7.Το παρακράτος της Άρτας-Το ματωμένο θέρος του 1882
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ήπειρος / 09.01.18 ]Οι Αρτινοί ζούσαν κάτω από την εξουσία Καραπάνου. Αλλά τι είδους εξουσία ήταν αυτή; Δεν μιλάμε εν προκειμένω για «παρακράτος»[1], γιατί αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη κράτους, που δεν υπάρχει για ένα ικανό χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωση, αλλά για ένα τοπικό δίκτυο από επιστάτες ή από εικονικούς ενοικιαστές των κτημάτων των τσιφλικάδων, διασυνδεδεμένων με τον βασιλικό Επίτροπο, τον δήμαρχο, τον Νομάρχη, τον εισαγγελέα, τοπικούς παράγοντες( δικηγόρους, δημοσιογράφους-ο Κάος έγραφε και διηύθυνε την εφημερίδα «Άρτα» του Καραπάνου[2]), προξένους κ.ά., και, προπάντων, με την χωροφυλακή και την αγροφυλακή που δεν ήταν παρά οι φρουρές των γαιοκτημόνων, απαρτιζομένων συνήθως από εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου(απόδειξη αυτών τα γεγονότα στο Ζάρκο[3]). Το δίκτυο αυτό του αρχικά «βαθέως παρα-κράτους» ήταν μία αντι-δομή έναντι της οθωμανικής διοίκησης μέχρι το 1881, αλλά και η δομή εξουσίας που θα καλύψει κατά την μεταβατική περίοδο μετά την απελευθέρωση το κενό των ελληνικών κρατικών θεσμών. Η τοπική αυτή «παρα-εξουσία» ήταν πιο επικίνδυνη καθώς ήταν ανεξέλεγκτη. Οι γαιοκτήμονες, όπως ο Κ. Καραπάνος και ο αδελφός του- δήμαρχος Άρτας- ζούσαν μακριά από την ιδιοκτησία τους ακόμη και από τη δημαρχία τους, αφού ήταν μόνιμοι κάτοικοι των Αθηνών. Συνεπώς, όντας μακριά από τα τσιφλίκια τους, δέχονταν την μονόπλευρη πληροφόρηση των ανθρώπων τους σ’ αυτά, που συχνά εγκληματούσαν, λειτουργώντας με απόλυτη σχεδόν εξουσία. Στις 5 Μαρτίου 1883 ο βουλευτής Ν. Ταρμπάζης θα πει: «Εν τοις χωρίοις Γριζιάνω, Νεοχωρίω και ιδίως εν Ζάρκω, η εκεί Επιστασία του Χρηστάκη Ζωγράφου μετετράπη σε αληθές κράτος εν κράτει…».
Στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής, ο βουλευτής Αττικής[4] Αντώνης Ζυγομαλάς αναφέρεται στη στρατολόγηση-μίσθωση ληστών(Σουλιωτών) από τον Καραπάνο[5]. Μάλιστα, δύο εξ αυτών συνελήφθησαν «υπό του κ. Εισαγγελέως Άρτης ως κεκηρυγμένοι λησταί και νομίζω ότι κατεδικάσθησαν εις θάνατον»[6]. Σύμφωνα με τον ίδιο βουλευτή «…185 κεκηρυγμένοι λησταί, κακούργοι, υπήρχον ελεύθεροι εις την Θεσσαλίαν και την Ήπειρον, και οι πλείστοι εξ αυτών κατεγίνοντο εις το να ληστεύωσι και τυραννώσι τους αθώους κατοίκους, υπηρετούντες τους ιδιοκτήτας». Ο Καραπάνος εξανίσταται φωνάζοντας «Είνε ψεύδος», ενώ ο Ζυγομαλάς, σύμμαχος του Γ. Παχύ, απαντά «Το διαβεβαιώ επισημότατα». Ανάλογη αναφορά έχουμε από τον βουλευτή Ν. Ταρμπάζη για τους 100 Αλβανούς στο Ζάρκο της Θεσσαλίας: «Οι χωροφύλακες του εν Ζάρκω σταθμού κατώκουν εντός της Επιστασίας… υπό τα διαταγάς των επιστατών»(Φεβρουάριος 1882). Οι κατηγορίες για τη χρησιμοποίηση ληστών ως οργάνων της τάξης συνεχίζονται και αργότερα. Στις 19 Αυγούστου 1882 η εφημερίδα του τσιφλικά Καραπάνου «Άρτα» σημειώνει πως δεν θα ασχοληθεί με την απάντηση στο αν «οι ιδιοκτήται έχουν εν τη υπηρεσία των ληστάς ως αγροφύλακας…»!
