Σεπτέμβριος. Ο ένατος μήνας του έτους. Το όνομά του, όμως, το οφείλει στο λατινικό αριθμητικό septum (= επτά) και ήταν ο έβδομος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου. Ονομαζόταν και «χρονογράφος», γιατί επικρατούσε η πίστη ότι κατά τον μήνα αυτό ο χάρος «γράφει» εκείνους που πρόκειται να πεθάνουν κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Οι αγροτικές εργασίες έδωσαν κι άλλες ονομασίες στο μήνα αυτό, όπως Σταυριάτης ή Σταυρίτης και Σταυρός, Πετμεζάς, Χινόπωρος, Ορτυκολόγος (λόγω του περάσματος των ορτυκιών που αποδημούν), Τρυγομηνάς ή Τρυγητής (λόγω τρύγου) κ.ά. Θεωρείται επίσης ο μήνας των μεγάλων παζαριών(εμποροπανηγύρεις).
Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο, τα περισσότερα εμπορικά πανηγύρια της Πελοποννήσου, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας γίνονταν κάθε Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Η ευελιξία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των πανηγυριών. Η εμποροπανήγυρη είχε τις ρίζες της στην αρχαιότητα και στα μεσαιωνικά χρόνια αποτελούσε σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου.
Η ρωμαϊκή νομοθεσία απαγόρευε σε πρόσωπα που κατείχαν δημόσια αξιώματα την ενασχόληση με το εμπόριο. Η βυζαντινή αριστοκρατία, όμως, αναμειγνυόταν στο κερδοσκοπικό εμπόριο, εκμεταλλευόμενη μάλιστα μερικές συγκυρίες. Επιδίωξη του εμπορίου άλλωστε ήταν πάντοτε το κέρδος. Στο Βυζάντιο, εμπόριο, αγορές και πειρατεία συνυπήρχαν.
Το βυζαντινό πανηγύρι εντάσσεται στους κόλπους της εκκλησίας και προστατεύεται από το βυζαντινό δίκαιο, δεδομένου ότι αποτελούσε υποστηρικτική δομή ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου. Η θρησκεία τότε νοηματοδοτούσε το χρόνο των κοινωνιών (θρησκευτικές γιορτές, αργίες, αγροτικές εργασίες, εμποροπανηγύρεις). Η εμπορικότητα μιας πόλης, η γεωγραφική της θέση, η γειτνίασή της με λιμάνι ή σημαντικό χερσαίο δρόμο και κοντινές αγορές ήταν τελικά προϋπόθεση για την επιλογή της ως χώρου διεξαγωγής της εμποροπανήγυρης. Ο σημερινός ελλαδικός χώρος κατά την οθωμανική περίοδο, σε οικονομικό επίπεδο, αποτελούσε μια κατακερματισμένη περιφέρεια, με πολλές κατά τόπους ιδιαιτερότητες. Ο οθωμανικός πολιτισμός αποτελούσε κατά κύριο λόγο έναν πολιτισμό των πόλεων. Στις πόλεις διέμεναν τα πλουσιότερα μέλη της κοινωνίας. Εκεί επίσης κατέληγαν, σε μεγάλο βαθμό, οι αγροτικές πρόσοδοι.
Οι κάτοικοι των οθωμανικών πόλεων, μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι, είχαν τη δυνατότητα να συσσωρεύουν πλούτο και πολιτική δύναμη. Εξάλλου οι πόλεις αποτελούσαν τα κέντρα του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Η γεωγραφική και στρατηγική θέση της κάθε ελληνικής πόλης, οι παραδόσεις, η ιστορία και η προγενέστερη υλική υποδομή της, επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τη συνέχεια της λειτουργίας της. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι σπουδαιότερες εμποροπανηγύρεις στην Ήπειρο ήταν των Ιωαννίνων, της Άρτας, της Κόνιτσας και της Παραμυθιάς. Οι εμποροπανηγύρεις αυτές, με εξαίρεση, ίσως, των Ιωαννίνων, είχαν τοπικό χαρακτήρα. Τον 18ο αιώνα η Άρτα ήταν το κέντρο μιας εύφορης αγροτικής περιοχής, που παρήγε άφθονο σιτάρι, καπνό, κερί, μετάξι, βαμβάκι, δέρματα, μαλλιά, ξυλεία, αυγοτάραχο από τον Αμβρακικό κ.ά.
Η κυκλοφορία των αγαθών στην τοπική, εσωτερική αγορά γινόταν με τρεις τρόπους: α) τη μόνιμη, καθημερινή αγορά (μαγαζιά), β) την εβδομαδιαία αγορά (παζάρι), και γ) την εμποροπανήγυρη. Οι εμποροπανηγύρεις ήταν αυστηρά οργανωμένες αγορές, ετήσιου χαρακτήρα, όπου συγκεντρωνόταν πλήθος εμπορευμάτων και εμπόρων, από γειτονικές ή μακρινές περιοχές, κατά τη διάρκεια διαφόρων μηνών του έτους. Οι εμποροπανηγύρεις συνέβαλλαν στη σύνδεση της οικονομίας πόλης-υπαίθρου, στην κυκλοφορία του νομίσματος και στην ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών.
