Πόλεμος 1897: Η πυρπόληση του κάμπου της Άρτας

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ήπειρος / 02.10.20 ]

 Οι πιέσεις των Τούρκων στον χριστιανικό πληθυσμό της Ηπείρου οδήγησε σε αποδημίες. Δεκαέξι από τις είκοσι οικογένειες της Κορωνησίας υποχρεώθηκαν να πάνε στην Βόνιτσα. Όπως γράφει η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ: «Από Καρακονήσια, νησίδιων εν τω Αμβρακικώ κόλπω, ανεχώρισαν εις Βόνιτσαν δεκαέξ οικογένειαι χριστιανικαί εκ των είκοσι εν συνόλω κατοικουσών εκεί εγκαταλείψασαι τας οικίας των εις τους Τούρκους. Ούτοι δε μετά διαρπαγήν αυτών συνέλαβον τας εναπομεινάσας τέσσαρας οικογενείας και τας εφυλάκισαν…»(27 Μαρτίου 1897).    

Στην Ήπειρο το 1897 υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Θρασύβουλου Μάνου έναντι 28.000 Οθωμανών με 48 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Αχμέτ Χιφσί Πασά.

Το πρωί στις 6 Απριλίου/18 Απριλίου 1897, Κυριακή των Βαΐων το ατμόπλοιο «Μακεδονία» δέχτηκε καταιγιστικά πυρά στο στόμιο της Πρέβεζας και προσάραξε σε αβαθή προς το Άκτιο. Το συγκεκριμένο γεγονός σήμανε την έναρξη του πολέμου στο μέτωπο της Ηπείρου. Στην πόλη της Άρτας ο ελληνικός στρατός έλαβε θέση μάχης. Η 2η πεδινή πυροβολαρχία χτύπησε πρώτη το τουρκικό φρούριο στη θέση «Ιμαρέτ» και έλαβε άμεση απάντηση με καταιγισμό πυρών από τα 6 μεγάλα πυροβόλα, τα οποία έβαλλαν συντονισμένα κατά του Αμυντικού Στρατώνα Άρτας. Ανταλλαγή πυροβολισμών σημειώθηκε και στη γέφυρα της Άρτας αλλά και στην περιοχή της Κάτω Παναγιάς και της Περάνθης.

Στις 4 μ.μ. τα κανονιοφόρα του ελληνικού στόλου βομβάρδισαν το φρούριο της Σαλαώρας και κατέστρεψαν τα 2 πυροβόλα τύπου «Άρμστρονγκ». Οι Οθωμανοί της Σαλαώρας εγκατέλειψαν το φυλάκιο και υποχώρησαν μέσω Βίγλας και Ιμάμ Τσαούς προς την Φιλιππιάδα. Ο Ελληνικός στόλος κατέλαβε την Σαλαώρα.

Το βράδυ της 6ης Απριλίου, τοποθετήθηκε κινητή γέφυρα στο ύψος της Περάνθης και το πρωί της 7ης Απριλίου πέρασαν από αυτή, ένας λόχος Μηχανικού, ένας λόχος του 9ου Συντάγματος Πεζικού και 2 ίλες ιππικού και ύστερα από σφοδρή μάχη κατέλαβαν τα χωριά Νεοχώρι, Παχυκάλαμος και Ακροποταμιά, όπου οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει ορύγματα(το ίδιο και στα μετόπισθεν: Κωστακιούς και Χαλκιάδες). Οι Τούρκοι, τελικά, χρησιμοποιώντας ως ασπίδα τα γυναικόπαιδα της περιοχής, υποχώρησαν στο χωριό Μύτικα και οχυρώθηκαν στον Πύργο του Φουάτ Μπέη όπου υπήρχαν περίπου 1000 στρατιώτες. Το πρωί της 9ης Απριλίου, υπήρξαν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τον Αρτινό κάμπο κατά τη διάρκεια της νύχτας και είχαν κινηθεί προς τη γέφυρα του Λούρου και τη Φιλιππιάδα.

Σύμφωνα με την εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ»: «Την πρωΐαν (10 Απριλίου) ο λοχαγός Μπεράτης απέστειλεν εις τον ταξίαρχον τον υπολοχ. Κωνσταντινούπουλον, ίνα αναφέρη αυτώ περί της ανάγκης της προχωρήσεως προς κατάληψιν της Φιλιππιάδος […] διατάξας να γνωρίση τούτο και στον εις Κωστακιούς ταγματάρχη Κουμουνδούρον… περί την μεσημβρίαν αφίκετο με το τάγμα του ο ταγματάρχης Κουμουνδούρος… (που βρισκόταν στους) Κωστακιούς, όπου διανυκτέρευσε παρακολουθούμενος και υπό του λοχαγού του πυροβολικού Μήτσου Γ. με έναν ουλαμόν υπό τον ανθυπολοχ. Γαλανόν, του ετέρου υπό τον ανυπολ. Καράκαλον διαμείναντος εν τη γεφύρα Άρτης…»

