θεώρησαν ότι οι φίλοι τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν καλύτερη ζωή, το επίπεδο αυτοεκτίμησης ήταν χαμηλότερο ( Wang et al., 2017). Η υπάρχουσα έρευνα εξέτασε κυρίως τη χρήση του Facebook, ενώ το Instagram έχει μερικά διαφορετικά τεχνολογικά χαρακτηριστικά που μπορεί να αυξήσουν την κοινωνική σύγκριση των χρηστών και την επίδρασή της στην αυτοεκτίμηση. Για παράδειγμα, με περισσότερες επιλογές φίλτρων βελτίωσης, οι χρήστες του Instagram εμφανίζουν μεγαλύτερη τάση να επιλέγουν θετικά σενάρια ζωής σε σχέση με τους χρήστες του Facebook ( Lup et al., 2015 ). Επίσης, σε αντίθεση με το Facebook που είναι πιο επικεντρωμένο στο κείμενο, όπου οι χρήστες εμφανίζουν συχνά την πνευματική ή λογοτεχνική τους ικανότητα, το Instagram χρησιμοποιείται κυρίως για κοινή χρήση φωτογραφιών και βίντεο. Το οπτικό περιεχόμενο δημιουργεί υψηλότερο σχηματισμό εντυπώσεων με την κλιμάκωση της κοινωνικής παρουσίας ( Johnson & Knobloch-Westerwick, 2016 ) και τα οπτικά γραφικά είναι επίσης ευκολότερα στην ανάκληση από τις πληροφορίες που βασίζονται σε κείμενο (Noldy et al., 1990). Έτσι, η κοινωνική σύγκριση και οι επιπτώσεις της στην αυτοεκτίμηση γίνονται πιο εμφανείς στο Instagram.
Για να διατηρήσει τον ψεύτικο εαυτό του, ο ναρκισσιστής πρέπει να διαχωρίσει πτυχές της προσωπικότητάς του που δεν ταιριάζουν στην αναπαράσταση ενός τέλειου εαυτού. Αυτή η ψευδαίσθηση της τελειότητας μπορεί εύκολα να καταστραφεί. Γι’ αυτό προσπαθεί να κρατήσει την ψευδή εικόνα του υπό έλεγχο, έχει ανάγκη από ένα φανταστικό καθρέφτη μπροστά του ανά πάσα στιγμή. Τελικά, η αγάπη και η αποδοχή που λαχταρά, λείπουν τραγικά. Ο ναρκισσισμός σε οριακές διαταραχές προσωπικότητας ταλαντεύεται μεταξύ της νεύρωσης και της ψύχωσης. Kαι μπορεί να αναπαρασταθεί ως το κοίταγμα στον φανταστικό καθρέφτη - τη συνεχή προσπάθεια για τη ρύθμιση της αναπαράστασης του ψεύτικου εαυτού και την προσαρμογή σε μια πραγματικότητα που τελικά διαλύεται - τα θραύσματα του σπασμένου καθρέφτη είναι τα πολλαπλά προσωπεία του ψυχωτικού-σχιζοειδούς ατόμου.
Τα νέα μίντια δεν μας κάνουν πιο νάρκισσους, ο νέος τρόπος ανάδειξης του προϋπάρχοντος ναρκισσισμού μας κάνει, γιατί βρίσκουμε στο Ιντερνετ τις ίδιες ναρκισσιστικές συμπεριφορές που βρίσκουμε και στην πραγματική ζωή. Εντούτοις, αν και τα κοινωνικά δίκτυα δεν έχουν πολλαπλασιάσει άμεσα τον αριθμό των νάρκισσων, τους παρέχουν αναντίρρητα μια πιο μεγάλη ορατότητα, αφού τους επιτρέπουν να πολλαπλασιάζουν επ’ άπειρο τον αριθμό των συζητητών και των θαυμαστών τους.
«bulles cognitive»
Ακούσια ή εκούσια το διαδίκτυο και τα νέα μίντια δεν είναι «δίαυλοι παθητικής πληροφόρησης», ασκούν επιρροή στις γνωστικές ικανότητες και στον ίδιο τον τρόπο σκέψη μας, επηρεάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτό που είμαστε. Το Facebook έχει κατηγορηθεί ότι έχει εμπλακεί στις αμερικανικές εκλογές του 2016. Γιατί πέραν τον fake news, τα κοινωνικά δίκτυα προτείνουν με προνομιακό τρόπο σε κάθε χρήστη τις πληροφορίες που αντιστοιχούν στα ΓΟΥΣΤΑ του και τις ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ Πεποιθήσεις του. (σ.σ. Αυτό είναι σημαντικό). Από εδώ προκύπτει η δημιουργία των «bulles cognitive» που ομαδοποιούν ανθρώπους που σκέφτονται το ίδιο πράγμα (με τον ίδιο τρόπο) και μία ασθενής αντιπαράθεση με τις διαφορετικές γνώμες, καθώς αυτοί που θα αποδειχθούν υπερβολικά κριτικοί σε μια συλλογική ανταλλαγή γνωμών μπορούν να «μπλοκαριστούν» με ένα «κλικ». Συνεπώς, οι συνήθεις πρακτικές συνίστανται στον αποκλεισμό των αντιπάλων προκειμένου τα επιχειρήματά τους να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο ορατά.
Τελικά, η μπαλζακική "γαστρονομία του βλέμματος" έχει αντικατασταθεί από την επιδερμική γειτνίαση του ματιού και της εικόνας. Το μάτι διαχέεται μέσα στην εικόνα για να καλύψει το κενό της οθόνης. Κάνουμε ότι βλέπουμε, ότι απολαμβάνουμε, ότι αισθανόμαστε. Παριστάνουμε ότι διαθέτουμε πρόσωπο και ικανότητα δράσης, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουμε παρά μόνο προσωπεία και ρόλους. Ήδη αισθανόμαστε με χημικές, έξωθεν, παρεμβάσεις. Η εγγύτητα και η επαφή αποκλείονται.