Λουίτζι Πιραντέλο: Ο γιος του Χάους

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 28.06.21 ]

Πρώτα, το "εν αρχή ην το Χάος". Ύστερα, το ποιητικό ξόρκι του Καζαντζάκη, που ήθελε να ξαπλώσει στη μέση του χάους και να το γονιμοποιήσει. Ακολούθησε το χάος ως «μαύρη ενέργεια» (dark energy) που σπρώχνει το σύμπαν προς τα έξω. Μετά, το μαγικό "χάος" των αδελφών Ταβιάνι. Και τέλος, το περιοδικό «Χάος» και ο Τίτος Πατρίκιος να μιλά για το ταξίδι του στο Κάος της Σικελίας, την πατρίδα του Πιραντέλο και του Καμιλέρι.

Τώρα η συνάντηση με το χάος γίνεται μέσω της θαυμάσιας μυθιστορηματικής βιογραφίας του Λουίτζι Πιραντέλο που έγραψε ο συντοπίτης του Αντρέα Καμιλέρι. «Εγώ λοιπόν είμαι γιος του Χάους», γράφει σ’ ένα γράμμα του ο Πιραντέλο, «και όχι αλληγορικά αλλά στην κυριολεξία, γιατί γεννήθηκα σε μια αγροτική περιοχή που βρίσκεται κοντά σ’ ένα πυκνό δάσος που ονομάστηκε, στη διάλεκτό μας, Κάβουζου από τους κατοίκους του Τζιρτζέντι... διαλεκτική παραφθορά της αγνής αρχαίας ελληνικής λέξης Χάος...». Και συνεχίζει, «Ερχόμαστε στη ζωή με πολλούς τρόπους, με πολλές μορφές: δέντρο ή βράχος, νερό ή πεταλούδα... έχοντας τριγύρω, άγνωστο, τον τεράστιο κόσμο, την απέραντη και αδιαπέραστη κενότητα της ύπαρξης...». Αγαπάτε τα ζώα και τα φυτά, γιατί αυτά ήμασταν, λέει και ο Καζαντζάκης.

Σικελία και Κρήτη, οι ομοιότητες πολλές αλλά και οι διαφορές. Ο Πιραντέλο ήταν θαυμαστής του Τζιάκομο Λεοπάρντι (Ανάλεκτα). Γι’ αυτό καταριέται «τον πολιτισμό που μας καταστρέφει». Η ευτυχία ανήκει στη φύση, στη φυσική αρμονία, την «εντοπία», στα άγρια θηρία, σ’ αυτούς που δεν έχουν ούτε «σύζυγο, ούτε χρέη ούτε σκέψεις». Προπάντων η δυστυχία των διανοουμένων είναι οι σκέψεις, η υπερτροφία του Εγώ, η παροξυμμένη αγάπη για τον εαυτό τους, το άπιαστο κυνήγι της ευτυχίας μέσω του έρωτα, της αθανασίας μέσω της τέχνης, είναι ο αδύνατος συνδυασμός τους. Ο μεσογειακός Πιραντέλο προσπάθησε με το σικελικό τρόπο να πετύχει το συνδυασμό των δύο προσώπων, των δύο παθών. Αντίθετα, ο βόρειος Κάφκα αντιλαμβάνεται το ασύμβατο και επιλέγει με οδυνηρό τρόπο την τέχνη, αφού, όμως, χρειάστηκε να βιώσει μια τρομαχτική «Δίκη» και την κοινωνική καταδίκη.

Ο Πιραντέλο θα πιστέψει ότι μπόρεσε να ενώσει «αυτά τα δύο υπέρτατα ιδανικά: τον Έρωτα και την Τέχνη» με αποτέλεσμα η γυναίκα του να τρελαθεί και ό,τι αγαπούσε πιο πολύ (η κόρη του) να φύγει μακριά για να επιβιώσει.

Ο σικελικός τρόπος όπου «η κοινωνία του άντρα είναι η αρσενική και της γυναίκας η θηλυκή» δεν μπορεί να λειτουργήσει έξω από τη Σικελία και πέραν ορισμένου χρόνου. Οι «πατριωτικοί γάμοι» δεν ευδοκιμούν σε συνθήκες πραγματικού ή ιδεατού κοσμοπολιτισμού. Κανένας «γάμος» δεν μπορεί να υπάρξει όταν το ένα Εγώ καλύπτει τα πάντα, μην αφήνοντας τίποτα να φυτρώσει γύρω του. Και πέριξ του φοβερού «Εγώ είμαι ο Λουίτζι Πιραντέλο» δεν φύεται τίποτα. «Μέσα μου υπάρχουν, θα ‘λεγα, δύο πρόσωπα... Τολμώ να πω ότι υπάρχει ένας μεγάλος κι ένας μικρός εαυτός: αυτοί οι δύο κύριοι βρίσκονται σχεδόν πάντα σε διαμάχη μεταξύ τους, ο ένας είναι φοβερά αντιπαθής στον άλλο... Είμαι συνεχώς μοιρασμένος ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο πρόσωπα. Πότε επικρατεί το ένα και πότε το άλλο. Εγώ υποστηρίζω, φυσικά, πολύ το πρώτο, εννοώ τον μεγάλο εαυτό μου· προσαρμόζομαι και συμπονώ τον δεύτερο, που είναι κατά βάθος ένα πλάσμα όπως όλα τ’ άλλα...» (γράμμα στη γυναίκα του Αντονιέτα).

