Το νέο εθνικό αφήγημα της δεξιάς
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 04.08.19 ]Οι γιορτές για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, αλλά, κυρίως, η δημιουργία ενός "εθνικού αφηγήματος", όπως προανήγγειλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, προκαλούν μία νέα αντιπαράθεση για τον έλεγχο των ερμηνειών του ελληνισμού. Αρκεί να σημειώσουμε ότι «Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ήταν πρωτίστως ένας αγώνας για τον έλεγχο τα ων ερμηνειών του Ελληνισμού και μία βίαιη προσπάθεια να συγκεραστούν οι διιστάμενες εκδοχές της ελληνικότητας σε μία», σημειώνει η Άρτεμις Λεοντή στο βιβλίο της "Τοπογραφίες ελληνισμού-χαρτογραφώντας την πατρίδα", scripta, 1998. Στο βιβλίο παρουσιάζεται η μία ερμηνεία του Ελληνισμού. Αυτή στην οποία θα βασισθεί το "νέο εθνικό αφήγημα" της Δεξιάς. Γι' αυτό θεωρούμε χρήσιμο να παρουσιάσουμε μερικά βασικά του σημεία:
Το βλέμμα των δυτικών
Οι Ευρωπαίοι αναζητούσαν τις ρίζες τους στους Αγίους Τόπους, στην Αίγυπτο, στην Ιταλία, στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι πλούσιοι Άγγλοι ταξίδευαν στην Ήπειρο, τους Δελφούς, και την Αθήνα, παρακινημένοι από ένα πνεύμα ελληνικής αναβίωσης κι από το γεγονός ότι «στον κόσμο της Μεσογείου η αρχαιότητα φαντάζει σαν να είναι ακόμα ζωντανή». Η Ελλάδα ήταν ο γοητευτικός έτερος-τόπος των Ευρωπαίων διανοούμενων και αριστοκρατών όπως τον εισέπρατταν μέσα από τις σπουδές τους στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, την κλασσική τέχνη και την αρχιτεκτονική και τον οποίο ήθελαν να αναβιώνει στη δική τους πατρίδα(η Ελλάδα ΜΗΤΡΙΔΑ πολιτισμού)
Οι δυτικοί περιηγητές περιγράφουν την Ελλάδα σαν προέκταση της πατρίδας τους.
Γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ: «Και η κουβέντα ξετυλιγόταν, πετούσε σαν τον αετό στο στερέωμα, ωσότου έφτασε τελικά στο γνωστό εκείνο και ακανθώδες ερώτημα: για τον σύγχρονο Έλληνα και τη θέση του στον κόσμο σήμερα». (Ένας διάλογος στο όρος Πεντελικόν)
Στο διήγημα της Γουλφ οι έξι Άγγλοι τουρίστες υποστηρίζουν ότι οι Άγγλοι είναι οι πραγματικοί Έλληνες, ενώ οι σύγχρονοι Έλληνες είναι «βάρβαροι»(«Οι Γερμανοί είναι τουρίστες, οι Γάλλοι είναι τουρίστες, αλλά οι Άγγλοι είναι Έλληνες»). Μετά, όμως, από πολύ σκέψη και αφού εξετάζουν τις δικές τους αξίες καταλήγουν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι οι πραγματικοί Έλληνες.
Εδώ οι Άγγλοι παρουσιάζουν τις αυτοκρατορικές αξίες τους ως παγκόσμιες αλήθειες(Το ίδιο έκαναν και οι ναζί σύμφωνα με τη Τζούλια Κρίστεβα). Σύμφωνα με τη Γουλφ το όνομα «Έλλην» είναι το σύμβολο γύρω από το οποίο οργανώνεται η αγγλική κοινωνία, ο υψηλός πολιτισμός της, το εκπαιδευτικό της σύστημα και η ρητορική της υπεροχής έναντι των άλλων εθνών. Τελικά, ενώ όλα έδειχναν ότι το συμπέρασμα της συζήτησης των έξι τουριστών θα ήταν σε βάρος των Ελλήνων, παρουσιάζεται ο μοναχός, «ο φαιός καλόγερος… εύσωμος και με ωραία χαρακτηριστικά… μύτη και μέτωπο αρχαίου αγάλματος». Έτσι, το συμπέρασμα της νεοτερικότητας θα είναι το ίδιο με αυτό του αισθητικού εθνικισμού: «Ο Νεοέλληνας είναι από τη φύση του ελληνικός», από το γεγονός και μόνο της κατοίκησης αυτού του τόπου, αυτής της φύσης, αυτού του τοπίου.
