Το τίποτα
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 30.08.18 ]Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της ερωμένης του, σαν κάποιος να τον είχε βουτήξει απ’ το λαιμό. Ευτυχώς εκείνη, δεν πήρε χαμπάρι. Φορώντας το παντελόνι, με το ένα πόδι στον αέρα, κοίταξε το ρολόι. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε κιόλας, πολύ καθυστερήσει. Ο Πέτρος του είχε πει να περάσει στις οχτώ και κάτι. Αλλά τι στο διάολο; Του φάνηκε απ’ το τηλέφωνο κάπως περίεργη η φωνή του. Ίσως πάλι ιδέα του. Καθώς τη στιγμή εκείνη, έκανε τα «νήματα» στη μούρη του Λούλη. Κι ο Λούλης τσίριζε με το παραμικρό! Τσίριζε, αλλά πλήρωνε. Κι αυτό μετρούσε πάνω απ’ όλα. Και μετά…. Τι ήταν αυτό το «Θα σου δώσει τις απαντήσεις ο Γιάννος! Εγώ… θα λείπω τη Δευτέρα!» Τώρα που το σκεφτόταν, έμοιαζε σαν ο Πέτρος να ήθελε να τον αποφύγει. Αλλά άμεσα έδιωξε αυτή τη σκέψη απ’ το μυαλό του. Προτίμησε να την αντικαταστήσει με μια πιο βολική. «Το χαμένο! Τώρα τελευταία πολύ το σπουδαίο μας κάνει. Επειδή διευθυντεύει στο Κάπιτολ, νομίζει πως έπιασε τον πάπα από τις μπάλες!»
Φεύγοντας, έριξε μια ματιά στη Μάρθα. «Καλό κομμάτι! Ελπίζω να μη μου ζαλίσει το γκιώνη σε λίγο καιρό για τζάμπα χάρες!» Γέλασε. «Δόξα τω Θεώ τις έχει όλες, δεν έχει ανάγκη αυτή!» Γλίστρησε το βλέμμα πάνω στο κορμί που διαγραφόταν κάτω απ’ τα σεντόνια. Με όλες τις καμπύλες σε πλήρη άνθηση.
Όταν όμως γύρισε το κλειδί στην πόρτα, σκέφτηκε πως οι όμορφες είναι που κουβαλάνε τις περισσότερες ανασφάλειες.
……………………………………………………………
Βάζοντας μπρος στο αυτοκίνητο, άρχισε να βλαστημά. Εκείνος ο απαίσιος βήχας που του έκοβε την ανάσα. Σκατά! Αντί να μου κάνει αξονική, δε μου ’κανε μια σπιρομέτρηση να πάρω κα’να φυσούνι να γλιτώσω; Αφού κάνει μπαμ το πράμα. Αλλεργία του κερατά! Αλλά βέβαια, πώς θα τα τσεπώσει η επιχείρηση;»
Την ίδια στιγμή, πέρασε σα σφαίρα απ’ το μυαλό του, η δύσπνοια. Εκείνο το απαίσιο σφίξιμο τη στιγμή της… «Στο διάολο! Δεν είμαι πια είκοσι. Ας το πάρω απόφαση»
Η φωνή της Μπίας απ’ το κινητό, σκορπίστηκε στο αμάξι. «Η αίθουσα είναι φουλ! Και… σεις! -και τόνισε επίτηδες εκείνο το «σεις» με μπόλικη ειρωνεία- πότε θα ρθείτε;! Η Μητσέλου έχει αρχίσει να διαμαρτ…»
«Στο διάολο να πάει κι αυτή!»
Μα η Μπία δε χαμπάριαζε από τέτοια. Έτσι συνέχισε απτόητη.
«Είναι κι ο Πέτρου για τα… νήματα!»
«Πάλιιι;!» Ούρλιαξε σχεδόν. «Δεν πάει ένας μήνας που τον έστρωσα».
