Περαστικά

[ Γιώτα Αναγνώστου / Πολιτισμός / 22.06.19 ]

Να πάρω τηλέφωνο τη Β. Απ’ το πρωί ήθελα να την ακούσω. Από την ώρα που αυτός ο αχρείος είχε πιάσει το αλυσοπρίονο και κατέβαζε το περήφανο δέντρο. Ο Γ. που με νοιάζεται, μου είπε να σηκωθώ να φύγω, να μην βλέπω. Με εκλιπαρούσε σχεδόν. Φοβόταν ο καλός μου μην υποτροπιάσει η θλίψη μου. Εγώ όμως δεν τον άκουγα (ποτέ δεν τον ακούω, τον καλό μου). Έκλαιγα μόνο. Εγώ έμεινα εκεί καρφωμένη να κοιτάζω πίσω απ’ το τζάμι.

     Τον έβλεπα να κόβει ένα ένα τα κλαδιά του και πονούσα. Θεέ μου πόσο πονούσα. Κρατούσα τη συσκευή του τηλεφώνου στα παγωμένα χέρια μου. Κι ήθελα να πάρω τηλέφωνο τη Β και να της πω πόσο πονάω. Πως τον βλέπω να πετσοκόβει το δέντρο. Και τα δάκρυά μου να τρέχουν βουβά, ασταμάτητα. Ύστερα πήρε μια χοντρή τριχιά. Ανέβηκε σε μια πανύψηλη σκάλα, αναδιπλούμενη. Απ’ το δέντρο είχε αφήσει μόνο μια μίζερη κορυφή. Το είχε απογυμνώσει απ’ όλα τα κλαδιά του κι άφησε μόνο αυτή τη θλιβερή, φουντωτή κορυφή. Από ’κει έδεσε την τριχιά του. Κρατώντας τη, κατέβηκε από τη σκάλα και την τράβηξε με όλη του τη δύναμη να τη στερεώσει στο σιδερένιο κάγκελο του φράχτη, χαράζοντας μια υποτείνουσα ορθογωνίου τριγώνου με κάθετη πλευρά τον γυμνό από κλαδιά κορμό του δέντρου. Ύστερα με το τσεκούρι άρχισε να καταφέρνει επαναλαμβανόμενα χτυπήματα στο κέντρο του γυμνού κορμού και κατόπιν, αφήνοντας κάτω το τσεκούρι, πήρε πάλι να τραβά με όλη του τη δύναμη τη δεμένη τριχιά, λυγίζοντας ό,τι είχε απομείνει από το δέντρο για να σπάσει. Κι εγώ, μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου, μ’ όλη της την ένταση ευχόμουν στην εμφάνιση ενός από μηχανής Πιτυοκάμπτη (ναι του αδίστακτου αυτού ληστή, του Σίνη), να ‘ρχόταν λέει να τον αρπάξει και να τον δέσει με την ίδια την τριχιά του από το απομεινάρι του δέντρου, ενώ εγώ θα έδενα μια άλλη απ’ το παράθυρό μου, δίχως τύψη κι ενοχή καμία. Δεν έπιασε η ευχή μου.

    Το τσάκισε ο άθλιος το δέντρο. Κι εγώ έκλαιγα σαν την ηλίθια και δεν έκανα τίποτα. Και σκεφτόμουν ότι ήθελα μόνο να πάρω τηλέφωνο τη Β. να της μιλήσω για το δέντρο. Πόσο υπέροχο δέντρο ήταν στ’ αλήθεια. Έκλαιγα κρατώντας τη συσκευή του τηλεφώνου στα παγωμένα μου χέρια και τα δάχτυλα νεκρά αρνούνταν να πατήσουν τα πλήκτρα του αριθμού της.

  Θα λείψει αυτό το δέντρο στα πουλιά. Και τα πιτσιρίκια θα πρέπει να ψάξουν γι’ άλλες κρυψώνες. Μου λείπει ήδη αφόρητα αυτό το δέντρο.

 Μα κοίτα! Τι όμορφα που άνοιξε η αυλή και πώς αναδεικνύεται το τσιμεντένιο μπάρμπεκιου που θα πετάξουμε στα κάρβουνα το σαββατοκύριακο τα πουλιά και τα παιδιά της γειτονιάς κι ίσως και όσους κλαίνε όταν βλέπουν πετσοκομμένα δέντρα. Κι έπειτα το έλατο κάνει τόσο ωραία κάρβουνα κι αρωματίζει υπέροχα το ψημένο κρέας. (Εντάξει το δικό σου θα το αφήσω προς το ωμό όπως το προτιμάς).

 Τη Β. την πήρα τελικά τηλέφωνο ώρες αργότερα. Της είπα να ’χει το νου της γιατί ο ΑΣΕΠ θα προκηρύξει καινούργιες θέσεις σ’ ένα Υπουργείο, να μην ξεχάσει να μου φιλήσει τον Σ, να προσέχει. Και το ‘κλεισα.