Ο Χένρυ Μίλλερ σημειώνει: «Δεν τόχεις ξανακούσει τ’ όνομα, ε; Ούτε και του Γιαννόπουλου. Ο Γιαννόπουλος άξιζε πιο πολύ από τον δικό σας τον Whitman κι όλους τους Αμερικάνους ποιητές μαζί …μέθυσε τόσο με την ελληνική γλώσσα, την ελληνική φιλοσοφία, τον ελληνικό ουρανό, τα ελληνικά βουνά, την ελληνική θάλασσα, τα ελληνικά νησιά, ως και τα ελληνικά χορταρικά, που στο τέλος αυτοκτόνησε… Δεν μπορεί να ξέρεις τι είναι ένας βράχος, πριν διαβάσεις τι έχει γράψει ο Γιαννόπουλος». (Ο Κολοσσός του Μαρουσιού)
Αλλά τι είναι ένας βράχος; Τα είναι ο ΤΟΠΟΣ μας;
Ο τόπος είναι μνήμη και φυσική τοποθεσία, είναι περιοχή μνείας-μάθησης και γεωγραφίας, είναι χώρος και λόγος, ένα κείμενο κι ένας κοινός τόπος αναφοράς, μία «αρχετυπική πατρίδα», η απόδοση σ’ εάν χώρο των παραδόσεών του και σ’ έναν τόπο το λόγο του.
Πέρα από τον ορίζοντα του Τόπου είναι ο άλλος, που είναι στα όρια του πραγματικού και του φανταστικού. Εδώ η ΑΚΡΟΠΟΛΗ είναι η ρίζα, είναι ο κοινός τόπος, είναι η χρονομηχανή επιστροφής στην ΠΑΤΡΙΔΑ. Ενώ για άλλους, όπως ο Fr. Schiller, είναι το «μονοπάτι της αισθητικής» που οδηγεί κάποιον «μέσα από την Ομορφιά… να φθάσει την Ελευθερία». Εδώ ο έτερος τόπος γίνεται τόπος αξιών όπως η ομορφιά, η αλήθεια, η λογική και η ελευθερία, κυριολεκτικά ένας ου τόπος. Γι’ αυτό ο Καμύ μίλησε για την υπερβολή των Ευρωπαίων σε σχέση με το Μέτρο των Ελλήνων.
Στον ελληνισμό γράφει ο Ε. Ρενάν δεν είναι η θεία χάρη αλλά η ομορφιά που συντελεί στη «θαυματουργή θέωση».
«Οι Έλληνες έχουν αφιερώσει πολιτικούς λόγους, γλωσσολογικές μελέτες, λογοτεχνικά και κριτικά κείμενα για την χαρτογράφηση της πατρίδας τους. Και, τηρουμένων των αναλογιών, έχουν επιτύχει να εμφυσήσουν στους ετερογενείς πληθυσμούς της νότιας Βαλκανικής χερσονήσου και στους πολυπληθείς Έλληνες της διασποράς μια αίσθηση κοινού τόπου. Κατόρθωσαν να δημιουργήσουν έναν ενιαίο περιβάλλον για τον Νεοελληνισμό συνενώνοντας διαφορετικές και διασκορπισμένες σε πολλά περιβάλλοντα κοινωνικές ομάδες, ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, που προέρχονταν από άλλες γείτονες περιοχές, κοσμοπολίτικα κέντρα, εκκλησίες, μοναστήρια ή την ύπαιθρο, οι οποίοι κάποτε αποτελούσαν τον οθωμανικό Ελληνισμό… παρήγαγαν μια εθνική αφήγηση και δημιούργησαν έναν λογοτεχνικό κώδικα, στοιχεία απαραίτητα για την πανελλήνια ένωση».
