Πεσόα και Καβάφης: Tι να μας πει ένα όνομα…

[ ARTI news / Ελλάδα / 07.01.22 ]

ΧΑΡΤΗΣ 37 {ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022}

του Ρις Χιουζ

Μετάφραση: Μιχάλης Μουλάκης

Με­ρι­κές φο­ρές, πα­ρό­τι γνω­ρί­ζου­με πως κά­τι δεν εί­ναι αλη­θές, παίρ­νου­με αυ­θαί­ρε­τα και συ­νει­δη­τά την από­φα­ση να το πι­στέ­ψου­με. Πολ­λά μπο­ρεί να συ­νη­γο­ρούν στην πε­ποί­θη­σή μας, όπως εν­δεί­ξεις και στοι­χεία που ίσως οδη­γούν σε κά­ποια απο­κά­λυ­ψη. Έπει­τα, όμως, ξε­προ­βάλ­λει μια μι­κρή ανα­κο­λου­θία, και όλη η ει­κα­σία μας κα­ταρ­ρί­πτε­ται ως εξαρ­χής απί­θα­νη και εξω­φρε­νι­κή. Εμείς, πα­ρ’ όλα αυ­τά, πα­ρα­μέ­νου­με πι­στοί στην ιδέα μας, διό­τι, έστω και σ’ ένα απο­κλει­στι­κά αι­σθη­τι­κό επί­πε­δο, εξα­κο­λου­θεί να μας σα­γη­νεύ­ει.

Έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα με τον δι­κό μου ισχυ­ρι­σμό ότι ο ποι­η­τής Πε­σόα (1888-1935) και ο ποι­η­τής Κα­βά­φης (1863-1933) ήταν το ίδιο πρό­σω­πο. Ανα­κά­λυ­ψα το έρ­γο αυ­τών των δύο εξαι­ρε­τι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των σχε­τι­κά αρ­γά στη ζωή μου. Πρώ­τος ήταν ο Πε­σόα. Πολ­λές ήταν οι εξορ­μή­σεις μου στη Λι­σα­βό­να, πολ­λές οι φο­ρές που εί­δα το άγαλ­μά του έξω από το αγα­πη­μέ­νο του στέ­κι, πολ­λά τα εγκώ­μια που άκου­σα να του πλέ­κουν λά­τρεις της υψη­λής λο­γο­τε­χνί­ας. Κα­τό­πιν άρ­χι­σα να τον δια­βά­ζω, και βρή­κα στα γρα­πτά του μιαν αξιο­θαύ­μα­στη φω­νή, ένα ιδιαί­τε­ρα γνή­σιο τα­λέ­ντο.

Ο Κα­βά­φης ήρ­θε με­τέ­πει­τα να μου πο­λιορ­κή­σει τη συ­νεί­δη­ση. Τ’ όνο­μά του ξε­φύ­τρω­νε εδώ κι εκεί στο θαυ­μά­σιο Αλε­ξαν­δρι­νό Κουαρ­τέ­το (1957-60) του Λό­ρενς Ντά­ρελ, και το μά­τι μου έπε­σε πά­νω σε ένα αντί­τυ­πο μιας συλ­λο­γής ποι­η­μά­των του σε ένα πε­ρί­ερ­γο βι­βλιο­πω­λείο σε ένα πα­ρά­ξε­νο χω­ριό σε ένα από­μα­κρο μέ­ρος μιας μυ­στή­ριας πε­ριο­χής της αγ­γλι­κής επαρ­χί­ας. Πα­ρό­λο που νιω­σα την επι­θυ­μία ν’ απο­κτή­σω το βι­βλίο, τε­λι­κά πα­ρέ­λει­ψα να το αγο­ρά­σω. Μό­νον αφό­του εντό­πι­σα το ποί­η­μά του «Η πό­λις» σ’ ένα ανά­τυ­πο που πε­ριεί­χε μό­νο αυ­τό, μό­νο τό­τε συ­νει­δη­το­ποί­η­σα την ανυ­πέρ­βλη­τη δύ­να­μη της γρα­φής του.

