Οι άρπαγες των πλειστηριασμών και το νέο «εμείς»
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 20.06.22 ]Όταν το μακρύ χέρι του καπιταλισμού και της προπαγάνδας του, ότι, δήθεν, είναι το μόνο σύστημα που γεννά ευημερία, μοίραζε αφειδώς ψευδαισθήσεις, η συμφωνία έμοιαζε να παραμένει στα πλαίσια του κράτους δικαίου: ο κύκλος της κατανάλωσης έμπαζε μέσα και την εργατική τάξη, με όρους υποτέλειας μεν, που όμως ούτε κατ’ ελάχιστον, στα λεγόμενα ψιλά γράμματα, έδειχναν τη δυστοπία.
Αλλά στην πρώτη στροφή, επήλθε η εξαθλίωση: με τον απόλυτο τρόπο της απώλειας όλων εκείνων των κεκτημένων της εργατικής τάξης ώστε οι παρούσες γενεές να είναι οι πρώτες, από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και μετά, που βιώνουν την επανάπτωση στη βαρβαρότητα ως αναπόδραστη κανονικότητα. Πότε ο παραγόμενος πλούτος δεν ήταν τόσος πολύς και ποτέ, ταυτόχρονα, η αβεβαιότητα για τους από κάτω δεν υπήρξε τόσο καταδυναστευτικά ισχυρή. Δίχως, το χειρότερο, μελλοντολογική προσδοκία ανατροπής.
Κι αν όλα ετούτα μοιάζουν θεωρίες, από εκείνες, μάλιστα, που λοιδορούνται ως πεπαλαιωμένες και γραφικές, όταν ο ζόφος σου πέσει στο κεφάλι, η ανάταξη της συλλογικής συνείδησης ώστε η προσδοκία μιας οραματικής κοινωνίας με αλληλεγγύη και δικαιοσύνη να ξαναμπεί στο τραπέζι, επιβάλλεται.
Αυτές τις μέρες λαμβάνει χώρα μια μικρή ιστορία από εκείνες που δεν ενδιαφέρουν τα ΜΜΕ. Διότι όχι μοναχά δεν είναι της κατηγορίας αίμα – σπέρμα αλλά είναι απ’ αυτές που ξεγυμνώνουν το σύστημα, δείχνοντας τα κοφτερά του δόντια. Μια γυναίκα χάνει το σπίτι της. Από τους άρπαγες των εταιρειών της παγκόσμιας μάστιγας των funds. Για να μπει, μάλλον, στην άλλη παγκόσμια μάστιγα του gentrification, που, χάριν “εξευγενισμού”, ξεσπιτώνει ανθρώπους. Κι έρχεται να πάρει κοψοχρονιά, για χρέος 15.000 ευρώ, όχι βίλα με πισίνα, αλλά ένα σπίτι ταπεινό και μάλλον γερασμένο, 50 χρόνων. Που είναι πρώτη και μόνη κατοικία. Που η οικογένεια είναι μονογονεϊκή. Που η συνταξιούχα μάνα έχει να λαβαίνει 700 ευρώ, με γιο φαντάρο.
Η Ιωάννα Κολοβού τυγχάνει δημοσιογράφος. Είναι η μετανεωτερική εργάτρια με το λευκό κολάρο, η μια ζωή επισφαλώς εργαζόμενη πρεκάρια, που δεν διέθετε παρά μόνο τη δύναμη των χεριών και της διάνοιάς της. Και λάμβανε πάντοτε τα νόμιμα, μονάχα. Και δεν έκανε περιουσία, τουναντίον. Και διέθετε, επίσης, την εντιμότητα να μην χρησιμοποιεί “γνωριμίες”. Κι έτσι, απροειδοποίητα, μια ωραία πρωία, ειδοποιήθηκε πως πρέπει ν’ αδειάσει το σπίτι της διότι το άρπαξαν. Κοινώς, πλειστηριάστηκε και εξαγοράστηκε. Η Εθνική Τράπεζα το έβγαλε στο σφυρί και έλαβε το διάφορο.
Αν λοιπόν τα δυο συστημικά κόμματα, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, μπορούν να χρωστούν όσα θέλουν και να μην ανοίγει ρουθούνι, για τους υποτελείς το καθεστώς είναι διαφορετικό: η “νομιμότης” των απανταχού ισχυρών είναι φρικτά τιμωρητική. Η εκμεταλλεύτρια τάξη απαιτεί να λαμβάνει πρόσοδο από τα πάντα. Και μετέρχεται ένα νέο, μεταμοντέρνο είδος περιφράξεων, εκδιώκοντας τις/ους πληβείες/ους όχι πια από τη δημόσια γη, αλλά από την ίδια την ιδιοκτησία τους. Διότι η ιερότητά της αφορά μόνο τους από πάνω. Ο ληστρικός καπιταλισμός, όταν θεωρήσει πως έδωσε πολλά, δεν κάνει σκόντο. Εκλαμβάνει την αναδιανομή όχι ως μορφή δικαιοσύνης, από τα πάνω προς τα κάτω, αλλά το ανάποδο: οι εκμεταλλεύτριες τάξεις σωρεύουν κέρδη αρπάζοντας ό,τι προσωρινά απέκτησαν οι υποτελείς. Αρπαγή με νόμιμες, φυσικά, διαδικασίες, αφού σε τέτοια, άνωθεν και ισχυρά, μέτρα φτιάχνονται, αιώνες τώρα, οι νομιμότητες.
Να ξανασυναντηθούμε με τις αφετηριακές ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης, με την ακροτελεύτια ιδέα της παύσης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, να ξανασυναντηθούμε με την ιδέα της διαρκούς αλληλεγγύης ημών των αδυνάτων εναντίον των ισχυρών και να αντισταθούμε, να επανασυγκροτήσουμε ένα νέο “εμείς”, είναι ο μόνος δρόμος.
Τούτες τις μέρες, Ιωάννα είναι το κοινό μας όνομα. Το σπίτι της, σπίτι μας.