Μεγάλη ιδέα
Ενώ για τους ξένους η Αθήνα της Ακρόπολης ήταν η πρωτεύουσα των Ελλήνων. Οι τελευταίοι θεωρούσαν την Αθήνα ελάσσονα(και προσωρινή) πρωτεύουσα. Με μεγάλη πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη θα γίνει το ιδεατό σύμβολο μιας φαντασιακής πανελλήνιας ένωσης σε συνδυασμό με την ελληνική γλώσσα και την Ορθόδοξη πίστη σε αντιδιαστολή με τη δυτική Χριστιανοσύνη. Η Αθήνα(αρχαιότητα) και η Πόλη(Βυζάντιο) είναι οι δύο αναφορές και δύο πηγές προέλευσης που η αναβίωσή τους είναι αναγκαία για την αναβίωση του ελληνικού κράτους.
Ο τόπος της νυν Ελλάδας αποκτά διαστάσεις «χώρου» που ενώνει τους Έλληνες με το άμεσο (τουρκοκρατία: οι Νεοέλληνες θυμούνται αυτή την περίοδο ως περίοδο σκλαβιάς) και απώτερο παρελθόν(Βυζάντιο).
Οι Έλληνες έλκονται από τη Δύση που ανακάλυψε εκ νέου τον Ελληνισμό αλλά και από τον αντίποδά της, την Ανατολή. Εδώ αναπτύσσεται η αντίληψη του «ανατολικού εθνικισμού» ως δευτερεύοντος σε σχέση με το δυτικό εθνικισμό. Και τούτο γιατί ενώ οι άνθρωποι του ανατολικού εθνικισμού αισθάνονται ισότιμοι αλλά διαφορετικοί σε σχέση με τους δυτικούς, οι τελευταίοι αποκλείουν εκ προοιμίου αυτή την ισότιμη συμμετοχή. Αυτό το δυτικό βλέμμα για την Ανατολή ο Ε. Σαΐντ αποκάλεσε οριενταλισμό.
Γρηγόριος Ε
Να, λοιπόν, γιατί αποκαταστάθηκε ο Γρηγόριος Ε΄. Γιατί το Πατριαρχείο προκαλεί μια νέο-βυζαντινή φαντασίωση, μια υπόσχεση επανάκτησης, γιατί η Κωνσταντινούπολη και το Πατριαρχείο εμφανίζονται «ως οι ψυχές ενός πολιορκημένου έθνους»(Α. Λεοντή), ή όπως έγραφε ο Ψυχάρης(Το ταξίδι μου) «Τετρακόσια χρόνια στάθηκε τούτος ο μικρούτσικος τόπος, -ένα ξύλινο σπίτι, ένα παλιόσπιτο-, το μόνο μας καταφύγιο, η μόνη πατρίδα. Εδώ βαστιούνταν το έθνος».
Αν, όμως, η Πόλη ήταν ο ένας φαντασιακός ενωτικός παράγοντας, αυτός είχε σχέση με την Ανατολή. Η Αθήνα είναι ο φαντασιακός άξονας που συνδέει με τη Δύση και συνιστά την πνευματική πηγή των Ευρωπαίων, γιατί «Εδώ γεννήθηκε ο κόσμος… Τον ουρανό που βλέπεις, τον έβλεπαν και τότες οι μεγάλοι… Μέσα σ’ αφτή την ατμόσφαιρα γεννιούνταν οι φωτερές ιδέες, έβγαιναν ποίηση και φιλοσοφία…». Η ίδια γη, ο ίδιος ουρανός, η ίδια θάλασσα, η ίδια ατμόσφαιρα ενοποιούν τον «τόπο του Ελληνισμού, καθώς συγχωνεύουν τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορίας»(Α. Λεοντή σ. 140). Εδώ η συνέχεια είναι ένα φυσικό –και αισθητικό- και όχι βιολογικό(αίματος) αποτέλεσμα. Η φαντασιακή ταύτιση του τόπου του Ελληνισμού όχι με το αλύτρωτο έθνος αλλά με το τοπίο(γεωγραφία και κλίμα) της ελληνικής χερσονήσου συνιστά τον ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ του ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Η ιδιαιτερότητα εδώ του Ελληνισμού είναι το φως. Γι’ αυτό βασικό έργο του εθνικού αισθητισμού είναι η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, η δημιουργία δηλαδή μιας ίδιας «γραμμής», της ελληνικής. Συνεπώς, το όριο για κάθε ανθρώπινο υποκείμενο είναι ο τόπος του. Και πάντα υπάρχει από κάτω μια ΡΙΖΑ που συνδέει τον άνθρωπο μ’ αυτό τον τόπο και τους ανθρώπους του. Τα δύο συστατικά στοιχεία του τόπου, εν προκειμένω του ελληνικού, είναι η φύση και η παράδοση.
