Ο Χέγκελ και η επανάσταση
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 24.08.22 ]Ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel), γεννήθηκε στην Στουτγκάρδη στις 27 Αυγούστου 1770 και πέθανε στο Βερολίνο στις 13 Νοεμβρίου 1831 και υπήρξε ο κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του.
Είναι ο φιλόσοφος, ο οποίος είκοσι αιώνες μετά τον Ηράκλειτο, έθεσε στο επίκεντρο της φιλοσοφικής σκέψης την έννοια της αλλαγής.
Ο Χέγκελ, αφού δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, έγινε καθηγητής στη Χαϊδελβέργη – στο κέντρο του γερμανικού εθνικού ρομαντισμού. Τέλος, το 1818 έγινε καθηγητής στο Βερολίνο – τη στιγμή ακριβώς που η πόλη αυτή γινόταν το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της Ευρώπης. Το Νοέμβριο του 1831 πέθανε στη μεγάλη επιδημία χολέρας. Αλλά ο "εγελιανισμός" είχε ήδη εδραιωθεί σ’ όλα τα γερμανικά πανεπιστήμια.
Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα προ του Χέγκελ είχαν προσπαθήσει να θεσπίσουν σταθερά και αιώνια κριτήρια, για ν’ αποφασίσουν τι μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος για τον κόσμο και τι όχι. Αυτό ισχύει και για τον Ντεκάρτ και για τον Σπινόζα, και για τον Χιουμ και για τον Καντ. Όλοι τους ήθελαν να διαπιστώσουν ποια είναι η βάση της ανθρώπινης γνώσης. Και μίλησαν όλοι τους για διαχρονικές προϋποθέσεις αυτής της ανθρώπινης γνώσης.
Ο Χέγκελ θεώρησε ότι είναι αδύνατο να βρεθούν τέτοιες διαχρονικές προϋποθέσεις. Υποστήριξε ότι το θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης αλλάζει από γενιά σε γενιά. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν "αιώνιες αλήθειες". Το μόνο σταθερό κι ακίνητο σημείο, πάνω στο οποίο μπορεί ένας φιλόσοφος να χτίσει τη σκέψη του, είναι η ίδια η ιστορία.
Για τον Χέγκελ, η ιστορία είναι ένα ποτάμι. Ακόμα και η μικρότερη κίνηση του νερού σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του ποταμού καθορίζεται στην πραγματικότητα από το ρεύμα και τον όγκο του νερού στο υπόλοιπο μήκος της κοίτης. Σπουδαίο ρόλο παίζουν, επίσης, τα βράχια στο βυθό του, οι στροφές και οι μαίανδροι στη διαδρομή του, κοντά στο σημείο όπου στέκεσαι και το παρατηρείς.
Και η ιστορία της σκέψης – ή του λόγου – είναι επίσης ένα τέτοιο ποτάμι. Περιέχει όλες τις σκέψεις, όλες τις ιδέες, που οι παλαιότερες γενιές, η μία μετά την άλλη, εισέφεραν στην ανθρώπινη διάνοια και οι οποίες καθορίζουν τη δική μας σκέψη και τις αντιλήψεις για τη ζωή που έχει υιοθετήσει η δική μας εποχή. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μια συγκεκριμένη ιδέα είναι αιώνια σωστή. Μπορεί να είναι σωστή στο σημείο που στεκόμαστε.
Έτσι, οι ιδέες κι οι σκέψεις μπορούν να κριθούν μόνο σε σχέση με μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Αν αρχίσουμε να επιχειρηματολογούμε υπέρ της δουλείας εν έτει 2010, τότε το πολύ πολύ να γίνει κάποιος γελοίος. Πριν από 2.500 χρόνια, η ιδέα αυτή δεν ήταν διόλου γελοία, παρόλο που και τότε ακόμα ακούγονταν πού και πού προοδευτικές φωνές υπέρ της κατάργησης της δουλείας.
Η ιστορία είναι για τον Χέγκελ μια μακριά κι αδιάκοπη αλυσίδα σκέψεων και μάλιστα οι κρίκοι της δεν έρχονται να δεθούν τυχαία ο ένας με τον άλλο, αλλά ακολουθούν ορισμένους κανόνες. Υπάρχει η επιφαινόμενη και η πραγματική ιστορία, που καθορίζονται από τον περίφημο «δόλο του λόγου και της Ιστορίας».
