Οι Θαμπές ζωές του Γιάννη Η. Παππά
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 04.12.18 ]Ποιες είναι οι θαμπές ζωές; Τι κάνει μια ζωή θαμπή; Μια φειςμπουκική φίλη έγραψε κάτω από την αναγγελία της σημερινής (3/12/2018) παρουσίασης: «Και μένα η ζωή μου είναι θαμπή». Θαμπές ζωές τότε, θαμπές ζωές και σήμερα. «Στις θαμπές ζωές οι ήρωες, στερημένοι, αδύναμοι και μοναχικοί, αναμετριούνται με την απώλεια, τον έρωτα, την τρέλα και το θάνατο…», διαβάζω στο οπισθόφυλλο. Ο πρώτος ήρωας είναι ο πρωταγωνιστής μιας άγριας εκδίκησης, είναι αυτός που αντιμετωπιζόταν σαν «ρέτζελο» από τον Αφορεσμένο, τον άλιωτο νοικοκύρη πεθερό. Η μεγάλη πληγή του, η περιφρόνηση. Που δεν τον αναγνώριζε, δεν τον κέρασε ποτέ. Που ήταν αόρατος. Από εδώ θα ξεκινήσω την ΕΙΚΑΣΙΑ μου, θα αναπτύξω αυτό που διαρράφει όλα σχεδόν τα διηγήματα, τι δηλαδή τα συνέχει, τα διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή. Η Εικασία, δηλαδή ο συνειδητός ή ασυνείδητος σκοπός του έργου –ειδικά στη μικρή φόρμα- μπορεί να είναι πάνω από μία. Για την ακρίβεια μπορεί να είναι άπειρες, όσες και οι οπτικές του αναγνώστη. Δεν μιλάω για την πρόθεση του συγγραφέα, αλλά για την πρόσληψη, για τα ματογυάλια του αναγνώστη.
Έτσι, λοιπόν, ως αναγνώστης θα πω ότι έχω ζήσει τα περισσότερα απ’ όσα αφηγείται ο Γιάννης Παππάς στις «Θαμπές ζωές», γιατί έχω ζήσει στο ίδιο κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον, στον ίδιο χώρο, στα ίδια χωριά. Άρα έχω μία βιωματική οικειότητα. Και συγχρόνως, έχω αισθανθεί την ίδια ανάγκη να επιστρέψω εκεί, όχι εξαιτίας μιας «νοσταλγίας που πουλιέται» όπως γράφει ο ΓΠ, αλλά για να εξηγήσω, τι είναι αυτό που μας έχει διαμορφώσει και καθορίσει. Και για να παραφράσω τον τίτλο μιας υπέροχης ιρλανδέζικης ταινίας, να ανακαλύψω ποιος άνεμος που χορεύει το κριθάρι, ποιος άνεμος της ιστορίας άλλους μας πήγε από εδώ κι άλλους από κει.
Θα μιλήσω μέσα από τα διηγήματα για την αγροτική κοινωνία των χωριών μας, εκκινώντας από την λεγόμενη Συμβολική Τάξη(ΣΤ) και τον φοβερό της χωροφύλακα, που ήταν χειρότερος από αυτόν της δεξιάς, μιλώ για τον χωροφύλακα που λέγεται το Βλέμμα των Άλλων. Θα πω για τους «νοικοκυραίους» που είναι οι ενταγμένοι πλήρως στη ΣΤ και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά από τότε, από τον Αφορεσμένο μέχρι τους νοικοκυραίους που χτύπησαν τον Ζακ στη Γλάδστωνος. Είναι οι ίδιοι που ήταν μέλη της Κου Κλουξ Κλαν στην Αμερική κι έκαναν εξορμήσεις ξυλοδαρμού των ομοφυλόφιλων κι ύστερα τους βάτευαν, δείχνοντας κατ’ αντιθετικό προσδιορισμό, όπως έλεγε ο Χέγκελ, ότι και οι ίδιοι ήταν ομοφυλόφιλοι.
