Πρώτη Ανάσταση
[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 22.04.22 ]Ντύσου γρήγορα και άντε στη γιαγιά να προλάβεις να κοινωνήσεις.
Εκεί έχω τα ρούχα σου έτοιμα, εγώ δε θα ρθω σήμερα στην εκκλησία.
Ντύνομαι βιαστικά, πολύ μου αρέσει το βυσσινί κυριακάτικο, καλό μου φόρεμα, «αυτό θα βάλεις Μεγάλο Σάββατο σήμερα, η Πρώτη Ανάσταση»
Τα μαύρα μου λουστρίνια δίπλα με περιμένουν.
Και παραδίπλα τα ολοκαίνουργια κατακόκκινα πασουμάκια με στρογγυλές φουντίτσες μπροστά, τα παντοφλάκια που μου αγόρασε προχτές η γιαγιά, δώρο, για το Πάσχα .
Προσπερνώ τα λουστρίνια, χώνω τα πόδια μου στα μαλακά πασουμάκια και φεύγω τρέχοντας, πετάω να προλάβω μην τελειώσει η λειτουργία.
Η μαμά δε με είδε ντυμένη , σίγουρα θα της αρέσουν όπως τα ταίριαξα όλα κοτσάρισα και την βυσσινί ασορτί κορδέλα στα μαλλιά.
Μπαίνω στην Παναγιά σοβαρή όπως πρέπει, ξεχνιέμαι για λίγο και τρέχω στο στασίδι της γιαγιάς, με παίρνει αγκαλιά «μπράβο κόρη μου πρόλαβες».
Σε λίγο στέκομαι καμαρωτή στη σειρά για τη θεία κοινωνία, πίσω μου η γιαγιά.
Προχωρώ ανοίγω το στόμα , κρατώ στο σαγόνι μου το κόκκινο ύφασμα, ο παπά Νικόλας κοντοσταματά για ένα λεπτό.
Με κοινωνεί κανονικά όμως η ματιά του είναι αυστηρή.
Ψιθυρίζει μέσα από την ψαλμωδία κάτι «καλά, με τις παντόφλες σε έστειλε η μάνα σου να κοινωνήσεις Μεγάλο Σάββατο; Ντροπή!»
Ντροπή, καίνε τα μάγουλα μου, η γιαγιά που έχει δεύτερο ξάδερφο τον παπά Νικόλα θυμώνει μαζί του, θα του τα ψάλλει, λέει, από την καλή.
Το τροπάρι που θα του ψάλλει δεν το κατάλαβα, δεν το ξέρω, εμένα όμως μου τα ψέλνει η μάνα στο σπίτι.
Οι καμπάνες της Παναγιάς χτυπούν χαρμόσυνα.
Απόσπασμα από γραφή που ξετυλίγεται.