Αξίζει να μιλήσουμε για την «πανουργία του Λόγου και της Ιστορίας» μέσα από τη μελέτη του αείμνηστου Κωστή Παπαγιώργη για τον Χέγκελ και τη γερμανική επανάσταση. Στο βιβλίο του ο Παπαγιώργης λαμβάνει υπόψη τις απαντήσεις του Χέγκελ σε δύο ερωτήματα: Γιατί «το γαλλικό έθνος έπλασε έναν από τους πιο αυθεντικούς πολιτικούς και πνευματικούς μύθους στην ιστορία της Ευρώπης», ενώ «αντίθετα, το γερμανικό έθνος, παρότι εκπήγασε από μια πνευματική και θρησκευτική επανάσταση, τον προτεσταντισμό, δεν της προσέδωσε το ανάλογο κύρος»; Επίσης, ποιες είναι οι συνέπειες «στην καθολική μοίρα της Ευρώπης» από αυτή τη δυσανάλογη εμβέλεια των επαναστάσεων των δύο λαών;
Ο Χέγκελ απαντά άμεσα, αποδίδοντας τη διαφορά της εμβέλειας των δύο επαναστάσεων στο «δόλο του Λόγου και της Ιστορίας» καθώς και στη διάκριση μεταξύ της «αληθινής ιστορίας» και της «επιφαινόμενης ιστορίας»· όπου η πρώτη βαίνει προς μία ανάπτυξη του Λόγου, ενώ η δεύτερη δεν είναι παρά το θέαμα της ασυνάφειας, του πάθους και της βίας. Οι δύο ιστορίες δεν παρατίθενται ούτε αντιπαρατίθενται, καθώς η ιστορία πραγματοποιείται μέσω των παθών: «Τίποτα μεγάλο δεν ολοκληρώνεται, μέσα στον κόσμο, χωρίς τα πάθη». Το πάθος είναι η επιγενόμενη πράξη με σκοπό την επίτευξη των ίδιων συμφερόντων των «μεγάλων ανδρών», οι οποίοι, χωρίς να το γνωρίζουν, επιτελούν τους λογικούς σκοπούς της Ιστορίας. Με άλλα λόγια το συμφέρον και η επιθυμία είναι τα μέσα που μετέρχεται το «Πνεύμα του κόσμου» για να πραγματώσει τους σκοπούς του και να ανυψωθεί στη συνείδηση. Οι ατομικές συνειδήσεις βρίσκονται, ακουσίως, στην υπηρεσία εκείνου το οποίο τις υπερβαίνει. Έτσι, αν και η ναπολεόντεια δικτατορία βρίσκεται, κατ’ αρχήν, στην υπηρεσία των εγωιστικών συμφερόντων του Ναπολέοντα, στη συνέχεια θα συνεισφέρει στην ανάπτυξη της ελευθερίας, επειδή, χάρις σ’ αυτή, οι ιδέες της γαλλικής Επανάστασης θα διαδοθούν σε όλη την Ευρώπη. Αυτός είναι « ο δόλος του λόγου».
Η γαλλική Επανάσταση, για τον Χέγκελ, είναι μία στιγμή-κλειδί της ιστορίας, καθώς για πρώτη φορά οι άνθρωποι τείνουν, εκούσια και χωρίς την παρέμβαση του «δόλου της λογικής», να πραγματοποιήσουν την ελευθερία, την ηθική και τη λογική, περνώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, από το στάδιο της «συνείδησης καθ’ εαυτής» -της συνείδησης ως αίσθηση- στο στάδιο της «αυτοσυνειδησίας» -της συνείδησης που εμπεριέχει την επιθυμία και το αίτημα αναγνώρισης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιστορία συνειδητοποίησε το σκοπό της, αλλά, δυστυχώς, η Επανάσταση, παρά το γεγονός ότι είχε ως αποτέλεσμα την έλευση του σύγχρονου Κράτους, χάθηκε μέσα στην τρομοκρατία και, εν τέλει, κύλησε, με τον Ναπολέοντα, στο «δόλο του λόγου».
Συνεπώς, αν και το νόημα βρέθηκε, η ιστορία δεν τελείωσε. Απομένει η πραγμάτωση του περιεχομένου της ιστορίας και το πέρασμα του ανθρώπου στο στάδιο «της συνειδήσεως καθ’ εαυτής και δι’ εαυτής»· μιας αυτοσυνείδησης, δηλαδή, που μέσω της Γνώσης υπερβαίνει τις ψευδοδιαμεσολαβήσεις, εξέρχεται από τον εαυτό της και το υποκείμενο γίνεται, συγχρόνως, και αντικείμενο, τουτέστιν Λόγος.