Έτσι, λοι­πόν, άρ­χι­σα να δια­βά­ζω αυ­τούς τους δύο λα­μπρούς, λό­γιους ποι­η­τές που με τό­ση δια­κρι­τι­κή μα­ε­στρία δια­τυ­πώ­νουν τα με­γα­λειώ­δη και με­λαγ­χο­λι­κά ορά­μα­τά τους στον σύγ­χρο­νο κό­σμο. Εί­ναι δύο από τους κα­λύ­τε­ρους ποι­η­τές που έχω δια­βά­σει πο­τέ μου. Με τον και­ρό, όμως, άρ­χι­σα να πα­ρα­τη­ρώ και μια πα­ρά­ξε­νη με­τα­ξύ τους σχέ­ση. Μέ­σα στο μυα­λό μου, άρ­χι­σαν να ταυ­τί­ζο­νται. Στοι­χεία της ζω­ής τους, κα­θώς οι μέ­θο­δοι της γρα­φής τους, ταί­ρια­ζαν σε τέ­τοιο απί­στευ­το, σχε­δόν από­λυ­το βαθ­μό, ώστε κά­ποια στιγ­μή έφτα­σα ν’ ανα­ρω­τιέ­μαι: μή­πως αυ­τοί οι δυο ήταν ο ίδιος άν­θρω­πος; Εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν;

Εί­ναι, αν και όχι πο­λύ εύ­κο­λα. Στην ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας υπάρ­χουν άφθο­να, εξί­σου αξιο­πε­ρί­ερ­γα πα­ρα­δείγ­μα­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας Λού­θερ Μπλί­σετ εί­ναι μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση. Πρό­κει­ται για ένα αμάλ­γα­μα ή, μάλ­λον, για μια μά­ζα αν­θρώ­πων και, ως εκ τού­του, για ένα σχε­δόν ανύ­παρ­κτο άτο­μο. Ακό­μα συ­χνό­τε­ρα προ­κύ­πτει το φαι­νό­με­νο δύο ή τρεις συγ­γρα­φείς να ήταν τε­λι­κά ένας. Οι Κουρ­μπάν Σα­ΐντ και Εσάντ Μπέη ανή­κουν σ’ αυ­τή την κα­τη­γο­ρία: εί­ναι οι δύο πτυ­χές, ή πλευ­ρές, ή προ­σω­πεία, του κυ­ριο­λε­κτι­κά αι­νιγ­μα­τι­κού προ­σώ­που που ονο­μα­ζό­ταν Λεβ Νού­σιν­μπα­ουμ (1905-1942).

Και οι δύο πα­ρα­πά­νω πα­ραλ­λα­γές της πλα­στο­προ­σω­πί­ας έχουν το ίδιο κί­νη­τρο: τη γέν­νη­ση ενός μυ­στη­ρί­ου που διαρ­κώς θα πα­ρα­πλα­νά τους επί­δο­ξους ερευ­νη­τές του, προ­σφέ­ρο­ντάς τους την από­λαυ­ση του τε­χνά­σμα­τος και την εκτρο­πή της αντι­κει­με­νι­κής αλή­θειας που προ­ξε­νεί η απου­σία μιας έγκυ­ρης ταυ­τό­τη­τας. Συ­χνά, τα ψευ­δώ­νυ­μα πλη­θαί­νουν με τό­σο τα­χείς ρυθ­μούς, ώστε μας εί­ναι αδύ­να­τον να τα κα­τα­γρά­ψου­με όλα στη συ­νεί­δη­σή μας, κι όσο εμείς πα­σχί­ζου­με να προσ­διο­ρί­σου­με ποιος εί­ναι ποιος, το πρό­σω­πο που βρί­σκε­ται πί­σω απ’ όλους αυ­τούς τους χα­ρα­κτή­ρες κα­τα­λαμ­βά­νει μια θέ­ση που θυ­μί­ζει αυ­τήν του κορ­μού ενός θαυ­μα­στού δέ­ντρου. Τα άν­θη και τα φύλ­λα στα κλα­διά τρα­βούν επά­νω τους όλη την προ­σο­χή, ενώ ο κορ­μός, δια­τη­ρώ­ντας σε­μνά τις απο­στά­σεις του, πα­ρα­μέ­νει ανε­νό­χλη­τος, ενί­ο­τε και πλή­ρως ξε­χα­σμέ­νος. Αναμ­φί­βο­λα, ορι­σμέ­νοι κορ­μοί και ορι­σμέ­νοι συγ­γρα­φείς αυ­τό ακρι­βώς επι­ζη­τούν.

