Το ποτάμι

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 31.01.21 ]

Μια ολόκληρη ζωή την έζησαν δίπλα στο ποτάμι. Από τότε που πρωτοέφτασαν, ψάχνοντας πού να ακουμπήσουν τους σάκους και την πραμάτεια τους, ως τώρα που τα χρόνια πέρασαν και το κοιτάζουν αδιάφορα να φιδοσέρνεται δίπλα τους. Φτιάξαν σκηνές στην αρχή, θα ξαναφύγουμε έλεγαν. Μα ήταν πανέμορφο το ποτάμι μέσα στην ροή του την αδιάκοπη, μέσα στα λουλούδια και στα δέντρα που ξετύλιγε μπροστά τους, μέσα στις υποσχέσεις του για θάλασσα κι ούτε κουβέντα μεταξύ τους για άλλο τόπο. Γίνανε σπίτια σιγά σιγά οι σκηνές τους, ημέρεψε κι ο τόπος με την προκοπή και το μεράκι τους. Σκάψαν χωράφια, σπείρανε, κάρπισαν εκείνα, θερίσανε, γέννησαν παιδιά…Όλα στο ποτάμι τα χρωστούσαν. Ήταν το σύνορό τους, ο μικρός θεός τους. Κι εκείνο τους χαμογελούσε, κυλούσε ήσυχα ανάμεσα τους, τους έπαιρνε τις έγνοιες, τους νανούριζε τα βράδια γλυκά, διάλεγε ακόμα και τα όνειρα που θα ’βλεπαν, απολάμβανε την προστασία που απλόχερα τους πρόσφερε.

Απέναντι, πέρα απ’ την κοίτη του ποταμού, αχνοφαινόταν λόφος κατάφυτος, έσκαγε ο ήλιος διάφανος πάνω του το ξημέρωμα και τον χρωμάτιζε με όλα τα χρώματα του τόξου του. Το σκέφτηκαν κάποιες φορές να πάνε πέρα απ’ το ποτάμι, να στήσουν γέφυρα και να περάσουν απέναντι, να απλώσουν κι εκεί τις ζωές τους. Δυο νέα παιδιά κάποτε το αποφάσισαν, ούτε που το είχαν σχεδιάσει, το τόλμησαν ένα πρωί, έτσι όπως κολυμπούσαν στα νερά του, έτσι όπως δέχονταν νωχελικά τα χάδια του. Ζήλεψαν την απέναντι όχθη, το φως που άστραφτε, σκλαβώθηκε για λίγο η ματιά τους στον πράσινο λόφο και βάλθηκαν με χαρά κι αφέλεια να κολυμπήσουν κατά κει. Μα ούτε ως τη μέση του ποταμού δεν έφτασαν. Αγρίεψε εκείνος ξαφνικά, φούσκωσε το νερό του απότομα, θόλωσε, έφτασε ως το κεφάλι, μήτε το χέρι δεν προλάβαν να σηκώσουν για βοήθεια.

Εύκολα, μονομιάς τους κατάπιε.