Οι αρμοί του «βαθέος κράτους» και η Αριστερά

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 18.02.20 ]

Αρμοί της εξουσίας εκείνης που βαραίνει τους υποτελείς, τον λαό κοινώς, περί του οποίου απαξάπαντες κόπτονται, είναι εκείνοι οι μηχανισμοί που εξασφαλίζουν, στα πλαίσια του κράτους, ως ανεξάρτητης οντότητας, και της κοινωνίας, την αναπαραγωγή της κυρίαρχης τάξης. Και, προφανώς, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Πασίγνωστοι από εποχής Μαρξ, οι αντιδραστικοί “θεσμοί” της Εκκλησίας, των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (σχολεία, πανεπιστήμια κ.ο.κ.) αλλά και οι διάφορες δήθεν ανεξάρτητες αρχές, αναμασώντας τα ηγεμονικά ιδεολογήματα, αναπαράγουν την ταξική δομή της κοινωνίας και τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Το δε κράτος, ως εποικοδόμημα, συγκροτείται ταξικώ τω τρόπω: όχι ως προστάτης των από κάτω αλλά ως, περίπου, τιμητής των από πάνω. Με αρμούς της εξουσίας, τους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του, όλα δηλαδή τα παραπάνω.

 Για την Αριστερά, η εξουσία, αντανάκλαση της ίδιας της συγκρότησης του κράτους καθεαυτού, αντιστοιχεί στην αστική εξουσία. Η οποία και ιδιωτικοποιεί εν τέλει το κράτος, ώστε εκείνο που έπρεπε να λειτουργεί επ’ ωφελεία των πολλών, λειτουργεί εντέλει και σε κάθε περίπτωση προς όφελός της αστικής τάξης. Τούτη ακριβώς τη σχέση ιδιοκτησίας, αστικής τάξης-δομών του κράτους, η Αριστερά επιχειρεί να την ανατρέψει. Στο βαθμό δε που ο αυταρχικός χαρακτήρας του βαθέος κράτους γεννά νέες μορφές λαϊκών αγώνων ή κινημάτων, με νέα αιτήματα, η Αριστερά οφείλει πάντοτε να στέκει αρωγός, δίπλα τους.

 Εάν, επίσης, για την Αριστερά κράτος «…είναι η υλική και ειδική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις…»*, που απηχεί την οργανωμένη εξουσία της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης έναντι των άλλων τάξεων, για τη Δεξιά το κράτος είναι όλως άλλο: η κρατική διοίκηση βασίζεται σε ειδικά σώματα - αποσπάσματα ανώτερων κρατικών λειτουργών, «προικισμένων με υψηλό βαθμό κινητικότητας όχι μόνο ενδοκρατικής (…). Οι οποίοι, “διαμέσου πάντοτε σημαντικών θεσμικών μεταβολών, αναλαμβάνουν (και σπρώχνονται) να βάλουν σε εφαρμογή την πολιτική υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου»**.

 Για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, να ενδυναμώσει τους αρμούς στις ρωγμές που διάνοιξε η κυβέρνηση της Αριστεράς, να επανιδρύσει δηλαδή το επιτελικό, λεγόμενο, κράτος, δεν είναι παρά η εμπράγματη πολιτική της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, πολιτική επί της ουσίας αντιλαϊκή. Έτσι, στο σημερινό κράτος του Κ. Μητσοτάκη επιχειρείται τα πάντα - διοίκηση, σχολεία, μονάδες υγείας, κοινωνική ασφάλιση κ.ο.κ.- να αντιστοιχούνται δομικά στην αστική εξουσία: η σπουδή για την παρείσφρηση της “αριστείας” των ιδιωτών σε κάθε τομέα αυτό ακριβώς υπηρετεί, να ισχυροποιείται η εξουσία των από πάνω. Kι επειδή οι ιδέες δεν είναι παρά η αντανάκλαση των σχέσεων παραγωγής, οι “αξίες” του νεοφιλελευθερισμού, με προεξάρχουσες την ατομική ελευθερία και την πρωτοβουλία του ιδιώτη, διαβρώνουν τη συνείδηση του προλετάριου, παρουσιάζοντας τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της εργασίας του και τον ανταγωνισμό, στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί, ως μια διαδικασία ελεύθερης δημιουργίας και ισότιμης συμμετοχής στη διαμόρφωση του κόσμου.

 Κρίσιμος αρμός της εξουσίας είναι, λοιπόν, και η διάχυση των ιδεών της κυριαρχίας. Η μάχη για την ιδεολογική ηγεμονία, που εν πολλοίς κερδήθηκε απ' τη Δεξιά, με τη συκοφάντηση των ιδεών της Αριστεράς και τη διαρκή προπαγάνδα, είναι η άυλη μορφή της ουσιαστικής κυριαρχίας εκείνου που αποκαλείται βαθύ, αυταρχικό, κατασταλτικό κράτος.

 Η εκτελεστική εξουσία είναι το ένα κομμάτι του οποίου η Αριστερά οφείλει, κερδίζοντας τις εκλογές, να αναλάβει την ευθύνη και τον έλεγχο. Το άλλο είναι να ανακτήσει τον έλεγχο στην ηγεμονία των ιδεών, ώστε, επί παραδείγματι, εκεί όπου βλέπει κανείς αντιμεταναστευτικές διαδηλώσεις, να βλέπει άλλες, αντιπολεμικές, για τη φιλία και την αλληλεγγύη των λαών.

 Πρέπει, επίσης, να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με κάθε αντιδραστικό ιδεολογικό μηχανισμό: να επιβάλλει εν τοις πράγμασι την ανεξιθρησκεία, να αντιμετωπίσει την εκκλησία δίχως αβρότητες, όπως της πρέπει, να τη φορολογήσει όπως της πρέπει, να αντεπιτεθεί στην προπαγάνδα των υπερσυντηρητικών ρασοφόρων, κοντολογίς, να τολμήσει επιτέλους τον διαχωρισμό κράτους–εκκλησίας.

 Κι ακόμα, με τους οργανικούς της διανοούμενους -εάν δεν έχει, να διαμορφώσει- να αντεπιτεθεί, επανανοηματοδοτώντας τις λέξεις - σύμβολα της δεξιάς: να καταδείξει πως “αξιοκρατία”, ας πούμε, δεν είναι η συλλογή πληρωμένων ακαδημαϊκών τίτλων των τεχνοκρατών αλλά η ταξική μεροληψία υπέρ των πολλών, ακόμα κι αν τούτη εφαρμόζεται από ανθρώπους δίχως περγαμηνές.

 Τέλος, να αντιπαρατεθεί με την κρατούσα κουλτούρα των ΜΜΕ, που επιβάλλει συγκεκριμένη πολιτική αισθητική, αρνούμενη να συμμετέχει στα στημένα παιχνίδια της τηλοψίας, και να διαρρήξει την προπαγάνδα που διαχέει το βαθύ κράτος των μιντιαρχών, δείχνοντας διαρκώς με το δάχτυλο τον δρόμο των συμφερόντων, τον δρόμο δηλαδή του χρήματος.

 Τίποτα, βέβαια, από τα παραπάνω δεν είναι εύκολο. Απεναντίας.

 “Αλλά πρέπει να συνομολογήσουμε ότι πολλές φορές δεν ήμασταν τόσο αποφασιστικοί όσο θα έπρεπε”***.

  

*,**Νίκος Πουλαντζάς, ''Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός''

***  Αλέξης Τσίπρας, Δευτερολογία στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ (16/2/2020)