Τα ποδήλατα

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 16.07.22 ]

Βρήκαν νεκρό το προσφυγάκι μέσα σε ένα φορτηγό που μετέφερε ποδήλατα. Θα πουληθούνε τα ποδήλατα να είσαι σίγουρος. Όλα εκείνα τα ποδήλατα που άκουσαν την τελευταία ανάσα του αγοριού αυτού και που τα στίλβωσε του τελευταίου του ονείρου η αύρα θα πουληθούνε. Εκείνα τα ποδήλατα που δεν καβάλησε ποτέ να κάνει την ποδηλατάδα του στον ήλιο και να χτυπήσει την πουρούδα κάτω από το παράθυρο ενός κοριτσιού και να κατέβει εκείνη μ’ ένα φουστανάκι απλό (γιατί είναι μόνη της μπουμπούκι δροσερό και τίποτ’ άλλο δεν χρειάζεται) και να κινήσουνε δικάβαλο ως τ’ ακρογιάλι, να κολυμπήσουνε γυμνά δελφίνια κι όταν γείρει για καλά ο ήλιος και βγει η σελήνη -ατόφιο ασήμι- αιώνια αγάπη (κι ας είναι άγουρη κι ας μην κρατήσει) να ορκιστούν και ν’ ανταλλάξουνε το πρώτο τους φιλί που θα κρατήσουνε για πάντα κλειδωμένο στην καρδιά τους και θα το ψάχνουνε κάθε φορά σε χείλη άλλα ως τα βαθιά γεράματά τους.

Όλα εκείνα τα ποδήλατα θα πουληθούν. Θα τα αγοράσουν άλλοι. Κάποια κάποιοι άλλοι θα τα κλέψουν. Δεν είναι λίγοι δα αυτοί που κλέβουνε ποδήλατα, αλλά δεν είναι και οι κλέφτες ποδηλάτων αυτοί που απ’ όλους περισσότερο θα πρέπει να φυλάγεται κανείς (θυμάσαι την ταινία;). Άλλοι θα τα οδηγήσουν τα ποδήλατα αυτά κι όχι το προσφυγάκι, κι ας ήτανε τα τελευταία πράγματα που αντίκρυσε απ’ αυτόν τον κόσμο. Άλλοι θα τα πάρουν για να είναι σε φόρμα. Άλλοι από οικολογική συνείδηση. Άλλοι γιατί άλλο μέσο μεταφορικό η τσέπη δεν αντέχει. Άλλοι ως μέσο βιοπορισμού (ντελιβεράδες με ποδήλατα). Άλλοι απλώς γιατί μπορούν να αποκτήσουν κάτι ακόμα και θα τα παρατήσουνε μετά στην αποθήκη να σκουριάζουν. Οι «αγγελοκρουσμένοι» απ’ αυτούς -οι πιο τρελάρες, αν το θες, και μπανταλοί) θα νιώθουν στις μανσέτες του τιμονιού να καίει ο ιδρώτας του αγοριού, θ’ ακούνε την πουρούδα να χτυπά, στο στήθος τους η πλάτη ενός φάσματος από φουστάνι θα τους κόβει την ανάσα, θα βλέπουνε τα φρένα να μην πιάνουν, θα βγαίνει η αλυσίδα μες στο ίσιωμα και θα τρελαίνονται οι ταχύτητες, θα λιώνουν τα πετάλια σαν πιο γρήγορα κι ίσως με κάποιο τρόπο μυστικό κι ανεξιχνίαστο η μέσα ακοή τους να «πιάνει αχνά» ένα σφύριγμα από τραγούδι ερωτικό που ακούγεται ανεπαίσθητα στο σεληνόφως και το ακούνε καθαρά μονάχα όσοι ανταλλάσσουνε το πρώτο τους φιλί με χείλη αγαπημένα κι όσοι δακρύζουν βλέποντας παιδιά να κάνουν βόλτες με ποδήλατα στον ήλιο, να γελούν και να σφυρίζουν, να φιλούν και να φιλιούνται και ποτέ να μην γερνούν, ποτέ να μην πεθαίνουν.

Σςςς, άκου. Φυσάει αέρας κατά δω. Δεν φέρνει μόνο καύτρες από τα καμένα δέντρα. Άκου… Σφυρίγματα είναι; Τραγουδούν; Χτυπάνε τις πουρούδες;

Κρίμα να μην ακούω καθαρά. Μια υποψία ήχων. Μακριά ακόμα, μα πλησιάζει… Λες να έρχονται και κατά δω παιδιά με τα ποδήλατά τους;

Να κάνω μήπως πρέπει φασαρία; Σαματά και ταραχή χτυπώντας ντενεκέδια; Να τα φυλάξω πρέπει, οπωσδήποτε, μη και τ’ ακούσουνε οι άλλοι που δεν αρκούνται μόνο να τους κλέβουν τα ποδήλατα, παρά βιάζουν και σκοτώνουν κι από πάνω. Δεν είναι αυτοί τρελάρες, μπανταλοί, είναι απ’ τους άλλους.