Αλλά και μετά την εγκατάσταση στις απελευθερωμένες περιοχές των κρατικών αρχών, το βαθύ παρα-κράτος εξακολουθεί να λειτουργεί καθώς οι νέες αρχές διορίζονται από τους τσιφλικούχους. Αυτό γίνονταν ιδιαίτερα αισθητό στις στιγμές των συγκρούσεων ή των εκλογικών αναμετρήσεων. Ο «Τύπος» του Βόλου πληροφορεί πως κατά την προεκλογική περίοδο το έτος 1905 η κατάσταση στα Τρίκαλα είναι φρικιαστική. «Σχεδόν καθ’ εκάστην συνάπτεται πετροπόλεμος από τον οποίον δεν λείπουν και οι πυροβολισμοί» (2/2), ενώ η «Ακρόπολις» (9/2) έγραφε : «Η συμπλοκή στα Τρίκαλα έλαβεν όψιν μάχης [...]. Οι Καραγκούνηδες εφανατίσθησαν υπέρ του Ζάππα και οι Βλάχοι υπέρ του Χατζηγάκη, εξ ου απειλούνται και άλλαι σκηναί»[7].
Η παράθεση των αποσπασμάτων των εφημερίδων εκείνης της εποχής κρίθηκε σκόπιμη για την κατάδειξη του κλίματος πόλωσης και φανατισμού που επικρατούσε στην πολιτική σκηνή αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση. Η βία και η διαχείρισή της πολλές φορές αποδείχθηκε ο κρισιμότερος παράγοντας κάθε είδους πολιτικών εκλογικών διαδικασιών. Η οπλιτική βία των ληστών και η χρησιμοποίηση – εκμετάλλευσή της για πολιτικούς σκοπούς ήταν διαδεδομένη όχι μόνο κατά τις αρχές του 20ου αιώνα αλλά και κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συνδετικός κρίκος μεταξύ ληστών και πολιτικών προσώπων ήταν οι δήμαρχοι, νομάρχες, πάρεδροι, οι οποίοι ως δημοτικοί άρχοντες και ως εντολοδόχοι των πολιτευτών (οι οποίοι τύχαινε να είναι μεγαλοτσιφλικάδες, όπως οι Ζάππας, Ζωγράφος, Καραπάνος) συνέδεαν τη συμμορία και τον πολιτευτή. Με άλλα λόγια, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και ιδιαίτερα οι ισχυροί, ευνοούσαν την παρεμβολή της συμμορίας στην πολιτική διαδικασία, προκρίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αναγωγή της συμμορίας σε ανεπίσημο αλλά ουσιαστικό πολιτικό και παραθεσμικό παράγοντα, νομιμοποιώντας ως ένα σημείο την παρανομία. Ακόμη και το ίδιο το κράτος παρέβλεπε τα αδικήματα των παρανόμων όταν αυτοί εργάζονταν για μεγαλοτσιφλικάδες ή άλλους μεγαλοσχήμονες ισχυρούς άνδρες, οι οποίοι στήριζαν, και μερικές φορές υπαγόρευαν, την πολιτική των κυβερνώντων.
Για παράδειγμα η Κυβέρνηση του Χαρ. Τρικούπη δυο χρόνια μετά την ένωση της Θεσσαλίας με το ελληνικό κράτος δε δίστασε να διατάξει «τους βασιλικούς επιτρόπους και τας στρατιωτικάς αρχάς ίνα υποστηρίξωσι, δι’ όλων αυτών των μέσων τα δίκαια των ιδιοκτητών» υποστηρίζοντας τη γραμμή της εφημερίδας «Αστήρ». Με σκοπό τη στήριξη των οργάνων της Τρικουπικής Κυβέρνησης οι κεφαλαιούχοι έστειλαν τα δικά τους εξαγριωμένα όργανα, ανάκατα με Αλβανούς ληστές, για να εισπράξουν γήμορο ή να βασανίσουν όσους αρνούνταν την καταβολή του[8].
