Η Πάργα είναι κτισμένη αμφιθεατρικά πάνω στο γήλοφο Πεζόβολος και απέχει περίπου 68 χιλιόμετρα από την Πρέβεζα και 40 χιλιόμετρα από την Ηγουμενίτσα. Περίπου δεκαπέντε χιλιόμετρα από την Πάργα βρίσκεται το σημαντικότερο αρχαίο μνημείο της περιοχής. Πρόκειται για το σπουδαιότερο νεκρομαντείο της αρχαιότητας, το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.
Στη βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο, όπου είναι χτισμένη η σημερινή Πάργα, τοποθετείται η ελληνιστική πολίχνη Τορύνη. Η Τορύνη κατείχε μια πολύ επίκαιρη θέση τόσο από γεωσυγκοινωνιακή όσο κι από γεωοικονομική άποψη. Συγκεκριμένα ήλεγχε τον χερσαίο ρωμαϊκό δρόμο, που οδηγούσε από τις θεσπρωτικές ακτές στην ενδοχώρα και τους δύο όρμους, του Βάλτου και του Κρυονερίου, απ' όπου περνούσαν υποχρεωτικά τα πλοία που ακολουθούσαν τον θαλάσσιο δρόμο Απολλωνίας-Βουθρωτού-Νικόπολης. Τέλος, η Τορύνη βρισκόταν σε μια περιοχή που ήταν, όπως και σήμερα, κατάφυτη από ελαιόδεντρα, ενώ η θάλασσα πρόσφερε στους κατοίκους της πλούσια αλιεύματα και δυνατότητες για ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου.
Αποτέλεσε κτήση των Νορμανδών, οι οποίοι έκτισαν το πρώτο φρούριο το 14ο αι. και κατόπιν των Bενετών, των Γάλλων, των Άγγλων και των Τούρκων. Στα χρόνια της Ενετοκρατίας η πόλη είχε σημαντικά προνόμια, γνώρισε οικονομική ακμή και αποτέλεσε γέφυρα ανάμεσα στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και τη Βενετία.
Όπως αποδεικνύεται ιστορικά η Πάργα υπήρχε ως οικισμός από τους βυζαντινούς χρόνους. Η πρώτη μνεία της Πάργας με αυτή την ονομασία γίνεται το 1387 από τον Ιωάννη Καντακουζηνό που όπως αναφέρει ήταν ήδη μια από τις κυριότερες πόλεις της Ηπείρου. Αναφέρεται βέβαια στην Νέα Πάργα που δημιουργήθηκε ύστερα από την καταφυγή εκεί των κατοίκων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τις επιδρομές των Αλβανικών φυλών της Πωγωνιανής.
Ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε με την συρροή των κατοίκων της περιοχής της Βαγεντίας (απέναντι από την Κέρκυρα), γύρω στο 1370. Η περιοχή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους δεχόταν πολλές επιθέσεις και επιδρομές πειρατών και ληστών. Η κατάσταση σταθεροποιείται από τα τέλη του 16ου αιώνα ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Το 1401 η πόλη καθίσταται ενετική κτίση, και ως τέτοια θα παραμείνει μέχρι το 1797. Κατά τη διάρκεια της ενετικής διοίκησης η Πάργα οχυρώνεται καθώς χτίζεται το κάστρο της, γίνεται εμπορικό κέντρο (στο Βάλτο σώζεται ακόμα η Ντογάνα, δηλαδή το Τελωνείο της εποχής), αποκτά προνόμια και αυτοδιοίκηση και αναπτύσσεται οικονομικά. Παράλληλα, οι ενετοί προχωρούν στη φύτευση του ελαιώνα, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος των Παργινών να ασχολούνται με την παραγωγή ελιάς και λαδιού.
