Ο Σαρτρ, ο Ζενέ, ο Καμύ και η βία
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 15.04.20 ]Η περίπτωση του Ζαν Ζενέ του νόθου παιδιού, του υιοθετημένου σύμφωνα με το σχέδιο της κοινωνικής πρόνοιας της Γαλλίας, του μικρού κλέφτη και δραπέτη, του φυλακισμένου, του φιλοναζιστή συγγραφέα, που «υιοθέτησε» αρχικά η Γαλλική «προδοτική» δεξιά του Βισύ και στη συνέχεια η αντιστασιακή Αριστερά του Σαρτρ, η ζωή αυτού του αμφιλεγόμενου ανθρώπου και καλλιτέχνη, που έγραψε μεταξύ άλλων «το ημερολόγιο ενός κλέφτη» και τις «Δούλες» (θεατρικό), δίνει ανάγλυφα το στίγμα της σημασίας των συμβόλων στην αντιπαράθεση αριστεράς και δεξιάς.
Ο Ζενέ άσκησε τεράστια γοητεία στις εμβληματικές μορφές της γαλλικής φιλοσοφίας και κριτικής (Σαρτρ, Φουκό, Ντεριντά). Η γαλλική, αριστερή διανόηση (οι εξουσιαστές του μεταπολεμικού λογοτεχνικού-φιλοσοφικού πεδίου σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, ή οι παράγοντες που μονοπωλούσαν «το χειρισμό των ιερών πραγμάτων» και πάλι σύμφωνα με τον Μπουρντιέ) ουσιαστικά κατασκεύασε τον Ζενέ ως σύμβολο και εικόνα.
Ποια είναι, όμως, η πραγματικότητα της ζωής και του έργου του Ζενέ; «Το έργο του Ζενέ και η φασιστική σκέψη παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες» απαντά ο Γιαμπλόνκα στο σχετικό βιβλίο του(«Οι ανομολόγητες αλήθειες», Εκδόσεις Καστανιώτη). Αλλά γιατί τότε οι αριστεροί τον υποστήριξαν, τον πρόβαλλαν, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα μύθο; Γιατί ο Ζενέ δεν ήταν ένας αστός φασίστας όπως ο Σελίν, ο Ρεμπατέ, ο Ροσέλ (αυτοί είναι οι αστοί φασίζοντες δεξιοί αντίπαλοι του επίσης αστού πλην αριστερού σπουδαστή της Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ, Ζαν Πωλ Ζαρτρ). Ο Ζενέ ήταν ένας από τους «κάτω», ένας αποκλεισμένος, ένας απόκληρος, ένας θύτης και συγχρόνως θύμα («Οι νταβάδες στο Μετρέ είναι θεότητες του κακού και απόλυτα θύματα»).
Έτσι, πάνω στο μύθο του Ζενέ, ο Σαρτρ θα εδραιώσει την άποψη σύμφωνα με την οποία οι απόκληροι είναι θύτες γιατί η κοινωνία τους όπλισε το χέρι, αποκλείοντάς τους από τους κόλπους της. Γι’ αυτό, όταν οι απόκληροι συνειδητοποιήσουν την κατάστασή τους, γίνονται αριστεροί! Σ’ αυτή τη λογική εντάσσεται το ενδιαφέρον του Σαρτρ, του Φουκώ και άλλων για τους απόκληρους, τους εγκληματίες, τους ομοφυλόφιλους, τους ανώνυμους «των οποίων ο λόγος καταπατείται και απορρίπτεται από το κατεστημένο».
Ο Σαρτρ ταυτίζεται με τις απόψεις του Ζενέ («Οι Νέγροι» γράφτηκαν σύμφωνα με τον τελευταίο «όχι υπέρ των μαύρων, αλλά κατά των λευκών). Γιατί ο Ζενέ μισεί, όπως και ο Σαρτρ. Μισεί την «αλαζονεία της δημοκρατικής Γαλλίας», την «υποκρισία μιας δημοκρατίας που έχει μεθύσει από ελευθερία και ισότητα, την ίδια στιγμή που αποστρέφει το πρόσωπό της από λαμπρούς μαθητές των οποίων το μόνο σφάλμα είναι ότι ανήκουν στον απλό αγροτικό κόσμο, τη στιγμή που φυλακίζει τους φυγάδες, οι οποίοι διψούν για ελευθερία, και τους στέλνει στα κάτεργα όπου ‘’βασανιστές τυραννούν τα παιδιά και τη στιγμή που υποδουλώνει ανθρώπους με το πρόσχημα ότι θα τους προσφέρει τα φώτα της».