Σε συνεδρίαση της Βουλής ο βουλευτής Τρικάλων Ν. Ταρμπάζης[9] εγκάλεσε τον Χαρ. Τρικούπη με αφορμή τα λεγόμενά του για ανυπαρξία «αγροτικού ζητήματος» στη συνεδρίαση της Βουλής (5 Μαρτίου 1883) επισημαίνοντας ότι ο τσιφλικάς Χρηστάκης Ζωγράφος συγκέντρωσε Αλβανούς «κακίστης διαγωγής», μερικοί από τους οποίους υπήρξαν ληστές ή κακούργοι και φυγόδικοι στην πατρίδα τους. Αυτοί έβριζαν και έδερναν τους αγρότες μπροστά στις κρατικές αρχές, έκλεβαν ασύστολα και μοιράζονταν τα λάφυρα[10].
Επιπρόσθετα, οι δημοτικοί άρχοντες όπως και οι τσελιγκάδες, ήταν αυτοί που έρχονταν σε επαφή με τις προστατευόμενες συμμορίες των πολιτευτών, στηρίζοντάς τους με οποιονδήποτε τρόπο και παίρνοντας συχνά τα ανάλογα ανταλλάγματα.
Κατά την εφημερίδα «Ακρόπολις» (20/10/1892) «ο λόγος της εγκληματικότητος εν τω διαμερίσματι της Καρδίτσης – Τρικάλων είναι διότι και ο τόπος πρόσφορος προς φυγοδικίαν είναι και προστασία των πολιτευομένων φαίνεται ότι παρέχεται». Το σχόλιο της ίδιας εφημερίδας για την επιτυχία του Δημάρχου Αλμυρού είναι ενδεικτικό της επικρατούσας κατάστασης: «Ενίκησε χάρις εις την αναφανδόν υποστήριξιν του ληστάρχου Τσούλη όστις ηπείλησε θανάτω και εξοντώσει όσους καταψηφίσωσιν αυτόν»[11].
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι οι επιστάτες ήταν τα κύρια εκτελεστικά όργανα των τσιφλικάδων και βρίσκονται στην κορυφή της τοπικής ιεραρχίας[12], στην οποία υπάγονται όλες οι διοικητικές και δικαστικές αρχές καθώς και τα σώματα ασφαλείας αποτελούμενα από ληστές. Το «βαθύ παρα-κράτος», λοιπόν, είναι εδώ σε πλήρη ανάπτυξη -στο βαθμό που αναπτύσσεται στις μόλις απελευθερωθείσες περιοχές το ελληνικό κράτος. Το «παρα-κράτος» ενίοτε λειτουργεί σχετικά αυτόνομα αναφορικά με τους τσιφλικάδες, αλλά πάντοτε προς εξυπηρέτησή τους. Στη σχετική αυτονομία του οφείλονται μία σειρά από εγκλήματα προσωπικού χαρακτήρα. Ας μη ξεχνάμε ότι και η περίπτωση του Μαρίνου Αντύπα ήταν μία υπόθεση που έπληττε την υπόσταση του «βαθέως παρα-κράτους», αφού ο Αντύπας ήταν ένας εξ αυτών, δηλαδή επιστάτης.
Δηλωτική της αυτονομίας του τοπικού παραθεσμικού δικτύου εξουσίας είναι η «παράκληση» στη σύνταξη της εφημερίδας «Άρτα» του δημάρχου της ομώνυμης πόλης και διαμένοντος στην Αθήνα Ιωάννη Καραπάνου, αδελφού του τσιφλικά και ιδιοκτήτη της εφημερίδας, να πάψει να αντικρούει «πάσαν κακοήθειαν δημοσιευομένην καθ’ ημίν, καθόσον εν τη κοινωνία, εν ή είμεθα γνωστοί, η υπόληψις της οικογενείας μας είναι τοσούτον εδραιωμένη, ώστε ούτε εκ των δημοσιευομένων κακοηθειών θίγεται ούτε ανάγκη υπερασπίσεως έχει…»[13]. Επίσης, η ίδια εφημερίδα στις 14 Μαΐου 1883 σημειώνει «Παρεκλήθημεν υπό του Καραπάνου να δηλώσωμεν εν ονόματι αυτού ότι τα εν κυρίω άρθρω του προχθεσινού φύλλου μας δημοσιευθέντα ουδόλως συμμερίζεται ούτε θεωρεί τα εν αυτώ ως έχοντα υποστάσεως». Ουσιαστικά οι Καραπάνοι αίρουν την εμπιστοσύνη τους στην εφημερίδα τους, απαγορεύοντας να τους… υπερασπίζεται, αλλά συγχρόνως βρίσκονται και σε διαφορετική πολιτική γραμμή με αυτή της εφημερίδας τους!
