"Εκεί έξω, ζουν κάποια μεγάλα παιδιά.
Πλάθουν όνειρα από πλαστελίνη και τα χέρια τους είναι μουτζουρωμένα από χρώματα μαρκαδόρων, καθώς προσπαθούν να ζωγραφίσουν το ουράνιο τόξο.
Στην τάξη αυτή δεν υπάρχει δάσκαλος και όλο φαντάζουν τα όρια στενά.
Από πότε είναι λάθος, λίγο χρώμα παραπάνω;
Χρώμα, κόντρα στα χέρια που ετοιμάζονται να τσαλακώσουν το χαρτί.
Κάποια παιδιά, εκεί έξω, λυγίζουν,
ξαπλώνουν στα παγωμένα τσιμέντα, και κλείνουν τα μάτια.
Κάποια παιδιά, δε θα μεγαλώσουν ποτέ.
Δε θα δουν τους εαυτούς τους σε οικογενειακές φωτογραφίες, δε θα πλάσουν δικά τους παιδιά, δε θα φύγουν για την αιωνιότητα σε μια παρήγορη αγκαλιά.
Θα σβήσουν δίχως ποτέ να πάρουνε ολόκληρα φωτιά.
Κάποια μεγάλα παιδιά εκεί έξω, με στολές εργασίας και αόρατους αριθμούς, στοιβάζονται σε σύγχρονα στρατόπεδα συγκεντρώσεως,
Και πονάνε, καθώς παλεύουν για όνειρα που ποτέ δεν ήταν δικά τους.
Πονάνε, για τον χρόνο που γλιστράει μέσα από τα χέρια τους.
Ένα από αυτά μου είπε κάποτε δακρυσμένο: ''Κουράστηκα να ονειρεύομαι την αιωνιότητα, δίπλα σε ανθρώπους που νομίζουν ότι εκατό λεπτά ισοδυναμούν με ένα ευρώ'.
Όμως είναι εκεί. Έξω. Παιδιά.
Που ο χρόνος τους ξεκίνησε να τρέχει.
Κι αυτά, με ένα χαμόγελο φυλαγμένο στην μέσα τσέπη του μπουφάν, αρνούνται την ασφάλεια του μέσα.
Tη ζέστη που ποτέ δε θα γίνει φλόγα.
Κάποια παιδιά..
Εγώ κι εσύ..
Εκεί έξω.. ".