Η παράδοση(μυθολογικοί, ηρωικοί, κλασικοί, βυζαντινοί, θρησκευτικοί και λαϊκοί κόσμοι) συνδέει εσωτερικά μία ομάδα με το γενεαλογικό της υπέδαφος. Το ανθρώπινο πνεύμα είναι οργανικά δεμένο με την γη από την οποία κατάγεται. Η Άρτεμις Λεοντή θεωρεί ότι η πεποίθηση πως η φυλή, το κλίμα, και η γη είναι πρωτογενείς παράγοντες της πολιτισμικής ποικιλίας έχει τις ρίζες της στον γερμανικό και τον ιταλικό ιδεαλισμό (Γιαννόπουλος αλλά και Καζαντζάκης). Για τον αισθητικό εθνικισμό η τέχνη ως δημιουργία είναι «δημιουργία μιας πατρίδος». «Και πατρίς δεν θα πη τίποτε χωρίς ιδικήν της Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Αρχιτεκτονικήν, Φιλολογίαν, Μουσικήν και τόσα άλλα»(Π. Γιαννόπουλος, Η ελληνική γραμμή, εκδ. Γαλαξιας, Αθήνα, 1961).
Ο Σεφέρης δηλώνει ρητά πως βίωσε την «κατάσταση της ανυπαρξίας, την κατάργηση του εγώ, που νιώθει κανείς μπροστά στη μεγαλοπρέπεια ορισμένων ξένων τοπίων. Μιλάει για συγχώνευση πολιτισμού και φύσης. Ο Ελληνισμός εκχριστιανισμένος μέσω της αναφοράς στη μυστικιστική εμπειρία της Αποκάλυψης ανασταίνεται στο αττικό τοπίο.
Ο εθνικός αισθητισμός είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας προσαρμογής στο περιορισμένο ελληνικό τοπίο(τόπο που ρυθμίζει πλέον την εθνική αισθητική) μετά την μικρασιατική καταστροφή. Πρόκειται δηλαδή για μία «μυθολογία αντίστασης» έτσι ώστε η ήττα να μη δημιουργήσει μία «καθήλωση» που θα οδηγούσε στον μαρασμό και το «θάνατο».
Το 1929 ο Θεοτοκάς στο μανιφέστο του του φιλελευθερισμού(Ελεύθερο πνεύμα) μιλούσε για μία σύνθεση του «τοπικού χρώματος και δυτικής κουλτούρας»(σ.σ. το «γκλο-καλ» θα προκύψει πολύ αργότερα), παράδοσης και νεοτερισμού, πίστης και μηδενισμού.
