Τα σκουπίδια...

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 11.09.18 ]

-Και πού ’σαι; Του ’πε τ’ αφεντικό. Η μεριά σου σήμερα, είναι από Σταθμό και κάτω.  Και να ξανακάνεις ένα πέρασμα το μεσημέρι. Τα σχολεία ανοίγουν σήμερα!  Θα ’χει κάμποσο σκουπιδαριό μετά! Αναψυκτικά και τα ρέστα…  Τι με κοιτάς μωρέ ζωντόρνιο; Χάρη σου ’κανα και σε πήρα…  Να προσκυνάς την κυρά Ζέφη!

Άδραξε τα σύνεργα και ξεκίνησε. Σπρωχταριά το καρότσι με τους δυο κάδους, θερίο, η σκούπα και το φαράσι, ορθά γρατσαλωμένα στο πλάι. Και κίνησε.

Στο δρόμο, μονολογούσε μοναχός του. Όχι από μέσα του. Σιγανά, αλλά απέξω. Ατσούμπαλος στην κοψιά, κοντά δυο μέτρα, άντρας-παιδί στα σαράντα… Αχτένηγος, απεριποίηγος, τα βρακιά, ξεφεύγαν από το παντελόνι… Κάθε που έσκυβε, χαμπάρι δεν έπαιρνε πως ο πισινός του γινόταν δημόσιο θέαμα.

Πλησιάζοντας, η κίνηση της κακομοίρας! Αυτοκίνητα δεξιά-ζερβά, άντρες, γυναίκες της ηλικίας του, βαστώντας κάποιο παιδί από το χέρι. Δουλειά του αυτός, το μάτι στο δρόμο, σκουπίδι μην πάει χαμένο! Αλλά δουλειά δεν μπόραγε να κάνει. Και τότε, χτύπησε το κουδούνι. Τινάχτηκε σαν ελατήριο, δεν ήξερε αν το κουδούνι του πήρε τ’ αυτιά, ή η κυρία που του έκανε σήματα μέσα από τ’ αμάξι;

-Θα σε σκοτώσω βρε… άνθρωπε! Και θα πάω και τζάμπα φυλακή! Του κάνει, πηδώντας απ’ τ’ αμάξι, και τραβολογώντας έναν πιτσιρικά απ’ το χέρι! Είχε καθυστερήσει. Κι όπως τους κοίταγε να μπαίνουν στο προαύλιο από μακριά, είχε την εντύπωση, πως ο μπόμπιρας γύρισε και του ’βγαλε τη γλώσσα…

Όμως τώρα έπρεπε να κάνει δουλειά, δεν τον έπαιρνε για καθυστερήσεις. Γονείς, γρατσαλωμένοι στα κάγκελα, δεν μπορούσε να δει! Καλύτερα!  Άκουγε την φωνή, ο παπάς, ο διευθυντής, το «καλοσώρισες» της νέας χρονιάς…

Η σκούπα να γδέρνει τη γης… η σκούπα να γδέρνει τη γης!

Όταν βγήκανε τα παιδιά-καμιά ώρα μετά-, η δουλειά του είχε φτάσει στην άλλη γωνία. Θα μπορούσε να μη βλέπει, να μην ακούει καν! Δεν το ’θελε κιόλας. Όμως μια σκούπα στην καρδιά του μέσα, έγδερνε μια πληγή, τη μάτωνε, τόσο βαθιά που σκούπιζε αυτή η σκούπα!

Σκούπιζε μα δεν καθάριζε, ένα περίεργο πράμα.

Τώρα παιδιά και γονείς ξαναμπαίναν στ’ αμάξια. Η τελετή είχε λήξει.

Μάζεψε ακόμη κάποιες σκόρπιες κουβέντες από τη γης. « Στουρνάρι, χαμένε, πανίβλακα, αρούκατε, ανεπίδεκτε μαθήσεως!»

Τις πέταξε στο μεγάλο βαρέλι, αυτό στα ζερβά του. Αλλά τι στο διάλο! Δεν πετιόντουσαν αυτές, μόλις τις έριχνε, ξαναγύριζαν στη γης σχεδόν με κρότο!

Κουράστηκε.

…………………………………………………………………….

Σαν ξαναγύρισε το μεσημέρι, -κατά πώς τον είχε προστάξει τ’ αφεντικό του-, ο δρόμος, πράγματι είχε γεμίσει. Μπουκάλια από αναψυχτικά, χαρτιά από φαγωμένες τυρόπιτες. Κάπου μάλιστα πήρε το μάτι του και μια μισοφαγωμένη.

Αλλά τα σκουπίδια αυτά, εύκολα και υπάκουα μαζεύτηκαν.