Στην Πάργα, όπως και στην Πρέβεζα λειτούργησαν λιοτριβιά (ελαιοτριβεία) και σαπωνοποιεία. Την ίδια αυτή περίοδο αναπτύσσεται σημαντική εκπαιδευτική κίνηση με πρωτεργάτες ονομαστούς δασκάλους, όπως τον Ιερομόναχο Φιλόθεο, τον Αναστάσιο Μοσπινιώτη, τον Ανδρέα Ιδρωμένο και Χριστόφορο Περραϊκό, τον Αγάπιο Λεονάρδο, κ.ά. Κατά την Τουρκοκρατία, αρκετοί Σουλιώτες περνούν μέσω Πάργας προς τα Επτάνησα.
Tο 1797 πέρασε στα χέρια των γάλλων και το 1814 των άγγλων. Με την συνθήκη των Παρισίων 5 Νοεμβρίου 1815 και την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη, τα Επτάνησα αποτέλεσαν το αυτόνομο Ιονικό κράτος κάτω από την αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας και μετονομάστηκαν σε Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων. Οι Παργινοί οι οποίοι διατηρούσαν στενή σχέση με τα Επτάνησα βρέθηκαν και αυτοί υπό την κυριαρχία των Άγγλων. Oι Άγγλοι όμως και ο Τόμας Μέτλαντ ο οποίος είχε έρθει ως κυβερνήτης της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή μετά την απελευθέρωση της Κέρκυρας το 1814 θέλοντας να ενισχύσει τον Αλή Πασά και με τον τρόπο αυτό να μειώσει την επιρροή των Ρώσων στην περιοχή αποφασίζει να "πουλήσει" την Πάργα στον Αλή Πασά ο οποίος για χρόνια την πολιορκούσε και δεν μπορούσε να την κατακτήσει. Τελικά όσα δεν κατάφερε ο Τουρκαλβανός άρχοντας δια τις βίας επί σειρά ετών, είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να κατασκευάσει το κάστρο της Ανθούσας σε ύψωμα πάνω από την Πάργα για να πολιορκεί συνεχόμενα και να ελέγχει την πόλη, το κατάφερε με ένα πλούσιο αντάλλαγμα προς τους Άγγλους που συντελέστηκε στις 28 Απριλίου του 1819.
Τότε περίπου 4.000 Παργινοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν στα Επτάνησα, αφού προηγουμένως στις 15 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, ανάσκαψαν τους πατρώους τάφους και συναθροίζοντας τα οστά των προγόνων τους τα έκαψαν στη πλατεία της αγοράς για να μη βεβηλωθούν από τους Αλβανούς που εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στην περιοχή, παίρνοντας την τέφρα μαζί τους! Το απόγευμα της ίδιας ημέρας επιβιβάστηκαν σε πλοία και πέρασαν στη Κέρκυρα. Επίσης μαζί τους πήραν σε σάκους χώμα της πατρώας γης, ενώ για άλλα σκεύη εκκλησιών και οικογενειακά εμποδίστηκαν από τους Άγγλους. Το ποσόν της εξαγοράς της Πάργας ήταν 150.000 λίρες που συγκέντρωσε ο Αλή Πασάς με εράνους που διενήργησε στο πασαλίκι του.
Το δημοτικό τραγούδι "Της Πάργας" περιγράφει τον τραγικό ξεριζωμό των Παργινών. Σπουδαίος επίσης είναι σχετικός πίνακας του Διον. Τσόκου η "Φυγή της Πάργας". Ο ιταλός ποιητής Giovanni Berchet περιέγραψε το δράμα των κατοίκων στο έργο του "I Profughi di Parga" (1820) απο το οποίο εμπνεύστηκε ο Francesco Hayez τον ομότιτλο πίνακα (1830).
Έτσι η Πάργα ήταν η τελευταία πόλη του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου που πέρασε σε τουρκική κατοχή. Το 1913 η Πάργα εντάσσεται στο Ελληνικό κράτος. Πολλοί Παργινοί επιστρέφουν στον τόπο τους μετά την απελευθέρωση, στις 23 Φεβρουαρίου του 1913.
Ορμητήριο αγωνιστών και πνευματικών δασκάλων, η Πάργα θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη βεντέτα του Αλή πασά με τους Σουλιώτες, ενώ θ' αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον Ανδρέα Κάλβο και τον Ιταλό ποιητή Μπερτσέτε.