Η σύγκρουση, συνεπώς, του τσιφλικά με τους χωρικούς λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης πόλης-χωριού, όπου η πρώτη είναι το ελεγχόμενο εν μέρει από τον τσιφλικά «βαθύ παρα-κράτος», που ενίοτε αυτονομείται και αποδεικνύεται πολύ σκληρότερο από αυτόν. Το «παρα-κράτος», που υφίσταται μετά την απελευθέρωση, είναι αντίστοιχο με την «παρακυβέρνηση» των τοπικών κοτσαμπάσηδων επί οθωμανικής κατοχής, που λειτουργεί συμπληρωματικά με την κεντρική κυβέρνηση. Οι κοτζαμπάσηδες(προεστοί και φοροεισπράκτορες ή ενοικιαστές φόρων στον ελλαδικό χώρο), ένα «είδος χριστιανών Τούρκων»[14], συνέχισαν να λειτουργούν και μετά τη μεταβίβαση των τσιφλικίων από τους Οθωμανούς μουσουλμάνους στους Οθωμανούς Έλληνες(Φαναριώτες), όχι πλέον ως «παρακυβέρνηση» αλλά ως «παρα-κράτος», καθώς η τοπική νόμιμη εξουσία των απομακρυσμένων από την πρωτεύουσα τσιφλικίων συνδέεται και συνεργάζεται με ληστές και παρανόμους.
[1] Γράφουμε «παρα-κράτος» τη διαπλοκή κράτους και εγκληματικών στοιχείων, όπως ληστές αλλά και εξωθεσμικοί παράγοντες όπως οι οικονομικοί αλλά και οι άνθρωποί τους. Και «παρακράτος» το κράτος στις απελευθερωθείσες περιοχές όπου το κράτος υπό την έννοια των ελληνικών κρατικών θεσμών και νόμων δεν υφίσταται ακόμη. Είναι η εποχή της μετάβασης από την οθωμανική κυριαρχία στο ελληνικό κράτος και τα όρια ενίοτε είναι δισδυάκριτα.
[2] Αν δεχθούμε τη διασύνδεση των πολιτικών σχηματισμών με εφημερίδες της εποχής όπως καταγράφονται στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», αυτή είναι: Χ. Τρικούπης-Άστυ, Κυβέρνησις-Εφημερίδα, Θ. Δηληγιάννης-Επιθεώρησις, Κ. Καραπάνος-Καιροί, Ν. Κωνσταντόπουλος-Παλιγγενεσία
[3] ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ(1883): «Εν Ζάρκω οι επιστάται του Χρηστάκη Ζωγράφου, τη εγκρίσει του νομάρχου Τρικάλων, κατήρτισαν υπό το πρόσχημα αγροφυλακής ιδίαν δύναμιν εξ εκατόν αλβανών οπλισμένων, ενεργούντων αυτοβούλως και ανεξαρτήτως πάσης άλλης του κράτους αρχής. Κατά τον Ιούνιον του 1882 επυροβόλησαν κατά δύο φιλήσυχων πολιτών. Κατά τον Ιούλιον του αυτού έτους παραβίασαν το άσυλον της οικίας του Παπανδρέου περί ώραν 7μμ, θραύσαντες τας θύρας και αρπάσαντες τας εν τη αυλή δέσμας σταχύων. Κατά την 2 Αυγούστου 1882 επυροβόλησαν κατά πληθύος κατοίκων διαφόρων χωρίων και κατ’ αυτού του σταθμάρχου του πεζικού δι’ όπλων Μαρτέν, δι’ ων άπαντες εισιν ωπλισμένοι…».
[4] Στην Αττική τσιφλικούχοι ήταν οι Συγγρός, Σκουζές, Μερκάτης, Καλλιφρονάς, Καμπάς αλλά και ο Γ. Παχύς!
