Ο Άιχμαν -κυβερνήτης- στην Ιερουσαλήμ
[ Κατέ Καζάντη / Κόσμος / 12.05.21 ]Παρά τις ασυμφωνίες που θα μπορούσε να εγείρει η παραφραστική χρήση του τίτλου της Χάνα Άρεντ (Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ) και παρά τις αντιδράσεις για μάλλον ανίερες συγκρίσεις, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί κανείς πως το δράμα του παλαιστινιακού λαού, με τη δεδομένη, επί δεκαετίες, στάση της Δύσης, μεταβάλλεται σε ένα μετανεωτερικό ολοκαύτωμα: αν η Άρεντ θεωρούσε το κακό των ναζί “κοινότοπο”, τη δε “τελική λύση” διανοητικό δημιούργημα του δυτικού πολιτισμού, η διεθνής κωλυσιεργία, η άρνηση να επιλυθεί το λεγόμενο Μεσανατολικό τείνει να οδηγήσει ξανά στον αφανισμό ενός ολόκληρου λαού. Η φυσική εξόντωση των Παλαιστινίων είναι το ένα σκέλος του δράματος, η έλλειψη ορατότητας -υποκρινόμεθα ότι δεν υπάρχει ζήτημα- είναι το, ίσως χειρότερο, δεύτερο, κυρίως για τους λαούς παρατηρητές που έμαθαν να ζουν με τη συνθήκη του διαρκούς θανάτου στην περιοχή.
Αν η ιστορική τελεολογία της ευρωπαϊκής σκέψης ήταν να διαπράξει, διά των Γερμανών, την τερατογένεση του ναζισμού και να την αντιμετωπίζει με ελαφρότητα ώσπου να οδηγήσει στην καταστροφή, το ίδιο επαναλαμβάνει σήμερα και ο εβραϊκός λαός: υποστηρίζοντας, έστω δια της μη αντίστασης, τις πολιτικές εκείνες που περιφρονούν κατάφωρα τα δίκια ενός άλλου λαού, μετενσαρκώνει τον Άιχμαν. Με τη διαφορά, ότι η άποψη της Άρεντ για την κοινοτοπία του κακού θεωρείται πια λανθασμένη: δεν ήταν η “ανικανότητα της σκέψης” που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα αλλά μια σαφής πολιτική επιλογή, να εξοντωθούν οι λαοί που περισσεύουν, οι λαοί που αντίκεινται στα συμφέροντα των Αρίων.
Είναι ανατριχιαστικό να παρατηρεί κανείς την ιστορία να επαναλαμβάνεται ως τραγωδία. Και ανατριχιαστικότερο να γίνονται θύτες τα θύματα, πράγμα που σημαίνει πως κανείς, ούτε οι άνθρωποι κατά μόνας ούτε οι λαοί συλλογικά, διδάσκονται από τα λάθη τους. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του αγώνα των Παλαιστινίων (κόντρες Φατάχ – Χαμάς, διαφθορά κ.ο.κ) δεν ακυρώνουν την πρωταρχική ευθύνη του δυνατού της περιοχής: η πολιτική του Ισραήλ των τελευταίων ετών, με τον Νετανιάχου και τις ιδέες του περί “μεγάλου Ισραήλ”, την πολιτική αστάθεια και την ακροδεξιά να αποκτά νέα ορατότητα, σε συνδυασμό με τη στάση του διεθνούς παράγοντα, αναπαράγει το έγκλημα.
Ο δε αρχετυπικός τρομοκράτης δεν είναι, προφανώς, ο ζωσμένος πυρομαχικά φτωχοδιάβολος ούτε, βέβαια, ο στρατιώτης που ρίχνει τη σφαίρα. Είναι οι νέοι Άιχμαν, οι οραματιστές των μεγάλων “πατρίδων”, οι οπαδοί του σκληρού μιλιταρισμού ο οποίος, αναπόφευκτα, οδηγεί στην τυφλή βία.
Το πρόβλημα Παλαιστίνης–Ισραήλ είναι σαφώς και ανθρωπολογικό, γι’ αυτό και δισεπίλυτο. Απηχεί την προαιώνια ροπή του/ης καθενός/μιας που βρίσκεται, έστω για λίγο, σε θέση δυνατού να επελαύνει διαρκώς, δίχως να στέκεται στιγμή να στοχαστεί πώς θα ήταν ένας κόσμος χωρίς αδικία και εκμετάλλευση, ένας κόσμος όπου οι λαοί θα μάχονταν για την κοινή χειραφέτηση. Είναι η αίσθηση εκείνη που θυμίζει πως ο άνθρωπος ανήκει στο ανταγωνιστικό ζωικό βασίλειο και είναι, επίσης, η καπιταλιστική ηθική και πολιτική, η πολιτική των μεγάλων συμφερόντων, εκείνη που χρησιμοποιεί ως βούτυρο στο ψωμί της την αίσθηση αυτή.
Εδώ, το πολεμοκάπηλο πνεύμα που δεν αναγνωρίζει τον Άλλον παρά μόνο ως εχθρό, που βλέπει στους Παλαιστίνιους τον λαό που περισσεύει, κυριαρχεί στο Ισραήλ. Οπότε, σ’ αυτή τη συγκυρία, να αναζητάς και να εστιάζεις στα λάθη του θύματος (παλαιστινιακή πλευρά) είναι τακτική μεροληψία υπέρ του θύτη. Και μιας τέτοιας μορφής μεροληψία, που ξεπλένει ιστορικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δεν είναι μόνο άχρηστη. Είναι βαθιά, βαθύτατα επικίνδυνη.