Παλαιστίνη

[ Γιώτα Αναγνώστου / Κόσμος / 19.05.21 ]

Μέρες παλεύω τον κήπο μου. Φυτεύω, κλαδεύω, βοτανίζω. Έφτιαξα όμορφες σκιερές γωνιές κι άλλες πολύχρωμες να της χαϊδεύει ο ήλιος, να μοσχοβολάνε. Κι όταν τον έφτιαξα όπως ήθελα, είπα, καλά, τώρα να ‘ρθούνε τα παιδιά να ζωντανέψει, γέλια να γεμίσει και τραγούδια. Έκατσα μόνη μου σε μια γωνίτσα και περίμενα κι είχα τις τσέπες μου γεμάτες καραμέλες και ζαχαρωτά και παραμύθια είχα στον νου μου να τους πω που να τελειώνουν όλα «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Μα νύχτωσε και τα ζαχαρωτά μου λιώσανε και κάναν έναν γλιτσερό πολτό μέσα στις τσέπες, μαζί κι η προσμονή μου κι άκουσα πως σκοτώνουν τα παιδιά. Γι’ αυτό δεν ήρθαν. Κι όσο εγώ τον κήπο μου είχα έγνοια αυτοί σκοτώναν τα παιδιά, την άνοιξη σκοτώναν. Κι όσα γλιτώναν κλαίγαν στα χαλάσματα κι άλλα στα καταφύγια.

Ποιοι τα σκοτώναν τα παιδιά; Αυτοί που μέχρι χτες βλέπανε τα παιδιά τους σκοτωμένα, κι ήθελαν έναν κήπο να τους φτιάξουν για να χαίρονται. Μα πώς  τον κήπο να χαρείς  όταν για να τον φτιάξεις πρέπει να τον ποτίσεις με το αίμα των παιδιών;

Τι θλιβερός που μοιάζει τώρα αυτός ο κήπος. Τόσο που δεν πιστεύεις πια πως Γη της Επαγγελίας προορίζονταν να γίνει.

Κανείς στον κήπο αυτόν δεν θα γελάσει και τα πουλιά, αν ξεχαστούν και μέσα του πετάξουν, σταματάνε το τραγούδι. Τα δέντρα στάζουν δάκρυα και τα λουλούδια αίμα. Κι ο ουρανός μένει κλειστός, συννεφιασμένος, ακατοίκητος.

Ίσως ο ένοικος κει πάνω να είναι απασχολημένος.

Ίσως –πού ξέρεις;- να παλεύει κι αυτός να  κάνει έναν κήπο. Μα είμαι σίγουρη θα είναι μόνο για παιδιά.