[5] Σύμφωνα με την απογραφή του 1881 στους Μελισσουργούς υπήρχαν 1.710 κάτοικοι και το 1920 μόλις 168. Στα Θεοδώριανα 935 και 353 αντίστοιχα. Οι λόγοι της ερήμωσης ήταν οι ληστές των τσιφλικάδων αλλά και η μετανάστευση είτε στα πεδινά(αγροτικός εποικισμός) όπου είχαν ισχυρή παρουσία οι αποχωρήσαντες Τούρκοι είτε στην Αθήνα και το εξωτερικό.
[6] Πρακτικά Βουλής, όπως υπάρχουν στην Ιστορία της Ελλάδος του Γ. Κορδάτου, «το αγροτικόν ζήτημα», εκδ. Αιών, Αθήνα, 1958
[7] Εφ. Τύπος Βόλου 2/2/1905, εφ. Αναγέννησις 9/2/1905,πρβλ.Μαρούλα Κλιάφα ό.π.,τ.Α’ σ.256
[8] Λ. Αρσενίου Το έπος των Θεσσαλών αγροτών…ΦΙΛΟΣ Τρίκαλα 1994, σ. 42
[9] Ή Τορμπάζης; Τον διαβάζουμε επίσης αλλού ως Ταρμπάζη ή Τορμπαζή και φαίνεται να είναι το ίδιο πρόσωπο, ο βουλευτής Τρικάλων.
[10] Λ. Αρσενίου ό.π.
[11] Εφ. Ακρόπολις 20/10/1892, πρβλ.Μαρούλα Κλιάφα Τρίκαλα… τ. Α’, σσ.112-113
[12] Γι’ αυτό στην περίπτωση της δίκης του δολοφόνου του Μ. Αντύπα, του επιστάτη του τσιφλικά Μεταξά, του Ιωάννη Κυριακού ή Κυριάκου, δεν δικάζεται μόνο ο φονιάς του Αντύπα αλλά και ο θεσμός της επιστασίας. Κι αυτός είναι ο λόγος της εξαγοράς μαρτύρων, δημοσιογράφων και της εντέλει αθώωσης του Κυριακού.
[13] Εφημερίδα «Άρτα» 10 Ιουλίου 1882, στήλη «ΔΙΑΦΟΡΑ». Επιπλέον, η σύνταξη της καραπανικής εφημερίδας υποχρεώνεται να δηλώσει ότι «Επειδή διάφοροι περί των πολιτικών κρίσεις της συντάξεως τη «Άρτας», εθεωρήθησαν ως κρίσεις του κόμματος του Κ. Καραπάνου, είμεθα ηναγκασμένοι(σ.σ. τους ανάγκασαν οι χρηματοδότες Καραπάνοι) να δηλώσωμεν ότι, καίτοι όντες φίλοι του κόμματός του, και έχοντες υπόληψιν προς αυτό, ουχ ήττον οι διάφοροι αύται κρίσεις εισίν όλως ημέτεραι και ουδόλως αντιπροσωπεύουσι τας σκέψεις και ιδεάς του κόμματος του Κ. Καραπάνου»! Αυτό συνιστά κυριολεκτικά αποκήρυξη και δείχνει ότι το εντόπιο «βαθύ κράτος» αποτελούμενο από δημόσιους λειτουργούς που διόριζαν οι Καραπαναίοι και από τους δικούς τους ανθρώπους, όπως ο διευθυντής της εφημερίδας «Άρτα», που διαπλέκονταν με τους πρώτους, πολλές φορές αυτονομούνταν από τα αφεντικά τους.
[14] Κώστας Λάμπος, «Εξάρτηση, Προχωρημένη Υπανάπτυξη και Αγροτική Οικονομία της Ελλάδας», εκδόσεις Αιχμή, Αθήνα 1983, σελ. 127: «Μέσα στο τουρκικό κράτος υπήρχε άλλη μια εξουσία, μια παρακυβέρνηση…». Αυτό ισχυρίζεται ο Γ. Κορδάτος. Ο Κ. Λάμπος χαρακτηρίζει την περίοδο 1829-1922 ως δεύτερη φάση της αποικιοκρατικής(ημιαποικιοκρατικής) εξάρτησης της Ελλάδας κυρίως από την Αγγλία.