Ποια παιδοκτόνος φύση γεννά τούτα τα αλαβάστρινα παιδιά;

[ Θεόδωρος Χαμπίδης / Ελλάδα / 06.02.21 ]

 

Πλησίαζε χωρίς να ελέγχει τα βήματά του. Ήταν αδύνατο να γυρίσει πίσω. Αυτόματα διένυε μια πορεία. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά μπορούσε να στρίψει. Δεν είχε βάρος και η ταχύτητα με την οποία διέσχιζε τον δρόμο ήταν απόλυτα σταθερή. Η θερμοκρασία, οι οσμές, τα ακούσματα ήταν όλα ανεπαίσθητα και ανώδυνα. Όντως, δεν ακουγόταν τίποτα, αλλά ήξερε, διαισθανόταν πως κάτι είχε να περιμένει στο τέλος της διαδρομής. Διαπίστωσε πως τα υφάσματα που κάλυπταν το σώμα του ήταν χωρίς ραφές και μέσα στην αχλή της ατμόσφαιρας έμοιαζαν άσπρα. Για το χρώμα δεν ήταν σίγουρος, γιατί τριγύρω σχεδόν όλα ήταν στην ίδια απόχρωση. Σκέφτηκε, όμως, ότι αυτό δεν κούραζε τα μάτια – αντιθέτως! - και τότε έσκυψε και είδε τα πόδια του. Ήταν γυμνά. Ωστόσο, σαν να πατούσε σε βαμβάκι ούτε που ένιωσε να τον ενοχλεί κάτι στο πέλμα. Απόρησε, αλλά…..

«Παρακαλώ, είστε έτοιμος;»

Σήκωσε το κεφάλι και διαπίστωσε πως μπροστά του βρίσκονταν σε ένα βάθρο σε παράταξη καθισμένα πέντε άτομα. Ένας στο κέντρο, αυτός που μιλούσε, και άλλοι τέσσερις εκατέρωθεν.

«Ξεκινήστε. Έχουμε συγκεντρωθεί όλοι.» είπε και έτεινε τα δυο του χέρια και έδειξε δεξιά και αριστερά.

Κατατρόμαξε. Δεν κατάλαβε πότε μαζεύτηκαν όλοι αυτοί. Αθόρυβα, χωρίς καμιά αντίδραση, ίσα που ανάσαιναν, αλλά όλοι αμίλητοι τον κοιτούσαν στα μάτια. Το βλέμμα τους ουδέτερο. Όταν διαπίστωσε πως όλοι ήταν ντυμένοι με ρούχα σαν τα δικά του, πήγε να πει….

«Πότε….;»

«Έχετε δέκα λεπτά. Μπορείτε να αρχίσετε.»

«Τι πρέπει να κάνω;»

«Πάρτε τα όλα από την αρχή. Εμείς θα καταλάβουμε. Ξεκινήστε και θα δείτε ότι όλα θα γίνουν όπως πρέπει.»

«Ναι, αλλά από πού να ξεκινήσω;»

«Σας είπα: από την αρχή. Τι άλλο να σας πω; Ξεκινήστε από την πρώτη πρώτη στιγμή.»

«…»

Σιώπησε. Γύρισε και κοίταξε τους άλλους που ανέκφραστα συνέχιζαν να τον κοιτούν. Διαπίστωσε μια ομοιότητα στο βλέμμα όλων και τότε κατάλαβε πως δε διέφερε καθόλου από αυτούς. Τρόμαξε.

«Νομίζω ότι μοιάζω με όλους αυτούς εδώ …. Δηλαδή, δε διαφέρω.»

Έστρεψε το βλέμμα του σε αυτόν που του έθετε τις ερωτήσεις, το βλέμμα του οποίου είχε γίνει επίμονο και εξεταστικό.

«Από την αρχή ε; Γεννήθηκα …. εεε…. γεννήθηκα. Υποθέτω θα έκλαψα, μόλις γεννήθηκα. Μετά άρχισα να ρουφώ της μάνας μου το στήθος. Γεύτηκα το γάλα της. Σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες απέβαλα το μηκόνιο. Τον πέμπτο μήνα έφαγα ρυζάλευρο. Σε λίγο χορτόσουπες, κοτόπουλο, μπανάνα. Ενός έτους περπάτησα και δύο ετών μίλησα. Όταν, λίγο αργότερα έμαθα να αφοδεύω ελεγχόμενα, πήγα στο πρώτο μου σχολείο. Διάβαζα στα τέσσερα και μετρούσα μέχρι το εκατό. Στα έξι μου βαθμολογήθηκα για πρώτη φορά με άριστα. Έμαθα να χορεύω, να παίζω μουσική, να αμύνομαι, να αποστηθίζω, να αθροίζω, να διαιρώ, να μαλώνω, να διεκδικώ. Στα δώδεκα μου αυνανίστηκα. Στα δεκατέσσερα ήξερα πια να μιλάω και άλλη γλώσσα πέρα από τη μητρική μου, ενώ στα δεκαπέντε … ήρθα σε σεξουαλική επαφή. Θέριεψα και έγινα ένα ωραίο κλωνί. Ανταγωνίστηκα και διακρίθηκα, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκα και με ερωτεύτηκαν και κάποτε ερωτεύτηκα το άτομο που με ερωτεύτηκε. Στρατεύτηκα, οδήγησα, ξενύχτησα, μέθυσα, δούλεψα, αγχώθηκα, ταξίδεψα, παντρεύτηκα, τεκνοποίησα, αγκάλιασα, τάισα, απάτησα, έκλαψα, μετακόμισα, κουράστηκα, έγειρα και αποκοιμήθηκα…. Κάποια στιγμή - δε θυμάμαι πότε - δε θα ξεχάσω ότι έκανα αυτό που δε θα λησμονήσω ποτέ. Έβγαλα τα παπούτσια μου και ξυπόλητος περπάτησα πάνω σε ένα καταπράσινο χορτάρι με έναν ήλιο τεράστιο από πάνω. Η μεγαλύτερη ηδονή που έζησα ήταν αυτό το άγγιγμα στις πατούσες μου. Θα μπορούσαν να μη γίνουν όλα στην ώρα τους, σκέφτηκα. Μερικά θα μπορούσαν να μη γίνουν καν.»

«…»

Τα καρφωμένα μάτια αυτού που έκανε τις ερωτήσεις ατάραχα άλλαξαν όψη. Γύρισε και είδε πως όλοι γύρω είχαν μια ματαίωση που φανέρωσε λύπη. Μόνο που δεν ήξερε για ποιον.

«Πολύ καλά. Μπορείτε να πηγαίνετε.»

«Είμαστε εντάξει; Αυτό θέλατε;»

«Μάλιστα. Αυτό. Θα προχωρήσετε από αυτό τον δρόμο.»

«Και…;»

«Θα σας πουν παραπέρα. Καλή συνέχεια!»

«…»

«Παρακαλώ, παρακαλώ, με ακούτε. Όχι από αυτό τον δρόμο. Εσείς από εκεί πρέπει να περάσετε.»

Το βλέμμα των άλλων δεν άλλαξε. Σιωπηλοί συνέχιζαν να βλέπουν την αποχώρησή του. Προχώρησε χωρίς να ξαναγυρίσει πίσω.