Ποιος θα μιλήσει για την «πουλημένη» ψήφο;

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 23.05.23 ]

«Μας υποσχέθηκαν ότι θα διορίσουν το παιδί», λέει η κυρά Ρήνα στην Άρτα, δικαιολογώντας την ψήφο της.

Ο πολίτης-πελάτης είναι εδώ. Η ρουσωική θέση «για μία κυβέρνηση του λαού από το λαό για το λαό» παραμένει ένας μύθος. Δεν εκλέγει ο λαός –για την ακρίβεια το εκλογικό σώμα- αλλά εκείνοι που καταφέρνουν να εξαγοράσουν τα «πακέτα ψήφων» των «κάτω». Αυτό δεν το λέμε εμείς, το έχει γράψει εδώ και χρόνια ο Λέστερ Θόροου, άλλοτε σύμβουλος του πρώην Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον.

Το πελατειακό σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί αδιάλειπτα από τον 19ο αιώνα. Το βλέπεις στις προσλήψεις χιλιάδων αστυνομικών, στρατιωτικών κ.ά., στις μεταθέσεις, στα ατομικά επιδόματα αλλά και στις επιχειρηματικές επιδοτήσεις.

«…οι Έλληνες δεν αντιμετωπίζουν την διαφθορά μόνο ως πρόβλημα, αλλά ως κάτι με το οποίο πρέπει να ζουν αν θέλουν να εξυπηρετούνται, ως ένα αναπόσπαστο συστατικό του ελληνικού τρόπου ζωής…», έγραφε πρόσφατα γνωστός αρθρογράφος (ΤΑ ΝΕΑ 4.5.2023).

Ναι, η διαφθορά αντιμετωπίζεται ως ένα «μη πρόβλημα», ως συστατικό του ελληνικού τρόπου ζωής! Άρα μην ντρέπεσαι κυρά Ρήνα που «πουλάς» την ψήφο σου, μην αισθάνεσαι ενοχές, κάνεις ό,τι κάνουν όλοι, αυτό είναι η κανονικότητα!

Και όταν η «διαφθορά» είναι «μη πρόβλημα» και συστατικό του τρόπου ζωής μας, τότε δεν υπάρχουν ιδεολογικά όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, μεταξύ ηθικότητας και ανηθικότητας, γιατί όλα βυθίζονται στον απόλυτο σχετικισμό, όλα επιτρέπονται, όλα αποενοχοποιούνται.

Όπως η κυρά Ρήνα, το ίδιο και ο Κώστας, που επιχειρεί στον τουρισμό, ψήφισε ΝΔ (πριν ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ), όχι τόσο θορυβημένος από τον επικοινωνιακό κονιορτό του 20% των εισφορών του Κατρούγκαλου, όσο από τις υποσχέσεις (την πλειοδοσία) του τοπικού βουλευτή για συμμετοχή στα χρήματα του ταμείου ανάκαμψης. Έτσι, ο δημοκρατικός ανταγωνισμός αντί να βασίζεται σε προγραμματικές αρχές και το γενικό συμφέρον, βασίζεται σε μια πλειοδοσία στη διαφθορά και στα ειδικά συμφέροντα. Σ’ αυτή την πλειοδοσία επιδίδονται όλα τα συστημικά, συντηρητικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και των σοσιαλδημοκρατικών.

Η «διαφθορά» αυτού του είδους δεν είναι στοιχείο μόνο του «ελληνικού τρόπου ζωής», όπως λέει ο αρθρογράφος των «Νέων», αλλά γενικό φαινόμενο του καπιταλιστικού μοντέλου. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, έγραφε προ καιρού ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί παντού «προς όφελος λίγων μεγάλων συμφερόντων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί ένας ανταγωνισμός στη διαφθορά. Η διαφθορά είναι ένα σύνθετο σύστημα και για να λειτουργήσει χρειάζεται, επίσης, τη διάβρωση εκείνων των κοινωνικών κανόνων και θεσμών στους οποίους στηρίζεται η εικονική «σχετική ισότητα». Αυτούς τους θεσμούς, το χρήμα τους υπονομεύει και ουσιαστικά τους αντικαθιστά μ’ ένα δίκτυο παράλληλων θεσμών με οσμή μαφίας (σ.σ. κάθε συνειρμός είναι λογικός) μέσω των οποίων αμείβονται οι «δικοί» και τιμωρούνται οι «άλλοι». Οι θεσμοί αυτοί προμηθεύουν στα συστημικά κόμματα εξουσίας και στους υπάκουους πολιτικούς τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ, πακέτα εργαζόμενων-ψηφοφόρων) για να κερδίζουν τις εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας (θέσεις σε πανεπιστήμια, εταιρείες...). Οι ίδιοι θεσμοί (πανεπιστήμια, ινστιτούτα, ΜΜΕ, ΜΚΟ) συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων που θα εκλαϊκεύει στα πετσωμένα μίντια και θα ενισχύει αντιλήψεις όπως τα περί "μη προβλήματος" της διαφθοράς, της μη χρησιμότητας του κοινωνικού κράτους, της ανάγκης μείωσης των μισθών και των συντάξεων, ή της φορολογικής ελάφρυνσης των επιχειρήσεων, της ιδιωτικοποίησης της Παιδείας, της Υγείας, του Νερού, των πάντων, «ακόμα και της μάνας τους» που έλεγε ο Σαραμάγκου.

Συμπερασματικά, το πολιτικό σύστημα αντλεί κατ’ επίφαση τη δημοκρατική νομιμοποίησή του από τους πολλούς, ενώ στην πραγματικότητα νομιμοποιείται από την υλική στήριξη των υπερπλούσιων. Το ιδεολογικό προκάλυμμα αυτής της προσομοιωμένης δημοκρατίας είναι η άποψη πως ο πλούσιος (Ροβινσώνας) και ο φτωχός υπηρέτης του (ο Παρασκευάς) αντί να βλάπτουν ο ένας τον άλλο, μπορούν να συνεννοούνται για να χρησιμοποιήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις ιδιαίτερες ικανότητές τους! Εδώ εδράζεται ο μύθος της «σχετικής ισότητας». Σημαντικός είναι ο ρόλος των διανοούμενων για τη διαμόρφωση αυτής της ψευδούς εικόνας, οι οποίοι επικαλούνται αδιαλείπτως τη δημοκρατία, όπως ο Ταρτούφος τα ονόματα των αγίων, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει ισότητα επιλογών ανάμεσα στους "από κάτω" και στους "από πάνω"!

Το πελατειακό σύστημα και η διαφθορά νομιμοποιήθηκαν μέσω της «κοινωνίας του ρίσκου», που εισήγαγαν οι εκσυγχρονιστές του Κ. Σημίτη. Έκτοτε, ο διεφθαρμένος πολιτικός, ο παράνομος επιχειρηματίας αλλά και ο «βυσματούχος» πολίτης δεν είναι παρά οι «έξυπνοι» που αναλαμβάνουν «κινδύνους». Γι’ αυτό η περίφημη κοινωνία των πολιτών όταν ακούει για σκάνδαλα, για χρηματισμούς πολιτικών, για «οφ σορ» εταιρείες, για εκβιασμούς και δωροδοκίες δεν αγανακτεί, δεν εξεγείρεται παρά μόνο όσο διαρκεί το τηλεοπτικό θέαμα. Έτσι, το «μαύρο πολιτικό χρήμα» και οι πελατειακές σχέσεις των κομμάτων με τους «πάνω» όσο και οι πελατειακές σχέσεις με τους «κάτω»(θέση στο δημόσιο, μικροε-εξυπηρετήσεις), παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις για εξάλειψή τους παραμένουν ένας βασικός συστατικός παρα-θεσμός του ελληνικού πολιτικού συστήματος. 

Πλέον έχουμε έναν «νέο νιτσεϊσμό», ο οποίος σύμφωνα με τον Χάμπερμας τείνει να αποδομήσει όλα τα κριτήρια και να δείξει ότι η πολιτική «αναλώνεται αποκλειστικά με βρώμικες υποθέσεις». Έτσι, όμως ενισχύεται η απαξίωση της πολιτικής, οδηγώντας τους πολίτες στην αποχή. Τέσσερις στους δέκα πολίτες δεν ψήφισαν στις προχθεσινές εκλογές.

Εάν δεν είχαμε τη συντριβή του Σύριζα, θα μιλούσαμε σήμερα για την αποχή, που έλαβε το ίδιο ποσοστό με το πρώτο κόμμα, δηλαδή 40%.

Πώς εξηγείται η αποχή; «Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική, γιατί η πολιτική δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς» έγραφε παλαιότερα η γαλλική εφημερίδα Le Monde. Αλλά αν η πολιτική δεν ενδιαφέρεται για τους πολίτες, δηλαδή για το γενικό συμφέρον, τότε γιατί ενδιαφέρεται; Όπως προείπαμε: Για τα ειδικά συμφέροντα, δηλαδή για τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.

Η αποχή δεν είναι πάντα απολιτική. Αντίθετα, μπορεί να είναι κι ένα μεγάλο «όχι» στη μεταδημοκρατία, τη δημοκρατία ως προσομοίωση, την ολιγαρχία με δημοκρατική μάσκα, όπου βιομήχανοι, εταιρείες και πολιτικοί διαπραγματεύονται τα πακέτα των ψήφων. Μπορεί να είναι και ένα μεγάλο «ναι» στην ανεύρετη σήμερα δημοκρατία, τη δημοκρατία όπου η ψήφος συνιστά πραγματικά έκφραση της πολιτικής βούλησης και όχι αντικείμενο αγοραπωλησίας, όπου ο ψηφοφόρος λογίζεται ως πολίτης και όχι ως πελάτης.
Υπάρχουν πολίτες που δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα, που αρνούνται την ακύρωση των κοινωνικών θεσμών και της ουσίας της δημοκρατίας και οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά σε οργανώσεις ειδικών σκοπών: αλληλεγγύης, προστασίας του περιβάλλοντος, αντιρατσιστικών και φεμινιστικών οργανώσεων κ.ά. Οι πολίτες αυτοί δεν εκφράζονται από τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης των σημερινών κομμάτων. Θεωρούν ότι τα κόμματα είναι επιχειρήσεις οικογενειών και παραγόντων ή επαγγελματιών που αναπαράγουν την προσωπική εξουσία τους. Ότι γενικά το παιγνίδι είναι στημένο και γι’ αυτό αρνούνται να το νομιμοποιήσουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκλωβίζονται στον ατομικό πυρήνα τους (υπάρχουν και αρκετοί που ιδιωτεύουν), αλλά επιχειρούν να βρουν ή να διαμορφώσουν νέες πολιτικές δομές, νοηματοδοτώντας τες άλλοτε με ανθρωπιά και άλλοτε με μίσος. Ναι με μίσος. Οι πρώτοι είναι οι δημοκράτες, οι αριστεροί και οι δεύτεροι είναι οι φασίστες.

Γι’ αυτό η Chantal Mouffe μιλάει για την ανάγκη επανακαθορισμού της φιλελεύθερης δημοκρατίας, για τον αγώνα για περισσότερο ριζοσπαστική, εξισωτική, συμμετοχική μορφή δημοκρατίας και τον δημοκρατικό ακτιβισμό που ενοφθαλμίζει με τα αιτήματα της ισότητας όλο και περισσότερες κοινωνικές σφαίρες. Αυτή νομίζω είναι η λύση στο σημερινό αδιέξοδο...