«Δεν ξέρω τι έχετε… τι έχεις κάνει μαζί του!» Ξαφνικά η Μπία έπαψε τον πληθυντικό και κείνος αντί να σκεφτεί τι είχε κανονίσει με το Λούλη, σκέφτηκε μεμιάς πως οι παλιές οικειότητες δεν κόβονται έτσι απλά. Από τη στιγμή όμως που την είχε αποζημιώσει μ’ ένα πετυχημένο «μίνι λίφτινγκ» η Μπία δεν του κρατούσε κακία για το χωρισμό. Ξεκαθαρισμένα πράγματα. Ύστερα, σα γραμματέας του, στη δουλειά της ήταν τζιμάνι.
………………………………………………………………………
Βγαίνοντας από την «Κάπιτολ», πλησίασε στο πάρκινγκ της κλινικής, το αυτοκίνητο. Έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα. Αλλά το μετάνιωσε. Κατευθύνθηκε προς το σκουπιδοτενεκέ κάπου εκεί κοντά. Πλησίασε, και πέταξε μέσα τη σακούλα που κρατούσε. Δε θα ανέτρεπε τη ζωή -τη ζωή του- μια διάγνωση. Όταν τελικά μπήκε στο αμάξι, μετακίνησε το κάθισμα, και έσκυψε κάτω. «Εδώ είμαστε!», του φάνηκε πως κάποιος ψιθύρισε.
Γουλιά γουλιά το ουίσκι,-ή μήπως ήταν βότκα;- άρχισε να κατρακυλά μέσα του. Μια γλυκιά γεύση τον συνεπήρε.
Τόσα χρόνια χειρουργός, φημιζόταν για το σταθερό, επιδέξιο χέρι του! Ε πώς! Τόσα πλασματικά αριστουργήματα, έπρεπε να βγαίνουν στην πιάτσα και να διαφημίζουν τη δουλειά του. Όλα στητά. Όλα να κοιτούν ψηλά. Γεμάτα χυμούς και υποσχέσεις. Γιατί αυτή ήταν η επιταγή και η πρόκληση. Αυτό απαιτούσε… η αγορά! Γέλασε. Σιγανά στην αρχή. Δυνατότερα μετά. Ατελείωτα στο τέλος. Μέχρι δακρύων! «Έμπορος Αβράμογλου! Ένας κοινός έμπορος. Επιτυχημένος, αλλά έμπορος!»
Του φάνηκε πως κάποιοι έξω τον παρατηρούσαν. Χειρονομούσαν κιόλας; Μήπως τον είχαν αναγνωρίσει; Γιατί ναι! Ήταν αναγνωρίσιμο πρόσωπο αυτός! Των λάιφ στάιλ καταστάσεων. Όχι παίζουμε. Θα έβγαινε έξω και θα τους εξηγούσε τ’ όνειρο. Θα τους έλεγε πόσες μούρες, πόσα κορμιά, είχαν προσκυνήσει τα χεράκια του. Πόσοι τον είχαν για μικρό θεό τους!
Κάποιος του χτυπούσε το τζάμι τώρα. Νόμισε πως άκουσε «Είστε καλά;»
Αλλά αυτός έβαλε μπρος και έφυγε.
……………………………………………………………………………
Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, αλλά οδηγούσε με τα παράθυρα ανοιχτά. «Καβαλάρηδες στην καταιγίδα!» ούρλιαζε η ροκιά! Τραγουδούσε κι ο ίδιος. Κάπου παραλιακά σταμάτησε. Το κινητό χτυπούσε ασταμάτητα, σχεδόν χόρευε μαζί με τον Μόρισον, ονόματα χοροπηδούσαν στο ταμπλώ! Σύζυγος, Μπία, Μάρθα, η Μπία πάλι, τέλος, ο Νικ -ο γιος του-… «Λεφτά θα θέλει πάλι!», είπε η φωνή.
Όμως τώρα, είχε ξαπλώσει και είχε τα μάτια κλειστά. Όμορφα που περνούσαν μπρος του… σιδερωμένα πρόσωπα, φιλήδονα χυμώδη χείλια, αλαβάστρινοι λαιμοί, τουρλωτοί πισινοί, γαλλικές μύτες, όρχεις και πέη γεμάτα αίγλη, αζάρωτες αγέννητες κοιλιές…
Κι ύστερα. Το τίποτα…
*Αποσπάσματα, από το ομώνυμο διήγημα «Το τίποτα».