Ερευ­νώ­ντας, έστω και πρό­χει­ρα, τη ζωή του Φερ­νά­ντο Πε­σόα και του Κω­στα­ντί­νου Κα­βά­φη πα­ρα­τη­ρού­με πολ­λούς συ­ναρ­πα­στι­κούς πα­ραλ­λη­λι­σμούς και διά­φο­ρες ιδιό­μορ­φες συμ­με­τρί­ες. Ο Πε­σόα γεν­νή­θη­κε το 1888 και πέ­θα­νε το 1935, σε ηλι­κία 47 ετών· δη­λα­δή, σχε­τι­κά νέ­ος. Ο Κα­βά­φης γεν­νή­θη­κε το 1863 και πέ­θα­νε το 1933, σε ηλι­κία 70 ετών. Οι ημε­ρο­μη­νί­ες μάς κα­θι­στούν απο­λύ­τως σα­φές ότι επ’ ου­δε­νί αυ­τοί οι δύο ήταν ο ίδιος άν­θρω­πος. Ο Πε­σόα κα­τοι­κού­σε στη Λι­σα­βό­να, στο δυ­τι­κό άκρο της με­γα­λού­τσι­κης αυ­τής θά­λασ­σας που ονο­μά­ζε­ται Με­σό­γειος. Ο Κα­βά­φης ζού­σε στην Αλε­ξάν­δρεια, δη­λα­δή στο ανα­το­λι­κό άκρο της ίδιας θά­λασ­σας – και μά­λι­στα, στην απέ­να­ντι όχθη.

Ζού­σαν, λοι­πόν, πο­λύ μα­κριά ο ένας απ’ τον άλ­λον. Μοιά­ζει σχε­δόν σαν να ’θε­λαν να δια­ψεύ­σουν προ­κα­τα­βο­λι­κά όποιον τυ­χόν ανέ­φε­ρε την εντυ­πω­σια­κή με­τα­ξύ τους ομοιό­τη­τα ή τις κοι­νές τους ιδιορ­ρυθ­μί­ες. Αν τρα­βή­ξου­με μοα ευ­θεία γραμ­μή από τη Λι­σα­βό­να ώς την Αλε­ξάν­δρεια και ορί­σου­με το μέ­σο ση­μείο, πέ­φτου­με ακρι­βώς πά­νω στην Τυ­νη­σία. Ζού­σαν άρα­γε σπου­δαί­οι ποι­η­τές στην Τυ­νη­σία, τον και­ρό του Πε­σόα και του Κα­βά­φη; Θα μπο­ρού­σα­με να σκε­φτού­με τον Μαχ­μούντ Ασλάν και τον Αμπούλ Κά­σεμ Εχέ­μπι. Τι σχέ­ση έχει αυ­τό με το θέ­μα μας; Κα­μία, μάλ­λον. Πά­ντως, αν κά­ποιος που εί­χε δύο δια­φο­ρε­τι­κές ταυ­τό­τη­τες έπρε­πε να βρί­σκε­ται πό­τε στη Λι­σα­βό­να και πό­τε στην Αλε­ξάν­δρεια, το να εγκα­τα­στα­θεί ακρι­βώς ανά­με­σα σ’ αυ­τές τις δύο πό­λεις θα ’ταν μια σο­φή επι­λο­γή.

Όλα αυ­τά μπο­ρεί να εί­ναι άσκο­πες, ανό­η­τες ει­κα­σί­ες. Και όμως, τό­σο ο Πε­σόα όσο και ο Κα­βά­φης εν­σάρ­κω­ναν με την ίδια τους τη ζωή την έν­νοια του αι­νίγ­μα­τος. Κα­νέ­νας απ’ τους δύο δεν έστει­λε πο­τέ τα ποι­ή­μα­τά του σε εκ­δό­τη. Προ­τι­μού­σαν να τα πα­ρα­δί­δουν στα χέ­ρια λι­γο­στών φί­λων ή στο σκο­τά­δι κά­ποιου με­γά­λου, ξύ­λι­νου μπα­ού­λου. Ο Πε­σόα χρη­σι­μο­ποιού­σε πά­ρα πολ­λά ψευ­δώ­νυ­μα, που τα ονό­μα­ζε «ετε­ρώ­νυ­μά» του. Ένας πα­λιός συμ­μα­θη­τής του τον εί­χε πε­ρι­γρά­ψει ως εξής: «Ήταν χλο­μός και κα­χε­κτι­κός. Εί­χε πο­λύ μι­κρό θώ­ρα­κα. Εί­χε επί­σης την τά­ση να κα­μπου­ριά­ζει. Το βά­δι­σμά του ήταν πο­λύ πα­ρά­ξε­νο και, λό­γω ενός προ­βλή­μα­τος στην όρα­σή του, τα μά­τια του εί­χαν πο­λύ πε­ρί­ερ­γη όψη. Τα βλέ­φα­ρα έμοια­ζαν να κρέ­μο­νται από πά­νω τους». Έκα­νε δι­πλω­μα­τι­κές σπου­δές, αλ­λά δεν ήταν προι­κι­σμέ­νος φοι­τη­τής. Λί­γο με­τά, μια αξιο­πρε­πέ­στα­τη κλη­ρο­νο­μιά από τη για­γιά του του επέ­τρε­ψε να ιδρύ­σει τον δι­κό του εκ­δο­τι­κό οί­κο, τον οποίο ονό­μα­σε Ibis (Ίβις).

Το γε­γο­νός ότι η ονο­μα­σία της επι­χεί­ρη­σης προ­ήλ­θε απ’ αυ­τό το συ­γκε­κρι­μέ­νο πτη­νό της Αι­γύ­πτου εί­ναι ένα στοι­χείο στο οποίο μπο­ρεί και να στη­ρί­ζο­μαι σε υπερ­βο­λι­κό βαθ­μό. Η Αλε­ξάν­δρεια, βέ­βαια, εί­ναι στην Αί­γυ­πτο, και ο Κα­βά­φης ερ­γα­ζό­ταν όλη του τη ζωή σ’ ένα γρα­φείο, όπως ακρι­βώς σκό­πευε να κά­νει και ο Πε­σόα. Και οι δύο ποι­η­τές τα­ξί­δε­ψαν στα νε­α­νι­κά τους χρό­νια, λό­γω οι­κο­γε­νεια­κών υπο­χρε­ώ­σε­ων. Ο Πε­σόα πή­γε στην Αφρι­κή και ο Κα­βά­φης στην Αγ­γλία, αλ­λά, επι­στρέ­φο­ντας, επέ­λε­ξαν και οι δύο να πα­ρα­μεί­νουν στον τό­πο τους και να μην ξα­να­τα­ξι­δέ­ψουν πο­τέ. Ο Πε­σόα με­τα­κό­μι­ζε συ­νε­χώς από το ένα φτη­νό ενοι­κια­ζό­με­νο δια­μέ­ρι­σμα στο άλ­λο. Ο Κα­βά­φης έμει­νε πά­ντα στο ίδιο φτη­νό ενοι­κια­ζό­με­νο δια­μέ­ρι­σμα. Κα­θέ­νας απ’ τους δύο προ­σποιού­νταν ότι δεν εί­χε την πα­ρα­μι­κρή ιδέα πε­ρί της ύπαρ­ξης του άλ­λου, ίσως επει­δή θα ’ταν πο­λύ δύ­σκο­λη η πρό­σβα­ση του ενός στα ποι­ή­μα­τα του άλ­λου, αλ­λά ίσως και για να δια­τη­ρη­θεί η ψευ­δής εντύ­πω­ση ότι ήταν δια­φο­ρε­τι­κοί άν­θρω­ποι. Ξέ­ρω ότι κρέ­μο­μαι από μια κλω­στή, αλ­λά οι κλω­στές υφαί­νουν ρού­χα, και τα ρού­χα μάς προ­στα­τεύ­ουν από τα στοι­χεία της φύ­σης.