Τελικά η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ θα είναι ο άξονας διαμόρφωση τους έθνους και της συνείδησής του, καθώς τα τοπογραφικά όρια της μνήμης –φαντασιακά και πραγματικά που συνδηλώνουν τη συνέχεια του Ελληνισμού-, είναι ο «χαμένος παράδεισος», «ο πάνσοφος καημός» που ενυπάρχει στα τραγούδια, στα μοιρολόγια, στα παραμύθια, στη λογοτεχνία. Είναι ο Όμηρος, είναι ο Μαίανδρος, το Ίλιον, είναι «ο τόπος μας» που θα συρρικνωθεί με την καταστροφή του 1922. Η αρχαία ελληνική Ιωνία ήταν η αρχαία ελληνική αποικία που ως αποικία λειτούργησε και ως «τράπεζα της φαντασίας» σε συνδυασμό με τον παλιό αλλά και τον σύγχρονο πλούτο της. Ο δεύτερος «λυγρός νόστος» μοιάζει να εντάσσεται στην αιώνια επιστροφή. Αλλά ποιος επιστρέφει και που; Επιστρέφουν οι Έλληνες στο «όνειρο» της πολιτισμικής συνέχειάς τους; Ή μήπως επιστρέφουν στην πατρίδα οι μικρασιάτες Έλληνες, ταυτισμένοι με τους Έλληνες άποικους της αρχαιότητας; Σε κάθε περίπτωση, η καταστροφή του 1922 θα σημάνει μια δεύτερη επιστροφή, ένα δεύτερο «λυγρό νόστο», μια αναδίπλωση του φαντασιακού. Αν ο πρώτος πικρός νόστος οφειλόταν στην ύβρι της καταστροφής της Τροίας, ο δεύτερος ήταν μία μεγάλη ήττα της μνήμης και του ονείρου, η ήττα της Μεγάλης Ιδέας.
Αλλά η πραγματική ύβρις ήταν πιο πεζή, ήταν η μη ταύτιση της Ελλάδας με τα γεωπολιτικά συμφέροντα που αναπτύχθηκαν στην περιοχή. Για την ακρίβεια το γεγονός ότι αυτά άλλαξαν τον προνομιακό τοπικό τους φορέα, δηλαδή προτίμησαν την Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ. Όμως, στο συλλογικό φαντασιακό η ύβρις, το ανόσιο ήταν το γεγονός ότι οι Έλληνες ονειρεύτηκαν τα όριά τους σύμφωνα με την πολιτισμική και ιστορική τους συνέχεια. Οι Έλληνες ενδόβαλαν την ενοχή για την ήττα και τελικά την συρρίκνωσαν σε «έξι» αποδιοπομπαίους τράγους, το αίμα των οποίων επανέφερε τη συνοχή στο διαλυμένο έθνος, κυρίως τη συνοχή μεταξύ των ελλαδιτών και των ξεριζωμένων μικρασιατών, των οποίων ο ξεριζωμός μεταμφιέστηκε στο «λυγρό νόστο» των νικητών του τρωικού πολέμου και οδυνηρός επαναριζωμός στην πατρίδα.
Στην αριστερά η «μικρασιατική καταστροφή» προσδιορίστηκε ως το ιμπεριαλιστικό όνειρο μια μερίδας μόνο του «λαού» ήτοι της άρχουσας τάξης. Υπ’ αυτή την οπτική δικαιολογούνταν και η στήριξη των μπολσεβίκων στον Κεμάλ..
Με την μικρασιατική κατατροφή οι Έλληνες έχασαν πραγματικά και κατά συνέπεια και φαντασιακά τον «παράδεισο» της μνήμης. Μαζί με το τραγούδι «Η Σμύρνη μάνα καίγεται» κάηκε και ο παράδεισος, κάηκε η ίδια η μνήμη, η μητρίδα. Γι’ αυτό τώρα «ο τόπος μας» συρρικνώνεται μαζί με τ’ όνειρο στα περιορισμένα όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τελικά, αν κάτι πρόσφερε ο Ε. Βενιζέλος ήταν η επιδίωξη υλοποίησης του ονείρου, που σήμαινε πως το όνειρο δεν ήταν κούφιο, ότι η Μεγάλη Ιδέα δεν ήταν μια ιμπεριαλιστική ιδέα μιας περιφερειακής δύναμης, αλλά αυτή που μαζί με την καταστροφή ως επιστροφή (για την οποία ευθύνονται οι… άλλοι) διαμόρφωσε την ελληνική εθνική συνείδηση, όπως ακριβώς η νίκη των Τούρκων του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ο άξονας διαμόρφωσης στης εθνικής συνείδησης των σύγχρονων Τούρκων.
