Τα κοχύλια της στεριάς

[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Ελλάδα / 21.10.18 ]

Ήταν, λέει, κάποτε αλλά πολύ κάποτε η θάλασσα μέχρι τα δικά μας μέρη κι είχε καρχαρίες, φώκιες, τσιπούρες και ασφαλώς όστρακα. Δεν το λέω εγώ, οι εγκυκλοπαίδειες το λένε, έχουν και χάρτες που το δείχνουν. Δουλειά δεν είχε μετά ο ποταμός Αξιός, έφερε και έφερε και έφερε πέτρες, χώματα και άμμο, που ανέβασαν το ύψος της εδώ στεριάς, αναγκάζοντας τα νερά της θάλασσας να υποχωρήσουν λίγο στην αρχή και ύστερα εκεί που είναι σήμερα, δηλαδή στην ακτογραμμή Θερμαϊκού-Κατερίνης. Κάποια καλοκαιρινά απογεύματα της δεκαετίας του ’70 τα πέρασα στην πλαγιά του βουνού γεμίζοντας ολόκληρες σακούλες από κοχύλια. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς τα ήθελα, αλλά θυμάμαι το καμάρι με το οποίο επιδείκνυα κάθε φορά στη μάνα μου τα ευρήματά μου. Με επιβράβευε αυτή για το κατόρθωμά μου και την άλλη μέρα πρωί πρωί έπαιρνε και πετούσε τις σακούλες με όλα τα κοχύλια μου. Κακώς, πολύ κακώς. Σαράντα χρόνια μετά συνεχίζω τις βόλτες στην ίδια ακριβώς πλαγιά, αλλά ούτε ένα κοχύλι δεν έχω βρει ακόμη.

Άσχετο, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερος ορισμός της ποίησης από αυτόνα: είναι δε η ποίησις η αναζήτησης πνιγμένων στη στεριά οστράκων, στην οποία επιμένουν ματαίως κάποια αδιόρθωτα πιτσιρίκια αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα.