Σαν σήμερα

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 09.05.21 ]

Σαν σήμερα ακούμπησα για πρώτη μου φορά  σ’ έναν φρεσκοβαμμένο λουλακί τοίχο. Ήταν νωπός στο άγγιγμα του, λείος και μύριζε ασβέστη, θάλασσα, γη. Οι πόροι του ήταν διεσταλμένοι, ρουφούσε αχόρταγα το άρωμα μου, κάποια στιγμή ένιωσα την τρυφερότητα του χαδιού του.

 Σαν σήμερα έμαθα τι σημαίνει αφή γήινη, μέχρι τώρα γνώριζα μόνο τη ζέστη του ήλιου και του φωτός το άγγιγμα.

Σαν σήμερα έμαθα ν’ αφουγκράζομαι, ναι, ν’ αφουγκράζομαι τον ήχο των βημάτων που με πλησίαζαν, ν’ αφουγκράζομαι τον ανεπαίσθητο ήχο των χεριών που έφερναν να μου προσφέρουν δροσερό νερό. Έμαθα να το δέχομαι πάντα με ευγνωμοσύνη, να χαμογελώ κι ας μην το βλέπουν, να επιτρέπω να με ακουμπήσουν ανεπαίσθητα, να καθίσουν δίπλα μου, να με συντροφέψουν.

 Σαν σήμερα έμαθα τι σημαίνει αγναντεύω. Τι σοφό, τι όμορφο ρήμα. Ν’ αγναντεύω το πέλαγος, χωρίς να περιμένω κανέναν, μόνο να κοιτώ πέρα στον ορίζοντα ένα καΐκι που πλησιάζει από μακριά, την κορυφογραμμή του απέναντι βουνού· ν´ αγναντεύω τη ζωή.

Αγναντεύω μαζί με τη γυναίκα που κάθεται δίπλα μου, που ακουμπά την πλάτη της στον λουλακί νωπό τοίχο, που μυρίζει ασβέστη και θάλασσα, που μυρίζει γεράνι και καλοκαιρινή ανάσα.

Σαν σήμερα έμαθα να αγαπώ, ν’ αγαπώ τον πήλινο εαυτό μου, το χώμα που με γεμίζει, το γεράνι που φύτρωσε από τα σπλάχνα μου, το πεζούλι που στέκομαι πάνω του· εύθραυστη, αγαπημένη, συντροφευμένη και τόσο μα τόσο μοναδική.

Σαν σήμερα έμαθα πώς είμαι ο κόσμος όλος Εγώ μια πήλινη γλάστρα, ο ασβεστωμένος τοίχος και η σιωπηλή γυναίκα δίπλα μου.

*Επιμέλεια Νινέτα Πλυτά