«Έεε καθάρματα, είμαι ακόμα εδώ»
[ Νίκος Μπουντούκης / Ελλάδα / 07.12.17 ]
Τις προάλλες ένας φίλος, ο Μάνος Μπούρας, απορούσε γιατί δεν ξεσηκωνόμαστε ως λαός, και συμπλήρωνε πως ίσως να χρειαζόμαστε ένα πέταγμα της πεταλούδας, εμπνευσμένος προφανώς από τη θεωρία του Χάους.
Του απάντησα ότι και το σύστημα το ίδιο δείχνει να φοβάται. Ένα απλό πέταγμα μιας πεταλούδας στην Ανατολή του κόσμου, μπορεί να μετατραπεί σε ανεμοστρόβιλο στη Δύση, και σε πεταλουδίσια χαοτική υπερπτήση.
Νομίζω πως το παράδειγμα της πεταλούδας είναι πολύ καλύτερο γι’ αυτή τη χώρα με τις λεπτές ισορροπίες και τις χοντρές ανισορροπίες, που όλα μοιάζουν να κρέμονται σε μια κλωστή. Εκτός κι αν πρόκειται για τη γνωστή, ατσάλινη κλωστή ...πεταλούδα!
Στην πραγματικότητα όμως αυτό που χρειαζόμαστε είναι το πέταγμα …ΤΟΥ Πεταλούδα, από τις απότομες πλαγιές και τις κρημνώδεις ακτές, του νησιού του Διαβόλου.
Αναφερόμαστε στην ομώνυμη ταινία του 1973 «Ο Πεταλούδας» (Papillion) που βασίζεται σε μια πραγματική, μεσοπολεμική ιστορία. Στη θρυλική απόδραση του Πεταλούδα από την τρομερή νησιωτική αποικία καταναγκαστικών έργων επτά μίλια από τις ακτές της γαλλικής Γουιάνα, ένα νησί – κολαστήριο στην Καραϊβική από το οποίο κανείς ποτέ δεν είχε κατορθώσει να δραπετεύσει.
«Εκμεταλλευτείτε ότι σας προσφέρουμε -επισήμαινε ο διοικητής σχετικά με τα πενιχρά μερίσματα και τις ελλιπείς μερίδες που έπαιρναν οι κρατούμενοι- και θα υποφέρετε λιγότερο απ’ όσο αξίζετε».
Μια άλλη ελάφρυνση από τα βάσανα και τα βασανιστήρια που τους υποβάλανε ήταν να συλλέγουν οι κατάδικοι με μικρές απόχες πεταλούδες «Μπλε Μόρφος», που τα φτερά τους χρησιμοποιούνταν για τις βαφές των αμερικανικών νομισμάτων. Οι πεταλούδες σ’ αυτή τη δραματουργία εναλλάσσονται σε σύμβολα σκλαβιάς και ελευθερίας. Κι έτσι ο άνθρωπος με την πεταλούδα επιστήθιο τατουάζ, βρέθηκε να κυνηγάει πεταλούδες …
Τι συγκλονιστική σκηνή όταν ο Πεταλούδας ξεγλιστρώντας σαν κυνηγημένο μικρό ζώο κάτω από τη μύτη των φυλάκων –που δεν ένιωθαν σωφρονιστές ανθρώπων, αλλά «επεξεργαστές» βρώσιμων ζώντων ζώων-, περνώντας κάτω από τα πόδια του θανάτου, μοιάζει να αναπηδάει στιγμιαία προς τον έβδομο ουρανό, κι ύστερα να πέφτει στον αβυσσαλέο γκρεμό, για να προφτάσει το έβδομο κύμα.
Παρά την πτώση δεν πρόκειται δηλαδή για το ικάριο τέλος, αλλά για δαιδαλώδη αρχή...
Τα κύματα έρχονταν κατά επτάδες. Το έβδομο θα ήταν το πιο ισχυρό κύμα που μπορούσε να τον βγάλει από το αντιμάμαλο, τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της παλίρροιας και των θαλάσσιων ρευμάτων, τα σαγόνια των καρχαριών, το νεκροταφείο των ζωντανών, τις συντριπτικές συμπληγάδες των βράχων και των κυμάτων.
Κι ύστερα, καθώς ξανοίγεται από την πεπερασμένη και υπό περιορισμό ζωή, στην απεραντοσύνη της έκρηξης της συμπαντικής, γαζωμένος πάνω σε ένα ναυαγοσωστικό τσουβάλι γεμάτο καρύδες, να αναφωνεί: «Έεε καθάρματα, είμαι ακόμα εδώ»
Αυτό λοιπόν το κάτι μπορεί να χρειαζόμαστε σήμερα ως λαός, για να ξεσηκωθούμε και να πάψουμε να αποτελούμε ιδιοκτησία της διοίκησης καταναγκαστικών έργων σε μια Ελλάδα που έχει καταντήσει νησί του Διαβόλου και αποικιακή γαλλική Γουιάνα:
Το πέταγμα μιας πεταλούδας, συμβόλου της ψυχής μας. Ίσως κι ενός Πεταλούδα…