Στη συνέχεια η εφημερίδα αναφέρεται στη λεηλασία των περιουσιών των μουσουλμάνων της Φιλιππιάδας(σ.σ. Χαμιδιέ): «Οι αντάρται ευρόντες την ευκαιρίαν και ενωθέντες μετά των Χριστιανών κατοίκων και πολλών εκ των πλησιοχώριων χωρικών ελεηλάτησαν τας ιδιωτικάς περιουσίας και ήθελον καταδηώσει την πόλιν αν μη εγκαίρως κατέφθανεν ο λοχαγός Μπεράτης και ολίγον αργότερα ο ταγματάρχης Κουμουνδούρος με το τάγμα του… την 1μμ αφίκετο και ο ταξίαρχος Μπότσαρης». Το χάος ήταν τέτοιο που «δεν γνώριζε το σκυλί τον αφέντη του» γράφει η έκθεση του συνταγματάρχη Στράτου υπό τον τίτλο: «Η κατάληψις της Φιλιππιάδος», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ(Σάββατον, 12 Ιουνίου, 1899).

Οι Έλληνες προχώρησαν μέχρι τα Πέντε Πηγάδια όπου είχαν οχυρωθεί οι Τούρκοι αλλά μετά από αψιμαχίες στις 27 και νέες επιθέσεις στις 28 και 29 δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι αφού δεν έρχονταν ενισχύσεις. Στις 12 Μαΐου έγινε νέα Ελληνική επίθεση ενώ Ηπειρώτες εθελοντές προσπάθησαν να αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα. Ο ελληνικός στρατός επιτέθηκε στις 13 Μαΐου κοντά στην Στρεβίνα με σκοπό να καταλάβει και να κρατήσει τη θέση, πράγμα που κατάφερε την επόμενη. Τελικά όμως οπισθοχώρησε στις 15 Μαΐου.

Οι κάτοικοι των χωριών του κάμπου βρίσκονταν στο έλεος όλων, όχι μόνο των Τούρκων αλλά και των Ελλήνων στρατιωτών. Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (8 Μαΐου 1897) γράφει ότι «Πολλοί χωρικοί παραπονούνται εν Άρτη δια τους ίππους των οι οποίοι προσελήφθησαν εις τον στρατόν άνευ αποζημιώσεως και άνευ αποδείξεως… Λέγεται ότι πολλοί στρατιώται εφυγάδευσαν εις τας πατρίδας τους πολλούς τοιούτους ίππους».  

Όμως η μεγάλη συμφορά συνέβη μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού. «Αι εν Ηπείρω καταστροφαί εκ μέρους των Γκέκηδων και Νιζάμιδων είνε απερίγραπτοι. Τα χωρία Βλαχέρνα, Γρεμνίτσα(σ.σ. εννοεί Γραμενίτσα), Καστακί(σ.σ. εννοεί Κωστακιοί), Ράχι, εγυμνώθησαν. Η κατάφυτος πεδιάς από Νεοχώρι μέχρι Λούρου ποταμού εσπαρμένη εκ σίτου εθερίσθη υπό των Τούρκων… Άρτα 16 Ιουλίου 1897», γράφει η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (19 Ιουλίου 1897).  

Κωστακιοί

Για τα εγκλήματα Οθωμανών στρατιωτών στους Κωστακιούς και άλλα χωριά της Άρτας το 1897, διαβάζουμε στην εφημερίδα "Σωτηρία" (Μάιος 1897*):

"Ως επληροφορήθημεν μετά την συνομολόγησιν της ανακωχής, τα Τουρκικά της ’Ηπείρου στρατεύματα, αφού κατέστρεψαν σχεδόν όλα τα πλούσια ελληνικά χωρία της ’Ηπείρου, προέβησαν και εις την έξ ολοκλήρου καταστροφήν του πλουσίου εις ελαιώνας κάμπου της 'Αρτης εκ του οποίου άλλα μεν δένδρα κατέστρεψαν δια πυρκαΐάς άλλα δε απέκοψαν. Aι εντεύθεν εις τους κατοίκους της Άρτης προξενηθείσαι ζημίαι υπολογίζονται ως αρκετά σημαντικαί".

