Το στίγμα του... «στρατευμένου» και η νέα ευαισθησία
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 04.11.22 ]Είχα καιρό ν’ ακούσω κριτική για την «στρατευμένη» τέχνη. Την άκουσα προχθές από γνωστό κριτικό λογοτεχνίας σε παρουσίαση βιβλίου. Υπαινικτική η αναφορά, με οχύρωση πίσω από «τεχνικά ζητήματα» και το τακτ του «σφάζω με το βαμβάκι». Αυτόματα θυμήθηκα τον μακαρίτη Έντουαρντ Σαΐντ που καυτηρίαζε τον περιορισμό σε μια λογοτεχνικότητα, περιοριζόμενη στην «καθαρή κειμενικότητα» και τη μη παρεμβατική κριτική. Η στάση αυτή σύμφωνα με τον Σαΐντ συνέπεσε με την περίοδο του ρεΐγκανισμού και είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας επιτηδευμένης ειδικής γλώσσας της οποίας η πολυπλοκότητα (τα «τεχνικά χαρακτηριστικά» που έλεγε ο κριτικός μας) συσκοτίζει την κοινωνική πραγματικότητα. Η γλώσσα αυτή ήταν αρμοδιότητα των «ειδικών». Γι’ αυτό ο Σαΐντ μέμφονταν τους «ειδήμονες» και την «ειδημοσύνη» που έχει καταστεί μία υπηρεσία πωλούμενη στην κεντρική εξουσία, η οποία βασίζεται στη «μη παρέμβαση».
«Λέμε στους φοιτητές μας», έλεγε ο Σαΐντ, «ότι υπερασπιζόμαστε την κλασική παιδεία, τις αρετές μιας φιλελεύθερης εκπαίδευσης και τις πολύτιμες απολαύσεις της λογοτεχνίας ακόμη και όταν παραμένουμε αδρανείς (ίσως και ανίκανοι) σε ό,τι αφορά τον ιστορικό και κοινωνικό κόσμο (…) οι ανθρωπιστές και οι διανοούμενοι αποδέχονται την ιδέα ότι κάποιος μπορεί να διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και ταυτόχρονα να σκοτώνει και να ακρωτηριάζει, επειδή ο πολιτιστικός κόσμος χρησιμεύει γι’ αυτό το είδος μεταμφίεσης..»(Η κριτικής της κριτικής κριτικής). Τα γράφω αυτά γιατί η τέχνη δεν είναι μόνο για τους «χορτάτους», είναι και για τους πεινασμένους και τους ανήμπορους, τους αδικημένους, τους μετανάστες, τους απόκληρους, τους κολασμένους. Γι’ αυτό έχει σημασία για ποιους γράφει και ποιους εκφράζει κάποιος.
Όσοι/ες ασκούν κριτική στην «στρατευμένη τέχνη», επιδιώκουν τον αφοπλισμό των απόκληρων και των αδικημένων από μια τέχνη η οποία αποτυπώνει τη βία της αδικίας που υφίστανται. Θέλουν το μετασχηματισμό της λογο-τεχνίας σε μία τεχνο-λογία της εξουσίας. Και για να προσθέσουμε και μια άλλη άποψη. Κάποτε, οι διανοούμενοι ήταν στρατευμένοι στην υπηρεσία των αποκλεισμένων. Η κριτική που ασκούσαν στους εξουσιαστές θεωρήθηκε «στράτευση», κι έτσι απαξιώθηκε η κριτική στις λογής εξουσίες (σε όλες τις εξουσίες, από την πατριαρχία μέχρι την οικονομική και πολιτική εξουσία) υπέρ της αισθητικής και της «κειμενικότητας»!
Το στίγμα του «στρατευμένου» επανέρχεται για να απαξιώσει τους συγγραφείς που αναφέρονται σ’ ένα σκοπό, όπως η αποκάλυψη της έμφυλης βίας και η απελευθέρωση των γυναικών, η τραγωδία των προσφύγων, το δράμα των απόκληρων και των αποκλεισμένων κ.ά..
Εμείς επιμένουμε να ορίζουμε την τέχνη ως κριτική στην εξουσία, ως κριτική στην κοινωνική αδικία και την απανθρωπιά. Ο «στρατευμένος» συγγραφέας ξέρει ότι είναι ένας άνθρωπος της «δευτερεύουσας δράσης, που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει δράση δια της αποκάλυψης» (Σαρτρ).
Η εξευτελιστική επιλογή που θέτει σε όλα τα μέλη του ο όψιμος καπιταλισμός, είναι να «ενηλικιωθείς»-να προσαρμοστείς- ή να μείνεις παιδί- γραφικός και «τρελός του χωριού».
Τι μπορεί να κάνει λοιπόν ο διανοούμενος; Ποια πρέπει να είναι η επιλογή του;
Μεταξύ της μοναξιάς που συνεπάγεται η συμμαχία με τους μειονεκτούντες και της ευθυγράμμισης με τους «μονόδρομους» των ισχυρών, ο Ε. Σαΐντ επιλέγει την εξορία στους οργεώνες του περιθ-ωρίου, τη σχοινοβασία του «μέσα-έξω», τη συμπεριφορά του απρόβλεπτου, του ανοίκειου· απορρίπτει τους «ημέτερους», αυτούς που οι Γάλλοι ονομάζουν «τσοπανόσκυλα της εξουσίας»: με τις εκατό «δουλειές, αυτούς που πιστεύουν ότι το αδιανόητο, το ανήκουστο και το ανείπωτο έχουν εκλείψει και ότι η πραγματικότητα κινείται σ’ ένα καθορισμένο προ-οπτικό πεδίο, ότι το είναι ουσιώνεται ως επι-φαίνεσθαι και ο άνθρωπος ως στατιστικό δεδομένο. Ο Ε. Σαΐντ τάσσεται αναφανδόν με τους «άλλους», αυτούς που επιλέγουν τη θέση όχι του «ημέτερου» αλλά του «ξένου», των οποίων κανένας κομματικός, οικονομικός ή εθνικός δεσμός δεν είναι ικανός να τους στομώσει το κριτήριο της αλήθειας, τον κοινωνικό ρόλο του «μη απρόσωπου επαγγελματία», αυτού δηλαδή που συνδέει τη δουλειά του με την κοινωνική διαδικασία και αμφισβητεί τις εικόνες, τις επίσημες εκδοχές των γεγονότων και τις δικαιολογίες της εξουσίας που έχουν ως στόχο τη συντήρηση του status quo και την εδραίωση της συναίνεσης στο πλαίσιο μιας γενικώς αποδεκτής προοπτικής της πραγματικότητας. Ο ρόλος του διανοούμενου σήμερα, σύμφωνα με τον Ε. Σαΐντ, είναι να ανοίγει το δρόμο για «μια νέα ευαισθησία» απέναντι στη θέση των υποτιμημένων, των λησμονημένων και των αφανών….