Στην Άρτα γινόταν κάθε χρόνο μια αξιόλογη εμποροπανήγυρη, που ονομαζόταν Μουχούστι ή Μουχούστιον (από το όνομα της συνοικίας όπου λάμβανε χώρα στα νοτιοδυτικά της πόλης μεταξύ της εκκλησίας της Παρηγορήτισσας και του πρώην κρατικού νοσοκομείου) και διαρκούσε οκτώ με δέκα ημέρες. Άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και τελείωνε στις 8 του ίδιου μήνα ή, όπως μας πληροφορεί ο λόγιος Μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος, άρχιζε στις 14 Σεπτεμβρίου και έληγε στις 24 του ίδιου μήνα. Κατά τη διάρκειά της γινόταν ζωεμπόριο, αλλά και εμπόριο αγροτικών, κτηνοτροφικών, καθώς και προϊόντων εισαγωγής. Εσχάτως, η εμποροπανήγυρη έχει προσλάβει τα χαρακτηριστικά έκθεσης και γίνεται στο τέλος του Σεπτεμβρίου.
Κατά τον 18ο αιώνα οι Βενετοί έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την εμποροπανήγυρη της Άρτας. Βενετοί, αρτινοί και επτανήσιοι έμποροι συμμετείχαν στις εμποροπανηγύρεις των Ιωαννίνων, της Κόνιτσας και της Παραμυθιάς. Παρά τη μεγάλη διάδοση των εμποροπανηγύρεων κατά τον 18ο αιώνα, υπήρχαν και σημαντικά εμπόδια στη διεξαγωγή τους, που σχετίζονταν με τους κινδύνους μετάδοσης επιδημιών, κυρίως της πανούκλας, τις ληστρικές επιθέσεις, καθώς και τις τοπικές ταραχές. Στις περιπτώσεις αυτές το εμπόριο σταματούσε εντελώς ή συνεχιζόταν μειωμένο. Οι τόποι διεξαγωγής των εμποροπανηγύρεων είναι γνωστό ότι ήταν επιρρεπείς στη μετάδοση της πανούκλας.
Λάμποβος είναι το παζάρι, η εμποροπανήγυρη, που γίνεται στις αρχές Οκτωβρίου στην Παραμυθιά. Η ονομασία προέρχεται από το Λάμποβο, ένα χωριό κοντά στο Αργυρόκαστρο της Αλβανίας. Λένε ότι η εμποροπανήγυρη είχε συσταθεί εκεί από τον Ιουστινιανό, τον 6ο αι. μ.Χ..
Θεωρείται το πιο παλιό παζάρι της Ηπείρου με ιδιαίτερη ακμή τον 18ο αι., όταν στην περιοχή παρατηρείται έντονη εμπορική δραστηριότητα.
Τα παζάρια συνδέονταν με τις επαγγελματικές συντεχνίες, με την εμπορική δραστηριότητα, την ανάπτυξη των πόλεων κοντά σε μεγάλους δρόμους και λιμάνια και τις θρησκευτικές γιορτές. Σε αυτά συμμετείχαν κυρίως οι μετακινούμενοι έμποροι από περιοχή σε περιοχή, οι μικροί παραγωγοί που ήθελαν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους με άλλα που οι ίδιοι δεν είχαν. Σημαντική ήταν και η αγοραπωλησία ζώων.
Τα παζάρια κρατούσαν αρκετές μέρες, τόνωναν το τοπικό εμπόριο, βοηθούσαν στην επικοινωνία των ανθρώπων, στις πολιτιστικές ανταλλαγές και πρόσθεταν ένα διαφορετικό, πιο χαρούμενο χρώμα, στις ζωές τους, καθώς έβρισκαν την ευκαιρία εκτός από τις εμπορικές δραστηριότητες και τις αγοραπωλησίες να διασκεδάζουν, τρώγοντας, πίνοντας και χορεύοντας.
Στο τέλος του φθινοπώρου γινόταν (και γίνεται την τελευταία βδομάδα του Σεπτέμβρη) το περίφημο "παζαρόπουλο", που είχε μεταφερθεί από τη Διπαλίτσα. Στο μεγάλο αυτό παζάρι μαζεύονταν χιλιάδες άνθρωποι απ' όλες τις κοντινές περιφέρειες, αλλά και από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Ανταλλάσσονταν πάρα πολλά ζώα, πουλούσαν ή αγόραζαν βελέντζες, κιλίμια, κάπες, γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Μέχρι και σήμερα έρχονται στο παζάρι οι όμορφες βελέντζες της Σαμαρίνας και του Ντέντσικου (Πληκάτι). Στις μέρες μας, μολονότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει, σε αρκετές πόλεις εξακολουθούν να γίνονται παζάρια, αν και με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά τους, και να προσφέρουν μια χαρούμενη νότα στη μίζερη καθημερινότητα. Μαζί με τους πλανόδιους πραματευτάδες και τα εμπορεύματά τους, ταξίδευαν και ταξιδεύουν, από εμποροπανήγυρη σε εμποροπανήγυρη, από τόπο σε τόπο ειδήσεις, προκαταλήψεις, ιδέες και όνειρα για μια καλύτερη ζωή.