Όσο για την γερμανική επανάσταση, αυτή βρίσκει στη Μεταρρύθμιση την αυθεντική ενεργοποίηση του χριστιανικού μηνύματος. Η πρώτη μεγάλη ανατροπή θα προκύψει με την αποενοχοποίηση, μέσω της μη αναγνώρισης της αμαρτίας. Ο Λούθηρος θα προτείνει την «απελευθέρωση της ψυχής» όχι με την αποχή από την αμαρτία αλλά με την καταβύθιση μέσα σ’ αυτή. Ωστόσο, κατά τον Χέγκελ, «ο προτεσταντισμός στράφηκε προς έναν αισχρό και σχοινοτενή στοχασμό πάνω στην υποκειμενική κατάσταση της ψυχής (...) και για πολύ καιρό διατήρησε τον χαρακτήρα του εσωτερικού βασάνου και μιας άθλιας κατάστασης...». Οι Γερμανοί, από την εποχή της Μεταρρύθμισης, θα διαμορφώσουν μια ιδέα για την ελευθερία που έχει μόνο «εσωτερική αξία» και έτσι η πλήρωση της ζωής θα επιδιώκεται «ένδοθεν» και όχι «έξωθεν». Ο Λούθηρος θα πραγματώσει μεν την υποκειμενική ελευθερία, αλλά θα εγκαταλείψει την υποκειμενικότητα στις ίδιες της τις δυνάμεις που είναι ανεπαρκείς, καθώς «η εξ αποκαλύψεως αλήθεια» δεν αρκεί και απαιτεί την πολιτική διάσταση. Η αλήθεια της λουθηρανικής κριτικής, συνεπώς, δεν είναι παρά η γαλλική Επανάσταση. Εν άλλοις λόγοις, αν η θρησκεία και η τέχνη είναι εκδηλώσεις του Λόγου και αποκαλύπτουν τι είναι το Πνεύμα, το πραγματικά συγκεκριμένο Πνεύμα, κατά τον Χέγκελ, είναι η συλλογικότητα των ατόμων, είναι το Κράτος, ως σημασιακή ενότητα αυτού του συστήματος αντιφάσεων -και όχι το ευρύτερο Πολιτικό πεδίο.
Συνεπώς, όπως επισημαίνει ο Κωστής Παπαγιώργης «Οι Γερμανοί επαναστάτησαν πνευματικά για να υπακούσουν πολιτικά, ενώ οι Γάλλοι προέβαλαν την πολιτική Επανάσταση ως συνέπεια του Διαφωτισμού», δηλαδή την αποδέσμευση από τον Μεσαίωνα με πολιτικούς όρους. Στη Γαλλία ο Διαφωτισμός στράφηκε ευθέως κατά της Εκκλησίας, αναπτύσσοντας μια «διττή συνείδηση: από τη μια το ιερό και από την άλλη την εγκοσμιότητα», ενώ στη Γερμανία η επανάσταση εκπορεύθηκε από τη θεολογία, παρέχοντας τη δυνατότητα ανάπτυξης του Δικαίου ως βάση για την «ευημερία του συνόλου», αλλά πάντα σύμφωνα με την προτεσταντική αρχή της ατομικής ελευθερίας. Με άλλα λόγια, η γαλλική Επανάσταση θα προέλθει «από τα κάτω», ενώ η γερμανική «άνωθεν».
Ας μας επιτραπεί, εδώ, να διακρίνουμε το βασικό σημείο που επικαιρικοποιεί το εγχείρημα του Κ. Παπαγιώργη και το οποίο είναι ο κατά Χέγκελ προτεσταντικός «χωρισμός του έσωθεν από το έξωθεν» που συνετέλεσε στη διαμόρφωση της «υποκειμενικότητας» ως χαρακτηριστικής «μορφής του παγκοσμίου πνεύματος». Στη Γαλλία, το γεγονός ότι η πίστη δεν εσωτερικεύθηκε οδήγησε στη ρήξη με τη θεολογία, κάτι που δεν χρειάστηκε να συμβεί στη Γερμανία, καθώς, εκεί, περιέσωσαν την αρχή της ελευθερίας μέσα στην ίδια τη θρησκεία: «η πίστη δεν συνιστά το έτερον του Λόγου αλλά είναι ο ίδιος ο Λόγος που εκφράζεται ασυνειδήτως, ως παράσταση και όχι ως έννοια, οπότε σύνολη η θρησκεία ταυτίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση» και δεν είναι επ’ ουδενί μία «άλογη πλάνη».
Εν τέλει, ό,τι οι προτεστάντες κέρδισαν με τη θρησκευτική επανάσταση και τη βία του πνεύματος, ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός θα πασχίσει να το κερδίσει μέσω της αθεΐας και των όπλων. Ο ίδιος ο Χέγκελ εκκοσμικεύοντας το χριστιανικό Πνεύμα θα «προβάλλει το δράμα του Χριστού πάνω στο σώμα της Ιστορίας». Μόνο που «η Αποκάλυψη δεν αφορά την έξοδο από την Ιστορία αλλά το ίδιο το Κράτος». Ως «κληρονόμο και αποπερατωτή της Δυτικής σκέψης» χαρακτηρίζει ο Κ. Παπαγιώργης τον Χέγκελ, ο οποίος οικοδόμησε εκ του μηδενός ένα σύμπαν που «μόνο ως πολεμική μηχανή μπορεί να λειτουργήσει»! Αυτό το σύμπαν, αυτή η πολεμική μηχανή, η γερμανική πολεμική μηχανή λειτούργησε δύο φορές και έσπειρε τον όλεθρο…