Γι’ αυτό ο Ζενέ μετεωρίζεται, καθώς θα δει στο ναζισμό τη συντριβή αυτής της «δημοκρατίας» της αλαζονικής γαλλικής κοινωνίας, θα δει την ευκαιρία που έδωσε στους περιθωριακούς και, τέλος, θα δει το θέαμα μιας θριαμβεύουσας παραδοσιακής και αγροτικής κοινωνίας. Το μίσος των απόκληρων για τους αστούς, αυτό που αργότερα θα χαρακτηριστεί ως ένα φυσιολογικό «ταξικό μίσος», υπάρχει ήδη εδώ. Από εδώ απορρέει η αποθέωση του «κακού» από τον Ζενέ. Γιατί το κακό δεν είναι παρά η κόλαση των απόκληρων όπως την έχει οριοθετήσει η αστική ηθική, το αστικό, το κυρίαρχο, κανονιστικό «καλό». Συνεπώς, το καλό και το κακό αποκτούν ταξικά κριτήρια με βάση το ερώτημα «καλό και κακό για ποιόν;».
Ο Σαρτρ θα οικειοποιηθεί λογοτεχνικά, πνευματικά και πολιτικά την «κόλαση» του Ζενέ. Έτσι, ο δεύτερος θα γίνει ο μύθος-σύμβολο του αρχιεράρχη της αστικής, γαλλικής αριστεράς, ως «παράδειγμα» του καταπιεσμένου που γίνεται επαναστάτης, αρνούμενος τα δικαιώματα και τις ιδεολογίες των καταπιεστών του και μέσω της δύναμης της συνείδησης ξαναχτίζει τη ζωή του –Σαρτρ: «Το είναι και το μηδέν»-.
Ο Ζενέ θα γίνει κατ΄ αυτό τον τρόπο η ενσάρκωση της λαϊκής ανυπακοής στους νόμους των πειθαρχικών κοινωνιών (η πειθαρχία μέσω των ποινών αλλά και μέσω της επιβολής-γνώσης), και το «κακό» θα γίνει η ηθική των απόκληρων.
Σ’ αυτό το σημείο ξέσπασε η μεγάλη διαμάχη Σαρτρ και Καμύ (ο δεύτερος έλεγε όχι «βία στη βία», όπως διακήρυσσε ο Σαρτρ, ούτε θύτες ούτε θύματα, μήτε και στην καζουιστική του αίματος). Ο Καμύ, λαϊκής καταγωγής αυτός, αντιτάχθηκε στην τρομοκρατία της αριστοκρατικής, ακαδημαϊκής αριστεράς και στην «αντι-βία» της, που είναι ομοίως «βία». Ο Καμύ μάλλον συνέκλινε με τη Χάνα Άρεντ στη διάκριση μεταξύ Δύναμης και Βίας. Ως γνωστόν η Χάνα Άρεντ ήταν υπέρ της Δύναμης ως μία ελάχιστη αμυντική βία η οποία εξισορροπεί κάπως την κοινωνική ανισότητα και την υλική υπεροχή των «πάνω». Βέβαια, όπως είπε πρόσφατα και ο Νόαμ Τσόμσκι, οι «πάνω», δηλαδή οι πιο βίαιοι –λόγω της υλικής τους υπεροχής- τελικά επικρατούν στην αντιπαράθεση με τους «κάτω» με όρους βίας.
Όσο για τον Ζενέ, αυτός ο κλέφτης-ποιητής, η «μάστιγα» που έγινε η μασκότ μιας υπεροπτικής, αστικής, λόγιας αριστεράς, κάποια στιγμή απελευθερώθηκε και τότε έγινε ο κριτής κάθε εξουσίας, έγινε ένας αντιεξουσιαστής, στρατευμένος στον αγώνα υπέρ των αδυνάτων, αλλά θα πάψει να είναι μαζί τους όταν αυτοί γίνουν εξουσία.
Γιατί η Επανάσταση γίνεται τυραννία όταν γίνει εξουσία, αφού «Σε κάθε επανάσταση, υπάρχει μια παθιασμένη πουτάνα που τραγουδά τη Μασσαλιώτιδα και κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτά την παρθενιά της»(Το μπαλκόνι).