Ο Πε­σόα απο­λάμ­βα­νε τους γρί­φους που έδι­νε στους ανα­γνώ­στες του, βου­τηγ­μέ­νος ο ίδιος σε μια ομι­χλώ­δη αφά­νεια, κρυμ­μέ­νος στους δια­δρό­μους ενός λα­βυ­ρίν­θου. Αντι­θέ­τως, ο Κα­βά­φης μοιά­ζει λι­γό­τε­ρο άτα­κτος εκ πρώ­της όψε­ως, αλ­λά σί­γου­ρα τον εν­διέ­φε­ραν εξί­σου οι με­τα­μορ­φώ­σεις, ει­δι­κό­τε­ρα ο τρό­πος με τον οποίο ένας άν­θρω­πος στο πα­ρόν εί­ναι ικα­νός ν’ αφο­μοιώ­σει τη ζωή, τη στά­ση, ακό­μα και τη σο­φία όσων έχουν πε­θά­νει προ πολ­λού. Και οι δύο ποι­η­τές θε­ω­ρού­νται μο­να­χι­κά πλά­σμα­τα, αλ­λά, μέ­σα στο έρ­γο τους, πο­θούν την επα­φή. Μή­πως η απο­μό­νω­ση ήταν απλώς ανα­γκαία για τη δια­τή­ρη­ση της πε­ρί­τε­χνης απά­της;

Όχι, φυ­σι­κά όχι, αλ­λά πό­σο, μα πό­σο το εύ­χο­μαι! Αν ο Κα­βά­φης ήταν πράγ­μα­τι ένα από τα ετε­ρώ­νυ­μα του Πε­σόα, θα εκτι­μού­σα αυ­τό το κόλ­πο ως το αδια­φι­λο­νί­κη­τα σπου­δαιό­τε­ρο σε όλη την ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας. Όμως ο Πε­σόα πέ­θα­νε πρώ­τος. Επο­μέ­νως, μή­πως θα μπο­ρού­σε το «Πε­σόα» να ’ναι ένα αντε­στραμ­μέ­νο ετε­ρώ­νυ­μο του γη­ραιό­τε­ρου, αλ­λά και μα­κρο­βιό­τε­ρου, Κα­βά­φη; Έχου­με την τά­ση να πι­στεύ­ου­με πως πά­ντα υπάρ­χει κά­ποιο υπο­σύ­νο­λο μέ­σα σ’ ένα σύ­νο­λο. Ίσως το «Κα­βά­φης» ήταν ένα ετε­ρώ­νυ­μο τό­σο αλη­θο­φα­νές, ώστε κά­ποια στιγ­μή ζω­ντά­νε­ψε και ξε­πή­δη­σε από τη σε­λί­δα για να πο­ρευ­τεί μέ­σα στον κό­σμο. Ίσως ήταν μια τούλ­πα, απ’ αυ­τές τις μυ­θι­κές οντό­τη­τες που απο­κτούν αλη­θι­νή και ζω­ντα­νή υπό­στα­ση, με τη δύ­να­μη της σκέ­ψης· μία πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νη ευ­χή.