Η Μικρασιατική καταστροφή «έφραξε τη φυσική και φαντασιακή πρόσβαση του Νεοελληνισμού στην Ανατολία» (Σεφέρης).
Εντοπία
Στην Ελλάδα η νεοτερικότητα έψαξε το λόγο της στον «τόπο της Ελλάδας», στην «αυτοχθονία» της, στην «ελληνική παράδοση», στο ότι «ο πολιτισμός είναι φύση». Αυτή η νεοτερικότητα διαμορφώνεται υπερασπιζόμενη το αυτόχθον, τη λαϊκή παράδοση, διακηρύσσοντας την αντιπάθειά της προς την τεχνολογία και τον πολιτισμό της μαζικής κατανάλωσης. Γι’ αυτό στη συνέχεια η νεοτερικότητα θα καταστεί «εκσυχρονισμός», καθώς θα αποδέχεται τις νέες τεχνολογίες και θα εκτοπίζει την παράδοση, συκοφαντώντας την ως ίδιο των δικτατορικών καθεστώτων. Ο πολιτισμός, συνεπώς, επιχειρεί να αντισταθμίσει την απώλεια της εδαφικής επέκτασης –της Καταστροφής της μεγάλης ιδέας ως συλλογικού φαντασιακού- και συγχρόνως να διαπραγματευτεί τις εντάσεις ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, τον τοπικισμό και την δυτικοποίηση. Σύμφωνα με τη Λεοντή «Η θέση της εντοπίας είναι πως ο λόγος ενός λαού είναι κατά τρόπο μυθικό θεμελιωμένος στον τόπο, ακριβώς όπως οι άνθρωποι ριζώνουν στη γη. Αξίωση της εντοπίας είναι να αντλεί η τέχνη απευθείας από το ελληνικό τοπίο και όχι από ξενόφερτες μόδες». Συνεπώς και η ελληνική τέχνη ανήκει στους Έλληνες.
Η «αυτοχθονία» αναπτύχθηκε και στη Λατινική Αμερική σύμφωνα με τη Λεοντή. Έχει αναπτυχθεί κι αλλού, εδικά ως μορφή αντίστασης στην αποικιοκρατία και τον εκδυτικισμό. Το πρώτο ενοποιό στοιχείο της ελληνικής αυτοχθονίας θα είναι η Ακρόπολη, μετά το έργο του Γιαννόπουλου και τον αισθητικό εθνικισμό του, όπου ο Ελληνισμός ανάγεται σε «εθνικό αισθητικό κριτήριο». Ο ΤΟΠΟΣ αυτονομείται ως κατηγορία της αισθητικής και από το έργο κι από τον θεατή. Έτσι, η τέχνη αποδίδει τη νεοελληνική ταυτότητα και λειτουργεί συμπληρωματικά προς την πολιτική.
Με άλλα λόγια, ο λόγος του Ωραίου(της αρχαιότητας που αποδίδεται στον Τόπο, άρα δυνάμενος να αναπαραχθεί) και ο λόγος περί έθνους συγκλίνουν σε πολλά σημεία, λειτουργώντας ως συνιστώσες της συνισταμένης που λέγεται ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ.