Τι είναι η Συμβολική Τάξη;
Σύμφωνα με τον Σωσύρ είναι οι κανόνες που εκφράζονται μέσω της γλώσσας («χαλασμένη», «παλιογυναίκα», «αφορεσμένος»). Είναι και η μεταγλώσσα της χειρονομίας, είναι η «δακτυλοδεικτούμενη». Ο Λε Γκοφ επεκτείνει την έννοια, λέγοντας ότι η ΣΤ είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι μιλούν, χειρονομούν, περπατούν, τρώνε, αφοδεύουν (στην τουαλέτα έξω, ή χωρίς τουαλέτα ΓΠ), ντύνονται, κοιμούνται(οι Μασάι όρθιοι), κάθονται(η οκλαδόν ανθρωπότητα), ερωτεύονται, αλληλοεξουσιάζονται(«Έχει ο αφέντης μας αφέντη και η κυρά μας άλλον άντρα»), αναγνωρίζονται ως νοικοκυραίοι-ματσό όπως ο ναύτης. Για τους άντρες στην πατριαρχική ΣΤ το θέμα ήταν η περιφρόνηση στο ΚΑΦΕΝΕΙΟ. Για τις γυναίκες η περιφρόνηση ήταν γενικευμένη. Ξεκινούσε από την γειτονιά και κατέληγε σε όλο το χωριό. Εδώ τιμωρείται δια της περιφρόνησης η «χαλασμένη» και η «παλιογυναίκα». Ο άντρας-γαμπρός θα τιμωρήσει μετά θάνατον τον Αφορεσμένο. Ενώ η «χαλασμένη» Γυναίκα θα εκδικηθεί με τον τρόπο του Ένγκελς. «Φόρεσε στον νικητή άντρα, αντί για στεφάνι τα κέρατα». Η «Νίτσα» όμως, θα εκδικηθεί αιματηρά για λόγους τιμής: γιατί την είπε «παλιογυναίκα».
Η Σ.Τ., λοιπόν, έχει δύο μπάτσους. Τον εσωτερικό μπάτσο που είναι μέσα στο κεφάλι, το λακανικό «μεγάλο άλλο», το «τι θα πει η κοινωνία», και τον μπάτσο που είναι «εκτός», που είναι το Βλέμμα των άλλων που ενίοτε εκτελεί δια της περιφρόνησης, καθιστώντας σε αόρατο/η. Η Σ.Τ. είναι μία πολιτιστική διαδικασία μέσω της οποίας γίνεται η ενσωμάτωση των κοινωνικών περιορισμών και κανόνων από ένα άτομο ως συνήθεια (habitus), έτσι ώστε να φαίνεται ότι οι κανόνες και οι απαγορεύσεις είναι φυσικοί και όχι καταναγκαστικοί. Οι γυναίκες ζούσαν άθλια εκείνα τα χρόνια, δέρνονταν ανηλεώς. Αλλά το υπέμεναν γιατί ήταν το σύνηθες. Στις «περσικές επιστολές» του Μοντεσκιέ, η γυναίκα παραπονείται στη μάνα της γιατί ο σύζυγός της δεν την αγαπάει: αφού δεν την δέρνει! Αλλά αυτό συνέβαινε αιώνες πριν. Τα συναισθήματα αυτά που τα αισθανόμαστε ως φυσικά, δημιουργούν ένα κοινό πεδίο ευαισθησίας, ένα κοινό τόπο συναισθηματικής συναίνεσης. Δηλαδή, το «ΓΙΑΤΙ;» απαντάται με το «Γιατί έτσι είναι»!
Το βλέμμα των άλλων, επικριτικό ή χλευαστικό, σε αναγκάζει στην απομόνωση, σου αρνείται την ελευθερία της προσωπικής επιλογής, σε φορτώνει με ενοχή και σε υποχρεώνει να δεις την ύπαρξή σου μέσα από τα μάτια και τα κριτήρια των Άλλων (Συμβολική Τάξη). Οι άλλοι, με τις διαμορφωμένες απόψεις και τις προκαταλήψεις τους σε κρίνουν και η εχθρική παρουσία μετατρέπει τον εαυτό σε παρατηρητή και αντικείμενο παρατήρησης ταυτόχρονα, με ενδιάμεσο παραμορφωτικό κάτοπτρο το απαξιωτικό βλέμμα.
«Όχι μπροστά στο παιδί»
Εκείνος ναυτικός. Εκείνη με την πεθερά. Χωρίζουν. Της ζητάει «να μην πηδιέται μπροστά στο παιδί». «Στο χωριό είχα γίνει ρεζίλι. Ποιος εγώ που γύρισα όλα τα λιμάνια και τα μπουρδέλα του κόσμου. Να μου βγαίνει τώρα μια μαλακισμένη πατρινιά. Δεν μπορούσα να βγω στο καφενείο. Ένιωθα ότι ΌΛΟΙ Με ΚΟΡΟΪΔΕΥΟΥΝ…».
Για χάρη του παιδιού
«Τη συγχώρεσα πολλές φορές για χάρη των παιδιών μας… άφηνε τα παιδιά και γύρναγε με τον έναν και με τον άλλον… ΟΛΗ Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΕ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΕ…» την έσφαξα.