Τη 12η Αυγούστου του 1943 η γειτονική Αμμουδιά πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε από τους Γερμανούς με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν το χωριό και να μεταβούν στην Πάργα.
Οι κόλποι και τα νησάκια γύρω από την Πάργα
Κάθε χρόνο τον δεκαπενταύγουστο πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις στο Δήμο Πάργας, τα επονομαζόμενα Παργινά ή Κανάρεια. Οι εορτασμοί έχουν θρησκευτικό και ιστορικό χαρακτήρα.
Το βράδυ του εορτασμού της Παναγίας ο κόσμος μεταφέρεται με βάρκες στο νησάκι της Παναγιάς που βρίσκεται μπροστά από την πόλη της Πάργας. Το επόμενο βράδυ ανήμερα της Παναγιάς (15 Αυγούστου) πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται στον χώρο του λιμανιού για να παρακολουθήσει τη "βαρκαρόλα" η οποία αναπαριστά την επιστροφή των Παργινών και των Ιερών Κειμηλίων τους στην Πάργα. Σχεδόν ένα αιώνα μετά κατά την απελευθέρωση της Ηπείρου οι Παργινοί επέστρεψαν στην, ελεύθερη πια, Πάργα και το γεγονός αυτό αναπαρίσταται στη βαρκαρόλα. Δύο σειρές βάρκες από το κάστρο και τις Παυλούκες, στολισμένες φαντασμαγορικά με ενετικά φανάρια, κινούνται προς το λιμάνι όπου και τους γίνεται υποδοχή με πλήθος πυροτεχνημάτων και βεγγαλικών.
Μέσα στην πόλη της Πάργας υπάρχουν αρκετές και διαφορετικές παραλίες και κόλποι. Τους παλαιότερους χρόνους χρησίμευαν ως λιμάνια η αγκυροβόλια για τη ναυσιπλοΐα και βοήθησαν να γίνει το εμπορικό κέντρο που ήταν. Σήμερα έχουν συμβάλει σημαντικά στην τουριστική εξέλιξη της πόλης. Συγκεκριμένα το Κρυονέρι αντικρίζει το Νησάκι της Παναγίας. Στο κέντρο απέναντι από την παραλία δεσπόζει μια μικρή ψηλή βραχονησίδα που οι ντόπιοι την ονομάζουν Σκορδά. Δίπλα ακριβώς προς τα ανατολικά βρίσκεται το Πίσω Κρυονέρι μια μικρή παραλία επίσης εντός του οικισμού της Πάργας που περιστοιχίζεται από ψηλούς βράχους. Στα δυτικά της Πάργας εκτείνεται η ίσως πιο γνωστή παραλία της περιοχής ο Βάλτος.
Μια μεγάλη και τουριστικά ανεπτυγμένη παραλία που έχει θέα την πίσω πλευρά του κάστρου αλλά και τα σπίτια της περιοχής της Πάργας που ονομάζεται Τουρκοπάζαρο. Στα Ανατολικά 3 χιλιόμετρα έξω από την πόλη υπάρχει η παραλία Λίχνος, η οποία έχει και δύο μικρά θαλάσσια σπήλαια. Η παραλία είναι αμμώδης, αλλά έχει και σημεία με χαλίκια, και θεωρείται μια από τις πιο όμορφες της Πάργας. Περίπου 6 χιλιόμετρα ανατολικά από τη Πάργα μετά τον υδροβιότοπο του Καλοδικίου υπάρχει ο Αι Γιαννάκης. Τέλος έξι χιλιόμετρα στα Δυτικά της Πάργας κοντά στο χωριό Αγιά υπάρχει η παραλία Σαρακήνικο. Όλες οι παραπάνω παραλίες είναι προσβάσιμες οδικά. Επίσης υπάρχουν μια σειρά από παραλίες που προσεγγίζονται από τη θάλασσα όπως ο Άγιος Σώστης, η Σπαρτίλα, η Πωγωνιά