Ποια η διαφορά «Ελληνικού ελληνισμού» και «Ευρωπαϊκού Ελληνισμού»; Και ποιος ο στρατηγικός του ρόλος στον Δυτικό Πολιτισμό(δες σχετικά Δ. Τζιόβα);
Οι δυτικοτραφείς ποιητές και κριτικοί της γενιάς του 1930 προσπάθησαν να δημιουργήσουν τη σύνθεση μεταξύ παραδοσιακού και νεοτερικού, να ισορροπήσουν ανάμεσα στον χοντροκομμένο λαϊκισμό του παρελθόντος και τον κοινωνισμό του παρόντος. Έτσι, η Ελληνικότητα θα γίνει «σύμβολο μιας νέας μορφής ανθρωπισμού, που θα πρόβαλε την νεοελληνική ιδιαιτερότητα μέσα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Ελληνισμού» (Α. Λεοντή). Ουσιαστικά πρόκειται για σύνθεση των θέσεων των δημοτικιστών και του αισθητικού εθνικισμού, για την τομή της γεωκλιματικής και φυλετικής αναπαράστασης του ελληνικού ιδεώδους, εκεί όπου συναντώνται το εθνικό, το παραδοσιακό και το κλασικό. Τελικά, πως αφομοίωσε ο νεολληνισμός, ο νεοελληνικός ΤΟΠΟΣ το ειδωλολατρικό κλασικό, το ορθόδοξο βυζαντινό και το λαϊκό οθωμανικό; Το «ελληνικό φως» θα αποκτήσει όχι μόνο αισθητικά χαρακτηριστικά αλλά οντολογικά καθώς αποδίδεται «μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως»(Γ. Σεφέρης).
Ετεροτοπία
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο δημοτικισμός θα προκύψει ως συνέπεια της έλξης από τον εθνικισμό της Δύσης.
Εδώ θα πρέπει να δούμε και τη λειτουργία της «παροικίας»(ιδιότυπης αποικίας και θετικό γκέτο) ως «τράπεζα της φαντασίας μιας κοινωνίας», εν προκειμένω της ελληνικής. Η παροικία(αλλά και το Πατριαρχείο ως κιβωτός και γκέτο για τον έλεγχο των αποκλινόντων) είναι μία ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ.
Ο σύνδεσμος μεταξύ μέλους και ομάδας βασίζεται στην πίστη των ατόμων ότι ανήκουν(αίσθημα του ανήκειν) σε ένα ιδιαίτερο σύνολο με υποκειμενική και συλλογική ταυτότητα, όσο και στο αίσθημα αλληλεγγύης. «Η πίστη στην ομάδα πηγάζει από την πίστη σ’ έναν τόπο και σε μια κοινή φυλή (ο τοπικισμός είναι από τους προσφιλείς όρους του Ψυχάρη).
Γ. Σεφέρης-Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση (Ερμής, ΝΕΒ, Αθήνα 1979): «Άλλοι πλησιάζομε την ιδέα της ελληνικότητας από το δρόμο της φύσης, άλλοι από τον δρόμο της ιστορίας. Άλλοι ερχόμαστε προς αυτήν από την ποίηση και την τέχνη της ή και από τη διαδοχή των θρησκειών της. Γι’ αυτό μπορεί σε πολλά να διαφωνούμε αναμεταξύ μας. Είναι όμως τόσον αδιάσειστη η εσωτερική ενότητα, που δεν μπορεί να μη συναντηθούμε σε μερικά καίρια σημεία. Μια αρετή φωτός που διώχνει τις σκιές, τη θαμπάδα και το μυστήριο που δίνει σαφήνεια στις γραμμές… Μια αρετή μέτρου, που δεν ανέχεται τα υπερβολικά μεγέθη, που θυσιάζει τα τιτανικά και τα γιγάντια στα ολύμπια και τα ανθρώπινα… ένα μέτρο σταθερό και όμως εύκαμπτο». Ο Σεφέρης μίλησε για την πορεία του ελληνισμού μέσα από τον αρχαίο, τον ελληνιστικό, και τον βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση.
Στο Σεφέρη οι Έλληνες δημιουργούν στην απέραντη διασπορά τους (είναι μια εξόριστη δύναμη) και με εξαίρεση τον Παλαμά κανείς δεν κατοικεί στην Ελλάδα(Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης, Θεοτοκόπουλος). Εδώ επιχειρείται η σύνθεση του νεοτερικού με το ελληνικό, του νεοτεριστικού διεθνώς με μια ΝΕΟΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ευαισθησία(Α. Λεοντή). Κι όπως γράφει ο Χένρι Μίλλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού: «Ο παγκόσμιος ποιητής άρχιζε να ωριμάζει μέσα του, με το να ‘χη ριζώσει τόσο παθιασμένα στο χώμα του λαού του». Ο Σεφέρης είναι διεθνικός ως νεοτερικός και ελληνικός καθώς αναζητά την αρμονία και την παράδοση. Στο Σεφέρη η παράδοση είναι ο Όμηρος(«Τους αρχαίους να θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας» Δοκιμές τομ. Α) και προσπάθησε να δημιουργήσει μια «νεοελληνική μυθολογία».
