Στις εργατικές

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 04.01.19 ]

Ένα στενάχωρο διαμέρισμα στις «εργατικές». Με ένα μικρό μπαλκόνι γεμάτο παλιατσαρίες. Αποσύνθεση. Πράγματα που σαπίζουν. Η μυρωδιά της φτώχειας και της εγκατάλειψης. Γύρω του πρόσωπα κρεμασμένα ισχνά, σφιγμένα. Συμβιβασμένα με τη μοίρα τους. Τα άδεια πορτοφόλια τους χωρούσαν μέσα τους τόνους πικρίας. Δίχως ελπίδα για το αύριο. Με μοναδική έγνοια να βρουν την επόμενη γουλιά αλκοόλ, το επόμενο τσιγάρο, την επόμενη δόση.

Κι εκείνος; Απόμακρος, απρόσιτος, σκοτεινός. Ένας ξένος. Με μάτια ανεξιχνίαστα. Που δεν σε άφηναν να δεις μέσα τους. Μάτια χειμωνιάτικα. Ψυχρά. Αν κάποτε εξέπεμπαν μια ζεστασιά, τώρα είχε από καιρό χαθεί. Ήταν σαν να κοιτούσες μια διάφανη νεκρή θάλασσα. Φέρνει μαζί του κάτι απ’ τη νύχτα. Η νύχτα είναι το βασίλειό του. Εκεί που όλα παίζονται. Στη νύχτα. Δεν είναι δυνατόν να τσαλαβουτάς στο βούρκο και να μη βυθιστείς. Ένα παράσιτο που τρεφόταν από τα συντρίμμια της ζωής των άλλων.

Ένιωσε μια σπίθα να ξεκινάει μια φωτιά στο στήθος του και να τον κατατρώει από μέσα προς τα έξω. Ένας άνθρωπος διαλυμένος εσωτερικά. Η ζημιά δεν είχε φτάσει ακόμα στην επιφάνεια. Επωαζόταν αόρατη στο εσωτερικό, κατατρώγοντας την ψυχή του.

Και κάθε ξημέρωμα γυρνάει στο σκοτεινό διαμέρισμα. Στη γυμνή κρύα σιωπή. Να θρηνήσει το θάνατο του ανθρώπου που υπήρξε κάποτε.