Τί­πο­τα απ’ όσα γρά­φω εδώ δεν έχει θέ­ση σε σο­βα­ρές ποι­η­τι­κές με­λέ­τες, αλ­λά δεν προ­σπα­θώ εδώ να γρά­ψω σο­βα­ρά. Προ­σπα­θώ στα σο­βα­ρά να ξύ­σω μια σκέ­ψη που μου τρώ­ει το μυα­λό. Δύο δια­φο­ρε­τι­κοί άν­θρω­ποι θα μπο­ρού­σε εύ­κο­λα να ’χαν τις ίδιες συ­νή­θειες, ακό­μα και το ίδιο τα­λέ­ντο. Ωστό­σο, εξε­τά­ζο­ντας προ­σε­κτι­κά φω­το­γρα­φί­ες του Πε­σόα και του Κα­βά­φη, εντο­πί­ζου­με ένα ολόι­διο απροσ­διό­ρι­στο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στο βλέμ­μα τους, ένα κρά­μα πέν­θους και σθέ­νους, εσω­στρέ­φεια δί­χως μι­κρο­πρέ­πεια, μια βα­θύ­τα­τα ει­ρω­νι­κή σο­φία. Εί­ναι δύο μορ­φές που υπάρ­χουν έξω από το χρό­νο της ζω­ής τους· δύο σχε­δόν πα­νό­μοιες μορ­φές στις δύο πλευ­ρές ενός λο­ξού κα­θρέ­φτη· δύο ποι­η­τές που έζη­σαν χω­ρίς την ευ­ρεία ανα­γνώ­ρι­ση των συγ­χρό­νων τους, αλ­λά με την προ­ο­πτι­κή της με­τέ­πει­τα πα­ντο­τι­νής δό­ξας. Η δό­ξα αυ­τή, βέ­βαια, ήρ­θε με τρό­πο κα­τα­κλυ­σμιαίο, εξυ­ψώ­νο­ντάς τους στο ση­μείο όπου τους ανα­γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ως κα­τα­φα­νέ­στα­τα με­γα­λο­φυ­είς και θε­ω­ρού­με αδια­νό­η­το το πώς ήταν δυ­να­τόν να τους υπο­τι­μή­σει κα­νείς.

Ο Πε­σόα χρη­σι­μο­ποιού­σε του­λά­χι­στον εβδο­μή­ντα δύο ετε­ρώ­νυ­μα, πλα­σμα­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες που εί­χαν όχι μό­νο το ξε­χω­ρι­στό τους όνο­μα, αλ­λά και τις αντί­στοι­χες υπο­γρα­φές, ιδιο­συ­γκρα­σί­ες, βιο­γρα­φί­ες, φι­λο­δο­ξί­ες και μοί­ρες. Κι αν το «Κα­βά­φης» ήταν το κρυ­φό του, εβδο­μη­κο­στό τρί­το ετε­ρώ­νυ­μο; Υπάρ­χει που­θε­νά κά­ποια έν­δει­ξη που θα στή­ρι­ζε αυ­τή την απί­θα­νη θε­ω­ρία; Ας ρί­ξου­με μια μα­τιά στο ποί­η­μα του Κα­βά­φη «Η διο­ρία του Νέ­ρω­νος» και στον κρί­σι­μο ρό­λο που παί­ζει στο κεί­με­νο ο συ­γκε­κρι­μέ­νος αριθ­μός εβδο­μή­ντα τρία:

Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται.»
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.

Τώρα στην Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξίδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως —
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια…
Των πόλεων της Αχαΐας εσπέρες…
Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προπάντων…

Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.