Στην ίδια εφημερίδα "Σωτηρία" που κυκλοφόρησε στις 27 Μαΐου 1897 (αριθμός φύλλου 78) και υπό τον τίτλο "Αίσχη των Τούρκων εν Ηπείρω" διαβάζουμε: "Κατά τηλεγράφημα εξ Άρτης προς την κυβέρνησην μανθάνομεν...":

"Οι Τούρκοι στρατιώται Ασισιανοί και εξ Αδριανουπόλεως ελθόντες και εις χωρίον Κωστάκη(σ.σ. εννοεί Κωστακιοί ή Κωστάκιοϊ) ημίσειαν ώραν απέχον γεφύρας Αράχθου διέπραξαν φρικώδη και ανεκδιήγητα τερατουργήματα, βία ησέλγησαν επί 19ετούς Αγγελικής Πιτσελή και επί 50ετούς Μαρίας Γ. Χήρας και επί παίδων Γ. Γκολέμπα, Δ. Λουκα, Β. Βούκα, Β.Β. Παντελά. Χθες πάλιν επετέθησαν κατ' απομενουσών εν χωρίω 20 γυναικών, αίτινες απέφυγαν ατίμωσιν διότι αντισταθέντων ανδρών εύρον ευκαιρίαν, καίτοι διωκόμεναι να κρυβώσιν εις ελώδη μέρη(σ.σ. κατέφυγαν στο βάλτο). Εκ τοιαύτης αποτυχίας, οργή θηρίων εστράφη κατ’ αντισταθέντων ους δεινώς εκακοποίησαν εξ ων Κούτσικας και Β. Παπαδημητρίου διατρέχουσιν έσχατον κίνδυνον.

Διέρρηξαν θύρας ναών αγίου Γεωργίου και Νικολάου(σ.σ. είναι εκκλησίες στους Κωστακιούς) και αφού εσύλησαν αυτούς ίθραυσαν αγίας εικόνας και εβεβήλωσαν ιερά θυσιαστήρια διά περιττωμάτων. Διήρπασαν άπαντα ζωα και παν ότι περιείχε εν τις οικίαις πλησίων χωρίων, τριων τετάρτων απεχώντων. Εντευθεν δέκα ομοια ανθρωπόμορφα τέρατα ητίμασαν μόνην εκεί ευρισκομένην γυναίκα 15ετή παρθένον γυναικαδέλφην Δ. Σακογιάννη υπό ομματα 70ετούς πατρός της δαρέντος ανηλεώς προηγουμένως καί δεθεντος. Αμφότεροι διατρέχουσιν έσχατον κίνδυνον.

Δύο γυναίκες εκ Λελόβου (Θεσπρωτικό) έν θέσει Μαύρη εφόνευσαν αφού ητίμασαν τρεις νέους έκ Μετοχιού, ζεύξασαι εκ Σκάρας και δι αυτών μετενεγκούσαι εκ Στρεβίνας (Καμπή) εις Φιλιππιάδα αροβόσιτον, ον διήρπασαν.

Εν συνόλω δε καθ’ έκάστην πανταχόθεν καταγγέλλονται βεβηλώσεις ιερών ναών καί εικόνων, διαρπαγαί, ατιμώσεις παρθένων και παίδων. Παντού τελεία ερήμωσις και καταστροφή, τελούμενη υπό όμμα και διαταγάς αξιωματικού".

*ΟΙ ΓΑΡΙΒΑΛΔΙΝΟΙ

Στις 14 του Μάη, με το παλιό ημερολόγιο, έφτασε στην Άρτα η μία ομάδα από τους Ιταλούς σοσιαλιστές και αναρχικούς με το όνομα Γαριβαλδινοί ή «κόκκινα πουκάμισα»  (camicca rosa) ως εθελοντές στο πλευρό των Ελλήνων κατά των Τούρκων. Επικεφαλής τους ήταν ο συνταγματάρχης Μπερτιέ. Σύμφωνα με ιταλικές πηγές έχουμε δύο αντιφατικές πληροφορίες για την υποδοχή των Γαριβαλδινών. Η μία μας λέει, ότι οι Αρτινοί υποδέχτηκαν τους Γαριβαλδινούς με χαρές και ζητωκραυγές, ενώ η δεύτερη πηγή μας λέει, πως δεν ήταν λίγοι οι Αρτινοί, οι οποίοι εξαιτίας της έλλειψης ειδών πρώτης ανάγκης προσπαθούσαν να επωφεληθούν οικονομικά από τους Γαριβαλδινούς, πουλώντας σε αυτούς είδη σε υψηλές τιμές! Ο Φίλιππος Τρόγια , ένας 26χρονος από τη Ρώμη, γράφει σε επιστολή προς την μητέρα του, την επόμενη ημέρα από την μάχη του Γρίμποβου: «Είναι 5 μέρες που φύγαμε από την Αθήνα και τώρα βρισκόμαστε στην Άρτα. Ο πόλεμος σε εξέλιξη και τα σπίτια εγκαταλελειμμένα και οι λίγοι έμποροι μας εκμεταλλεύονται και κάνουν λεφτά. Το μεγαλύτερο μέρος είναι κλεισμένοι μέσα στα καταστήματά τους και για να μας ανοίξουν κτυπάμε τις πόρτες».

