Το ναυάγιο

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 05.01.22 ]

 Αντί για κάλαντα, αξημέρωτα  ακούστηκαν οι θρήνοι.

Ανέβαιναν το δρόμο μπροστά από το σπίτι προς την εκκλησία, η μάνα και οι δυο θείες τραβώντας τα μαλλιά, στα μαύρα διπλωμένες μοιρολογούσαν και πήγαιναν.
Σηκώθηκε η γειτονιά στο πόδι.
Βγήκαν οι γυναίκες αλαφιασμένες στις πόρτες και στα παραθύρια με τις νυχτικιές και τα τσεμπέρια βιαστικά πεταμένα στο κεφάλι, μανάδες και κόρες με γιούς και πατεράδες στα καράβια.
Πρώτη η Νομική, μαυροφορεμένη τριάντα χρόνια τώρα, ξεκίνησε να σέρνει κι αυτή το μοιρολόι, θυμήθηκε άντρα και γιο που χασε μέσα σε μια νύχτα, μπαρκαρισμένους στο ίδιο γκαζάδικο, εκείνο που βούλιαξε ανήμερα του Άη Σπυρίδωνα ανοιχτά του Καναδά.
Έπειτα, είπαν πως ήταν συμφωνημένο το ναυάγιο με τον εφοπλιστή, μα τους ξέφυγαν τα σχέδια, χάθηκαν είκοσι ψυχές.
Τη σειρά πήραν κι άλλες, η Θανάσαινα δυο σπίτια παραπάνω, μετά η κόρη του Γιώργη που έμεινε ορφανή από τα δώδεκα της και δυστύχησε, μια μια βγήκαν στις αυλές, στο χαντιρίμι και τράβηξαν προς την εκκλησιά ακολουθώντας τις τρεις αδερφές, πομπή αρχαίου γόου.
Στο μεταξύ βγήκε ο ήλιος, η μέρα λαμποκοπούσε, φάνηκαν τα πρώτα παιδιά με τα καραβάκια στα χέρια και τ' αυτοσχέδια τρίγωνα  για τα κάλαντα των Φώτων.
Βρήκαν τις μισές πόρτες κλειστές, μα κάποιες άνοιξαν και οι νοικοκυρές με δάκρυα στα μάτια φίλεψαν τα μικρά να ξορκίσουν το κακό και να συγχωρεθεί εκείνος που χάθηκε αποβραδίς ανοιχτά στις ακτές της Πορτογαλίας.