Η Πορ­το­γα­λία δεν εί­ναι Ισπα­νία, αλ­λά όμο­ρή της. Ο Κα­βά­φης δεν ήταν αρ­χαί­ος Ρω­μαί­ος, αλ­λά συγ­γε­νι­κός τύ­πος: σύγ­χρο­νος Έλ­λη­νας. Εί­ναι πο­λύ αμ­φί­βο­λο να ήταν ετε­ρώ­νυ­μο, αλ­λά, κι αν ήταν, θα τολ­μού­σε πο­τέ να το πα­ρα­δε­χτεί; Κα­νέ­να απ’ όλα τ’ άλ­λα ετε­ρώ­νυ­μα του Πε­σόα δεν έδει­ξαν πο­τέ κα­μία προ­θυ­μία ν’ απο­κα­λυ­φθούν ως πλα­στά. Ο Νέ­ρων νό­μι­ζε πως ο χρη­σμός ανα­φε­ρό­ταν σ’ αυ­τόν και στη δι­κή του ηλι­κία. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αφο­ρού­σε τα χρό­νια εκεί­νου που σύ­ντο­μα επρό­κει­το να τον δια­δε­χθεί.

Και για­τί, λοι­πόν, το εβδο­μή­ντα τρία εί­ναι μα­γι­κός αριθ­μός; Κα­τ’ αρ­χάς, εί­ναι πρώ­τος αριθ­μός, και ο Πε­σόα, όπως ανα­φέ­ρα­με, πέ­θα­νε πρώ­τος. Στο δυα­δι­κό σύ­στη­μα ανα­γρά­φε­ται ως 1001001, με την κομ­ψή συμ­με­τρία μιας ευ­θεί­ας γραμ­μής που έχει στη μία άκρη τη Λι­σα­βό­να, στην άλ­λη άκρη την Αλε­ξάν­δρεια, και στη μέ­ση την Τυ­νη­σία. Στο οκτα­δι­κό σύ­στη­μα αρίθ­μη­σης γρά­φε­ται 111. Άρα­γε ανα­πα­ρι­στά τρεις άν­δρες ή τον ίδιο άν­δρα σε τρία δια­φο­ρε­τι­κά ση­μεία; Εί­ναι ένας αστε­ροει­δής αριθ­μός, συμ­με­τρι­κός, έμ­μορ­φος, που σχη­μα­τί­ζει κα­νο­νι­κό εξά­γραμ­μο, και τό­σο ο Πε­σόα όσο και ο Κα­βά­φης ήταν αστέ­ρια. Εί­ναι σο­τώρπ αριθ­μός, που ση­μαί­νει ότι, ακό­μα κι αν δια­βα­στεί ανά­πο­δα, πα­ρα­μέ­νει πρώ­τος. Οι ασυρ­μα­τι­στές τον χρη­σι­μο­ποιούν ως υπο­κα­τά­στα­το του μη­νύ­μα­τος «φι­λι­κοί χαι­ρε­τι­σμοί», κα­θώς στον Κώ­δι­κα Mορς λει­τουρ­γεί πα­λιν­δρο­μι­κά, εκ­πέ­μπο­ντας τον ίδιο ήχο απ’ όποια με­ριά κι αν δια­βα­στεί· μ’ άλ­λα λό­για, ένας ακό­μα αντι­κα­το­πτρι­σμός.

Να συ­νε­χί­σω σ’ αυ­τό το μο­τί­βο; Δε νο­μί­ζω πως εί­ναι απα­ραί­τη­το.
Θα ολο­κλη­ρώ­σω επι­ση­μαί­νο­ντας ότι το 73 εί­ναι ο ατο­μι­κός αριθ­μός του στοι­χεί­ου που ονο­μά­ζε­ται “τα­ντά­λιο”, το οποίο, ως ηχη­τι­κός ανα­γραμ­μα­τι­σμός, μας λέ­ει ξε­κά­θα­ρα πως το ένα πρό­σω­πο «ήταν τ’ άλ­λο».
Σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν πι­στεύω πραγ­μα­τι­κά ότι ο Πε­σόα και ο Κα­βά­φης ήταν ο ίδιος άν­θρω­πος. Ωστό­σο, υπάρ­χει κά­τι πο­λύ ευ­φρό­συ­νο στην ιδέα.