Σε καλά χέρια
[ Νίκος Προσκεφαλάς / / 18.02.23 ]Τα βράδια, λίγο μετά τις εννιά, βγαίνω συνήθως από το σπίτι και περπατώ στην υγρή νύχτα. Πουρνάρια, σκίντα, πέτρες και χώμα εδώ που ζω, ακινητούν τέτοιες ώρες κάτω απ’ το ημίφως του φανοστάτη. Μετά τα πρώτα τριάντα μέτρα, κάνω δεξιά και ανεβαίνω ασθμαίνοντας την ζόρικη ανηφόρα που ακολουθεί. Το κάνω επίτηδες, συνειδητά. Θέλω να δω πόσο θα ανέβουν, ως πού θα φτάσουν οι παλμοί της καρδιάς μου, μια που ο γιατρός μου βρήκε τις προάλλες ταχυπαλμία, αν θα καταφέρω να βαδίσω τελικά ως το τέρμα ή θα λυγίσει η καρδιά νωρίτερα και θα με αναγκάσει να επιστρέψω ηττημένος.
Σχεδόν πάντα λίγο πριν την κορυφή, συναντώ το ίδιο νεαρό παιδί, στο άνθος και στην ακμή της νιότης του, να κατεβαίνει αντίθετα προς το μέρος μου. Δεν καταλαβαίνω ποτέ αν είναι αληθινή αυτή η τόσο ζωηρή παρουσία ή μήπως η εξεγερμένη φαντασία μου, με βοηθό την νύχτα, μου παίζει κάποιο παιχνίδι. Το πιο παράξενο είναι πως μου μοιάζει λίγο. Έχει μια ελιά δεξιά στο λαιμό, σαν κι εμένα, βαδίζει σκυφτός, έχει το ίδιο περίπου βλέμμα. Με κοιτάζει φιλικά, σχεδόν συμπονετικά. «Μην κουράζεσαι άλλο», μου λέει, «δεν υπάρχει λόγος». «Δος μου την καρδιά σου. Θα συνεχίσω εγώ για σένα». Ανοίγω τότε χωρίς δισταγμό το στήθος, βγάζω την καρδιά μου και του την αποθέτω. Την παίρνει εκείνος προσεχτικά στα χέρια του και συνεχίζει την υπόλοιπη διαδρομή. Τον κοιτάζω καθώς απομακρύνεται με σκυφτό το κεφάλι και νιώθω πως αυτή μας η ομοιότητα είναι ίσως που μου εμπνέει τόση εμπιστοσύνη.
Ύστερα ησυχάζω, πέφτουν οι παλμοί μου, γυρίζω στο σπίτι ξαλαφρωμένος. Σίγουρος πως η καρδιά μου είναι σε καλά χέρια.