Ο οίκτος και η συμπόνια είναι τα συναισθήματα με τα οποία εκτελούνται από τη μεγαλοσύνη -ή τη μεγαλομανία του, «εγώ δεν γεννήθηκα μικρός» έλεγε- η μετριότητα και τα συνήθη, καθημερινά πλάσματα καθώς και ο «ένας» του εαυτός. Γι’ αυτό ίσως θα πει πως η «η τρέλα της γυναίκας μου είμαι εγώ». Ο Πιραντέλο γίνεται διάσημος, «μεγάλος» κι έτσι η μανία ανταποκρινόμενη σε μια πραγματικότητα επιδέχεται διαχείριση, αντίθετα αυτοί που μένουν στη σκιά του ασθενούν, εκτός κι αν φύγουν ή αλλάξουν όνομα!

Εντέλει, το ζεύγος Λουίτζι-Αντονιέτα «αποτελείται από ένα (εγώ) πραγματικό πού έχει γίνει φάντασμα -η γυναίκα του- και από ένα (αυτός) φάντασμα που έγινε πραγματικό». Η εσωτερική διχοτόμηση του Πιραντέλο, η διχοστασία του όπου δύο διαμετρικά αντίθετες κατηγορίες εμπειριών συγκρούονται και χαρακτηρίζουν και τους ήρωές του (Ο Μακαρίτης Ματία Πασκάλ) ξεκινά από την εφηβεία του. «Οι πρώτες είναι ξεκάθαρα στοχαστικές και περιπαθείς, για να μην πω παθητικές, στο εσωτερικό μιας συνείδησης κατακερματισμένης, φορές φορές, από την πολυμορφία της, κλεισμένης στη μοναξιά της ή αποξενωμένης από τους άλλους· οι άλλες, εκούσιες και θετικές, στοχεύουν στο να αρνηθούν και να αναστρέψουν τις προηγούμενες», γράφει ο Ζαν-Μισέλ Γκαρντέρ το 1972.

 Όλα εντούτοις ξεκινούν από ένα λαϊκό παραμύθι που διηγείται στον Πιραντέλο η παραμάνα του. Το νεραϊδόπαιδο είναι ένα διανοητικά ανάπηρο και δύσμορφο παιδί που η μάνα του πιστεύει πως μια νεράιδα ζήλεψε την ομορφιά του και τον πήρε μακριά όπου ζει σαν πρίγκιπας. Ο ίδιος ο Πιραντέλο θα πιστέψει ότι κατά λάθος γεννήθηκε εδώ και ότι ανήκει αλλού. Μόνο που δεν θα βρει ποτέ το δικό του βασιλικό θρόνο όπως στο παραμύθι, μόνο μια ματαιόδοξη διασημότητα. Γι’ αυτό ξαπλωμένος δίπλα στην παράλυτη γυναίκα του θα καταλάβει αυτό που και ο τελευταίος χωρικός καταλαβαίνει χωρίς να πάει μακριά, «τη ζωή ή τη ζεις ή τη γράφεις»!

 Ο Λουίτζι Πιραντέλο γεννήθηκε σαν σήμερα το 1867 (πέθανε το 1936), πεζογράφος και ίσως ο σημαντικότερος σύγχρονος ιταλός θεατρικός συγγραφέας. Ισχυριζόταν ότι είναι ελληνικής καταγωγής και ότι το επίθετό του είναι παραφθορά του ελληνικού Πυράγγελος. Σπούδασε νομικά, φιλολογία και γλωσσολογία στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Ρώμης και της Βόννης και δίδαξε ως καθηγητής ιταλικής φιλολογίας στο ανώτατο ινστιτούτο της ιταλικής πρωτεύουσας. Στη Ρώμη ο Πιραντέλο συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά, δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματά του. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1899. Η οικονομική καταστροφή του πατέρα του όμως, το 1903, τον ανάγκασε να αποδυθεί σε σκληρό αγώνα επιβίωσης ο οποίος τον έφερε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα έγραψε το κυριότερο μυθιστόρημά του, "Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ" (1904), που η απήχησή του τον επέβαλε ως πεζογράφο. Ακολούθησαν τα έργα "Οι γέροι και οι νέοι" (1909), "Τερτσέτι" (1912), "Η τράπουλα" (1915), κ.ά. Εκείνο όμως που έμελλε να τον κάνει διάσημο σε όλο τον κόσμο ήταν το θεατρικό του έργο, το πρώτο μέρος του οποίου συνέθεσε και πάλι σε μια οδυνηρή εποχή γι' αυτόν, εξαιτίας του θανάτου της μητέρας του και της ψυχικής ασθένειας της γυναίκας του. Τα κυριότερα θεατρικά έργα του, με τα οποία αποκρυσταλλώθηκε το ύφος γνωστό ως "πιραντελλισμός", είναι: "Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)", 1917, "Η ηδονή της τιμιότητας", 1917, "Όλα σε καλό", 1920, "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα", 1921, "Να ντύσουμε τους γυμνούς", 1922, "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε", 1930, κ.ά. Το 1934 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Πέθανε στη Ρώμη, το 1936.