Χρυσαυγή

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 31.01.19 ]

Το σπίτι στην άκρη του χωριού. Λίγο παράμερα απ’ τα άλλα, θαρρείς κι έκρυβε κάποια ντροπή. Δίπλα το ποτάμι.  Καφετί, αργοκίνητο, λυπημένο. Χρυσαυγή τη φώναζε ο πατέρας,  κόντευε να ξεχάσει τ’ όνομά της.  Από τότε που είχαν μείνει οι δυο τους, η κόρη ήταν το άστρο της ζωής του.  Μόνο οι δυο τους. Μακριά από έναν κόσμο γεμάτο άσπλαχνους ανθρώπους κι απατηλά χαμόγελα.

Βιαστικά παράχωσε σε μια βαλίτσα τη ζωή της. Να δει γύρω της τα πράγματα του κόσμου. Την ομορφιά, τον έρωτα.  Ένιωθε για πρώτη φορά ζωντανή.  Δεν ήξερε αν τη διαπερνούσε ο πόνος του αποχωρισμού ή η ευτυχία του καινούριου.

Στο κατώφλι βαριά η σκιά του πατέρα. Μέσα στο δωμάτιο η οσμή του φόβου. Μικροσκοπικές καυτές χάντρες ανημποριάς κύλησαν στα χλομά της μάγουλα. Γιατί να αγαπάς πράγματα που η μοίρα σου είναι να τα χάσεις; Απίθωσε μαλακά τη βαλίτσα. Το χτύπημα δεν το ‘νιωσε. Στεναγμός δε βγήκε απ’ τα χείλη της. Μόνο σύρθηκε στην εξώπορτα, στον ήλιο. Ήθελε να πεθάνει στο φως κι όχι σαν ζώο κρυμμένο στο λαγούμι του.

Κι ύστερα πήδησε και κείνος μέσα στη φωτιά. Έξω άρχισε να βρέχει δυνατά κάτω  από ένα μαύρο και χαμηλωμένο ουρανό.