Ο δεκατριάρης
Ο χήρος που ερωτεύτηκε τη Βουλγάρα στο κωλόμπαρο. Τον πέταξε σαν το σκυλί. Κι έκαψε τη μηχανή και το σκυλί του αντίζηλου. Και σκότωσε με 13 μαχαιριές τον μπαρμπα-Κώστα που τον ΚΟΡΟΪΔΕΥΕ.
Ακούς εκεί «Παλιογυναίκα»
Η υπηρέτρια, ο Μπάμπης, η σύφιλη, το βιτριόλι. «Δεν γεννήθηκε ο άντρας που θα μου την κάνει εμένα».
Πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο. Ζει με τον Σπύρο. Αυτός την εκδίδει στους φίλους του. Εκείνος μέσα στο Χασίς. Την γκαστρώνει. Τη δέρνει. Εκείνη Αποβάλλει. Σκοτώνει την 5χρονη κόρη του Σπύρου. Όχι για εκδίκηση. Όχι για να αποδώσει τα ίσα. Αλλά για λόγους τιμής. Γιατί εκείνος την είπε παλιογυναίκα «Ακούς εκεί «παλιογυναίκα»»!
Το συναίσθημα της ανυποληψίας για τον εαυτό προκαλείται όταν το υποκείμενο αποτυγχάνει να καθρεφτιστεί επιτυχώς στα μάτια των άλλων (ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΛΕΓΕΙ, που θέλει να τον αγαπούν) και το είδωλό του αλλοιώνεται. ΣΤΟΝ ΑΦΟΡΕΣΜΕΝΟ η επιλογή του ΓΑΜΠΡΟΥ είναι το ΒΛΕΜΜΑ του ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ ΠΕΘΕΡΟΥ, που τον απορρίπτει. Είχε άλλη επιλογή; Είχε. Στην ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΡΑΚΙΟΥ, που ήταν μία αντικουλτούρα, της οποίας πυρήνας της είναι το ΚΑΦΕΝΕΙΟ και όπου υπάρχουν οι «ρακοπότες», αυτοί που συμποσιάζονται σε μία ατελείωτη γιορτή κεράσματος με κριτήριο το κέφι και το φιλότιμο, ένα είδος πότλατς και αντισυσσώρευσης, ένα ιδιότυπο αντάρτικο στις οικογενειακές δεσμεύσεις, αλλά και στην αγορά, στο χρήμα και το κράτος. Εδώ στο ΚΑΦΕΝΕΙΟ μέσω του κεράσματος, της γύρας, και του κεφιού, ιδρύεται το ΕΜΕΙΣ σε αταξική βάση. Εδώ είναι η πολιτιστική ολοκλήρωση ενός ιδιότυπου αγροτικού κοινοτισμού. Αυτή η αντικουλτούρα με τις αξίες της, το φιλότιμο, τη συντροφικότητα και το κέφι θα μπολιαστεί πολιτικά με την αριστερή ιδεολογία.
Στο ΚΑΦΕΝΕΙΟ εκτός από τους αιρετικούς ρακοπότες υπάρχουν και οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ. Οι νοικοκυραίοι ήταν υπέρ της συσσώρευσης. ΔΕΝ ΚΕΡΝΑΓΑΝ. Το ΕΓΩ ήταν ταυτισμένο με το ατομικό έχος τους. Δεν ξόδευαν, δεν γλεντούσαν, ήταν εύτακτοι. Από τη δεξαμενή αυτή αντλεί η δεξιά. Ο ΓΑΜΠΡΟΣ δεν κατέφυγε στην άλλη πλευρά, το αίτημα αναγνώρισης απευθύνονταν στην πλευρά των ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΩΝ, αλλά αυτοί τον απέκλειαν. Η τάξη διασαλεύεται μετά θάνατο. Η ανατροπή γίνεται με την καθύβριση του νεκρού. Αλλά και πάλι αυτή γίνεται με τα κριτήρια των νοικοκυραίων. Εν προκειμένω θρησκευτικά. Ο νεκρός δεν έλιωσε. Άρα ήταν αφορεσμένος. Οπότε ο άνθρωπός μας απλώς έγινε ο δήμιος του Θεού! Να πούμε ότι ο άλλος ισχυρότατος θεσμός πολιτικής και κοινωνικής κοινωνικοποίησης είναι η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Αυτό ήταν και είναι το οχυρό των ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΩΝ. Εδώ τροφοδοτείται ιδεολογικά η ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ. Μην ξεχνάμε τις τάξεις του Παπαδιαμάντη. Τις «παραριγμένες» που πήγαιναν όχι στην πρώτη αλλά στη δεύτερη Ανάσταση!