Ο συνταγματάρχης Μπερτιέ συνάντησε τον Θρασύβουλο Μάνο και του ζήτησε να εμπλακούν στην μάχη. Ο Μάνος γνωρίζοντας τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις τους είπε πως δεν χρειάζεται, γιατί σε λίγο η μάχη τελειώνει και οι ίδιοι είναι έτσι και αλλιώς κουρασμένοι από το ταξίδι και την πορεία στην βροχή και θα έπρεπε να ξεκουραστούν. Οι Γαριβαλδινοί την ώρα που συναντιόταν ο Μπερτιέ με τον Μάνο πέρασαν στην πρώτη γραμμή και έλαβαν αμέσως θέσεις μάχης απέναντι από το τουρκικό πυροβολικό. Στόχος τους ήταν να ρίξουν ένα μέρος των δυνάμεων τους στα νώτα του τουρκικού πυροβολικού και να το εξουδετερώσουν. Όμως ο Μπερτιέ έφερε την διαταγή της μη συμμετοχής και οι Ιταλοί εθελοντές επέστρεψαν στον καταυλισμό τους. Ο διμοιρίτης Αυρέλιο Ντράγκο, δημοσιογράφος και αργότερα Ιταλός γερουσιαστής, αγνόησε τις διαταγές και με 17 συντρόφους του πέρασαν στην πρώτη γραμμή. Εδώ διακρίθηκε ο νεαρός από την Ρώμη, ο Φιλίππο Τρόγια, που φορώντας το κόκκινο πουκάμισό του περνά στο ύψωμα του Γκριμπόβου, μπαίνει μπροστά και μάχεται όρθιος! Ο Εμμανουέλ Αλτιμπράντι, πολεμιστής και αυτός στο λόφο του Γρίμποβου, γράφει: «Ο Φίλιππος Τρόγια μόλις έφτασε πάνω στο ύψωμα του Γριμπόβου, πήγε στη πρώτη γραμμή και το κόκκινο πουκάμισο μαζί με τις πέτρες δημιουργούσαν ατμόσφαιρα φωτιάς. Ήσαν μια μεγάλη λαδιά από αίμα (πουκάμισο με χώμα). Έπεφταν οι Έλληνες κοντά σε αυτόν νεκροί τραυματίες, αυτός ακίνητος απαντούσε με τα όπλα. Τόσο ανδρεία είχε, που ένας Έλληνας αξιωματικός με το ζόρι τον τράβηξε κάτω.».

Οι Γαριβαλδινοί έβλεπαν απογοητευμένοι την οπισθοχώρηση των Ελλήνων από μία μάχη που κέρδιζαν. Δεν μπορούσαν να το καταλάβουν. Το απόγευμα της συνθηκολόγησης εγκατέλειψαν την Άρτα και διανυκτέρευσαν στο Μενίδι. Το πρωί της επόμενης μέρας βρέθηκαν περικυκλωμένοι από Έλληνες στρατιώτες που τους ζήτησαν να παραδώσουν τα όπλα με την αιτιολογία, ότι τα όπλα αυτά είχαν κλαπεί από τον ιταλικό στρατό και ήταν κτήμα της ιταλικής κυβέρνησης. Έπρεπε δε να πάνε στην Ζαβέρδα(Πάλαιρο Αιτωλοακρνανίας), να επιβιβαστούν σε πλοία. Αυτό συμφωνήθηκε μεταξύ του υπουργού εξωτερικών της Ελλάδας και του πρέσβη της Ιταλίας στην Αθήνα. Οι αστικές κυβερνήσεις των δύο χωρών συνεννοήθηκαν τάχιστα για την αντιμετώπιση του κόκκινου «κινδύνου» που απειλούσε την εξουσία τους!

Πολλοί Ιταλοί παρέδωσαν τα όπλα τους και έφτασαν στην Ζαβέρδα, όπου μπήκαν σε πλοία με προορισμό την Κέρκυρα και από κει την Ιταλία. Ο Μπερτιέ και μια μικρή ομάδα αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και ζήτησαν να πάνε πεζοί στην Αθήνα. Οι Έλληνες αξιωματικοί δέχθηκαν το αίτημα του Μπερτιέ. Εδώ, στη Ζαβέρδα σκοτώθηκε ο ήρωας του Γρίμποβου, ο νεαρός Φιλίππο Τρόγια…