Οι ΔΕΛΦΟΙ είναι το χαμένο κέντρο -ΑΠΩΛΕΙΑ- καθώς αυτός ο ιερός τόπος της συλλογικής μυθολογίας εμπορευματοποιήθηκε, έγινε ξενοδοχείο. Σαν το εμπορευματοποιημένο σώμα που έχασε την ψυχή του. Ο ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ στην Κίχλη. Εκείνος που λέει «εγώ» είναι ο Οδυσσέας, που δεν αντιλήφθηκε το θάνατο του Ελπήνορα ειμή μόνο όταν τον βρήκε στον Άδη(δες και Πάουντ Canto I μετέφρασε το 1939 ο Σεφέρης). Στο Σεφέρη, ο Ελπήνορας είναι ο ελληνισμός καθώς βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ζωής και θανάτου. Σύμβολο του Ελπήνορα το ΚΟΥΠΙ, ο ερετμός, αυτό το «σήμα» ζητάει από το Οδυσσέα να βάλει στον τάφο του(νόστος σημαίνει επιστροφή στο φως και στη ζωή).
Το ΦΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ το αίμα του Ελληνισμού
Εκτός από τη δημιουργία μιας νεοελληνικής μυθολογίας ο Σεφέρης επιχειρεί να δημιουργήσει μια «εμπνέουσα πίστη», την πίστη πως τα αρχαία σημάδια σ’ αυτό το τοπίο έχουν τι δική τους ψυχή(Δοκιμές). «Το σημείο της κρίσης μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε εφαλτήριο για την αποκάλυψη».
Η ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗ παράθεση είναι η νεοτερική καινοτομία που έγινε στο όνομα μιας αυτόχθονης ελληνικής παράδοσης. Οι ποιητές και οι πεζογράφοι έβαλαν κλασικά κείμενα στα έργα τους, επανακωδικοποιώντας τον Ελληνισμό τοποθετώντας τις ψηφίδες του στα λογοτεχνικά τους κείμενα, τον ορίζουν τοπικά, για να τον υπερβούν στη συνέχεια, εντάσσοντάς τον στη ΔΥΣΗ. (ΕΔΩ δες ΠΟΥΛΑΝΤΖΑ, εσωτερική αστική τάξη και Τόυνμπη).
Έχουμε την εντοπία αλλά και την ΑΤΟΠΙΑ, τον εκτοπισμό του Ελληνισμού από τη σύγχρονη τάξη πραγμάτων.
Δεν ξέρω ποιος το είπε, η Αρτεμις Λεοντή ή κάποιος άλλος, αλλά παραπέμπει στο εγχείρημα του Κυρ. Μητσοτάκη: Οι πολιτικοί δεν κατάλαβαν ότι δεν αρκούσε «η επανατοποθέτηση μιας ζωντανής ομάδας ανθρώπων σ’ έναν τόπο»(1831), αλλά απαιτούνταν η δημιουργία ενός ολόκληρου ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Αυτό το «πολιτισμικό περιβάλλον» φιλοδοξεί να δημιουργήσει ο πρωθυπουργός της συντηρητικής κυβέρνησης.
Και για να γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, αρκεί να πούμε ότι «Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ήταν πρωτίστως ένας αγώνας για τον έλεγχο τα ων ερμηνειών του Ελληνισμού και μία βίαιη προσπάθεια να συγκεραστούν οι διιστάμενες εκδοχές της ελληνικότητας σε μία». Ποια ερμηνεία του Ελληνισμού, ποιο αφήγημα θα επικρατήσει σήμερα; Και, πρωτίστως, ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί ένας «νέος εμφύλιος»!
*Άρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες ελληνισμού-χαρτογραφώντας την πατρίδα, scripta, 1998