Ο αναχρονισμός, οι προκαταλήψεις και η βλακεία θα αναπαράγονται από τον θεσμό της Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αυνανισμός για την Εκκλησία είναι Αμαρτία (τυφλώνει). Ευτυχώς, όμως υπήρχε ο κινηματογράφος του «Μάχου», που θα αποδομήσει την ηλιθιότητα μέσα από την «τσόντα»! Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση θα γίνει εδώ. Αλλά το σημαντικότερο που θα μας μάθει ο Μάχος είναι ότι ο αυνανισμός δεν είναι Αμαρτία, απλώς λεκιάζει τα καθίσματα! Το ίδιο γίνεται και με τις «Φρακασάνες και το σύκο της Ελένης». Εδώ οι φρουτοποίηση των γεννητικών οργάνων των κοριτσιών από-ιεροποιεί (ή αποδραματοποιεί) την πουριτανική εκκλησιαστική προσέγγιση. Η γυναικεία αλλά και η αντρική φύση είχαν το αντίστοιχό τους στη Φύση. Όλα λοιπόν είναι φυσικά…
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Στο χωριό δεν γλυτώνεις από το ΒΛΕΜΜΑ, ειδικά η γυναίκα. Η οποία ή θα αποδεχθεί τη φυλακή της στο σκοτάδι ή θα αποδράσει στην Αθήνα. Εκεί μόνο θα ξεφύγει από το βλέμμα των άλλων. Εκεί θα απελευθερωθεί από τη φυλακή της ΑΙΔΟΥΣ και θα ζήσει τον έρωτα.
Η Βασίλω
«Ο δάσκαλος με χάλασε ένα βράδυ…». Διευθέτηση: παντρειά μ’ έναν από τη φύση του «χαλασμένο». «Ο γαμπρός, λίγο λειψός στο μυαλό και κουτσός. Είχε όμως μεγάλη περιουσία».
Η βασίλω «στον νικητή άντρα φόρεσε για στεφάνι τα κέρατα». Ναι, η πατριαρχική κοινωνία υπονομεύεται από το «κέρατο», από τα παιδιά που είναι παιδιά του «κέρατου». Αλλά εδώ ο άντρας, ο συγκεκριμένος άντρας, είναι τάχα νικητής; Ο συγγραφέας τον παρουσιάζει δυστυχισμένο. Και η τρυφερή στιγμή, που δείχνει ότι οι άνθρωποι –άντρες και γυναίκες- άγονται και φέρονται από τη Συμβολική Τάξη, από το πνεύμα που διέπει την κοινωνία της εποχής, από τον σύστημα αξιών που διαμορφώνει το βλέμμα των άλλων και το οποίο κάνει τους ανθρώπους να χορεύουν στο σκοπό του.
«Το ήξερα» λέει ο σύζυγος ότι τα παιδιά δεν είναι δικά μου. «Ήθελα να είναι δικά σου» λέει εκείνη.
Στην Αθήνα δεν υπάρχει ο μεγάλος μπάτσος, το Βλέμμα των άλλων. Εδώ «αλληλοπαρατηρούνται από συνήθεια και περιέργεια» μόνο, γράφει ο Γιάννης Παππάς. Το βλέμμα παύει να έχει συνέπειες για την προσωπική ζωή.
Η Νίτσα με τ’ όνομα
Η ζωή των γυναικών και πάλι. Ο καταπιεσμένος ερωτισμός, το προξενιό, η απόδραση στην Αθήνα (η εύρεση δουλειάς για τον άντρα, η εύρεση της γυναίκας ως αυτεξούσιο ερωτικό υποκείμενο, αλλιώς η παράνομη αλλά η ουσιαστική ερωτική της χειραφέτηση). «Αν καθόμουν στο χωριό θα με δείχνανε με το δάχτυλο» λέει.
Και Η ΧΕΡΑΦΕΤΗΣΗ μέσω του ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΟΥ
Λεμονιά η… ποιήτρια
Εσύ που είσαι ποιητής
Με τα πολλά μολύβια
Ζωγράφισέ μας το μουνί
Και κλάσε μας τ’ αρχίδια
Η γυναίκα εδώ είναι νικήτρια αλλά με αρσενικά όπλα.
ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ: Ο Ακραίος υποκριτικός αποκλεισμός «Ο τραβεστί με το σκυλί» και ο Χέγκελ
«Με κορόιδευαν, με χλεύαζαν. Αυτοί που μας κατηγορούν τη μέρα, έρχονται τα βράδυ σ’ εμάς…» λέει ο τραβεστί.
Οι «νοικοκυραίοι», κατά κανόνα υποκριτές. Εδώ ισχύει ο αντιθετικός προσδιορισμός. Αλλά και το γεγονός ότι αυτοί αποτελούν αγχογόνο αντικείμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χειρότεροι ρατσιστές είναι οι προηγούμενοι μετανάστες. Γι’ αυτό η συμφιλίωση με την ξενότητα περνάει πάντα μέσα από τη συμφιλίωση με την ξενότητα που μας κατοικεί, με τον ξένο που έχουμε μέσα μας.
Η ΝΕΑ ΕΙΚΟΝΑ-Η Καταναλωτική ΕΙΚΟΝΑ
Ο «Γερμανός»
«Δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα». Πήρε την κονομημένη Γερμανίδα και με το Άουντι έκανε επίδειξη(ΕΙΚΟΝΑ). Το συμβολικό κεφάλαιο προστίθεται στην Συμβολική Τάξη. Ένα αυτοκίνητο, ένα σπίτι, τα ρούχα έχουν κάτι παραπάνω από την αξία χρήσης, έχουν και κατι τι που λέγεται κύρος. Η αναγνώριση λοιπόν περνάει μέσα από αυτό. Εκεί θα στηριχθούν τα περίφημα καταναλωτικά δάνεια, στην ανάγκη αναγνώρισης. Ώσπου τα καταναλωτικά δάνεια μας κατανάλωσαν. Αυτή είναι η μεγάλη καταστροφή των ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΩΝ.
Τα λευκά δόντια
Ατού το χαμόγελό του. Πήγε στο Λονδίνο. Αλλά τον είδε μόνο η άσχημη κλοσάρ. Αυτός δεν μπορούσε να δει την ομορφιά μιας κλοσάρ.
Συνεπώς, δεν αρκεί να σκεφτούμε μόνο εμείς αλλιώς τον εαυτό μας σαν συνεπείς και αυτάρκεις στωικοί, πρέπει να αλλάξουν και τα κριτήρια, δηλαδή να αλλάξουν τα ματογυάλια, η οπτική μας γωνία απ’ όπου βλέπουμε, να αλλάξει το βλέμμα το δικό μας και των άλλων.
ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ
«μακριά από τον τόπο σου δεν είσαι τίποτα» λέει η μετανάστρια. «Πίσω θα μας πάνε καρφωμένους» λέει. «Έχουμε μια ψύχωση με οτιδήποτε ονομάζεται «χωριάτικο». Κάποιοι μας εκμεταλλεύονται αγρίως εξαιτίας αυτής της εμμονής. Στις «καλοσύνες» του χωριού γράφει ο συγγραφέας υπάρχουν και τα άσχημα. Η νοσταλγία διαστρεβλώνει τα πράγματα.
Γιατί επιστρέφουμε, λοιπόν; Μήπως είναι η έλξη της σκόνης με τη γενέθλια σκόνη; Ή μήπως επιστρέφουμε γιατί όπως έγραφε ο Μπένγιαμιν: Το βλέμμα στο παρελθόν δεν σημαίνει απαραιτήτως και οπισθοδρόμηση… Ο επαναστατικός ρομαντισμός αντιμετωπίζει το παρελθόν αποκλειστικά υπό το πρίσμα της πορείας του προς ένα ουτοπικό μέλλον.
Και η λογοτεχνία που επιστρέφει, όπως ο Γιάννης με τις Θαμπές Ζωές, θεωρώ ότι αποσκοπεί στην επανεύρεση του εαυτού, στην ανασύσταση του διαλυμένου ατομικού Εγώ λόγω της εξαφάνισης των συλλογικοτήτων! Αυτή, συνεπώς, είναι μία χρησιμότητα της λογοτεχνίας, η ανασύσταση της χαμένης ενότητας των ανθρώπων με τη φύση και τη φύση τους, δηλαδή με την ΕΝΤΟΠΙΑ και την «ποιητικότητα». Προσοχή, όμως, γιατί όπως λέει η Σιμόν Βέηλ υπάρχουν και σάπιες συλλογικότητες, που τις κρατάει ζωντανές το χρήμα. Κι αυτές είναι οι συλλογικότητες που εκτρέφουν με τη σήψη τους το φασισμό…
Γιάννης Η. Παππάς: Θαμπές ζωές,
διηγήματα, εκδόσεις Καστανιώτη