Ο Οκτώβρης του δυο χιλιάδες δέκα οκτώ

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 12.10.18 ]

Βαριά ζαλωμένος τούτος ο Οκτώβρης και το φορτίο του, ξεχείλισε.

Το βλέπω ήδη να παίρνει τη στράτα, διαλαλώντας την ανισορροπία μιας εποχής, που δε λέει να μερώσει.  Κι αυτός -ο Οκτώβρης- τρέχει ξωπίσω να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.  Για την ακρίβεια, είχα την αίσθηση, ότι κάποια από τα κουβαλήματά του, προσπαθούσε με εύσχημο τρόπο να τα ξεφορτωθεί, -σαν όπως λέμε καμιά φορά, «δεν πας στο γερο-διάτανο!» σε κάτι περιττό, αλλά και αφόρητο -, ενώ άλλα, πάσχιζε να τα χώσει στις μέρες του, κρατώντας τα σαν πολύτιμο φορτίο!

Τι στο καλό! Έναν τρελόπαπα, που γυρεύει να χώσει σε μια κιβωτό παιδάκια του θεού, δεν τον αφήνεις να σου ξεφύγει εύκολα. Αν επί παραδείγματι του τύχαινε -του Οκτώβρη- κάποιος αμφιοστόλιστος  φωνακλάς από άμβωνος, που θα κήρυττε εν πλήρη συνειδήσει -και όχι λάθρα- φωτιά και μπούρμπερη για τους κατατρεγμένους της γης, με χαρά, ο Οκτώβρης -γιατί γι αυτόν μιλάμε δω- θα έκανε τα στραβά τα μάτια. Τον πατέρα Αντώνιο όμως, τον θέλει δικό του. Μ’ ένα παιδάκι πάντα, στις φτερούγες της προστασίας του. Ανεξαρτήτως ράτσας. (Ο Οκτώβρης, οποιασδήποτε εποχής, δεν έχει τέτοια κωλύματα).

Και κει που σιγούρευε τον Αντώνιο, να ’σου και κάτι εξαγριωμένοι κηδεμόνες και γονείς (λέει!) της Παγχιακής (και ναι το έξυσε εδώ το… κεφάλι του ο Οκτώβρης), να κραδαίνουν κάτι εξώδικα και απειλές προς πάσα κατεύθυνση! Κι επειδή -ο Οκτώβρης!- δεν αντέχει τυφλά βλέμματα, να εξακοντίζονται κατά αθώων παιδικών βλεμμάτων, αλλά και φοβισμένων και απελπισμένων –κυρίως!- ήθελε κι αυτός να κάνει τα στραβά μάτια και να αφήσει τους κηδεμόνες να τρέχουνε αλαλάζοντας στις ρούγες της ζωής! Όμως αυτοί -δυστυχώς για τον ίδιο- του κατσικώθηκαν με το ζόρι, για να τους κουβαλάει κιόλας.

Και κάπου εκεί, άρχισαν τα πολύ δύσκολα για τον Οκτώβρη. Γιατί του έμελλε να κουβαλήσει κι ένα φέρετρο. Βαρύ αυτό, σαν τις μέρες όλες αυτής της εποχής. Γιατί ένα παλικάρι με πολύ συνηθισμένο επίθετο, αλλά πολύ ασυνήθιστο ήθος, πέταξε στα ξαφνικά γι αλλού. Εκεί, που δεν άφησε να «πετάξουν» άλλους ανθρώπους που τους έχουν για … πέταμα, κάποιοι που θεωρούν εαυτούς τους «τυχερούς» του πλανήτη. Αλλά η πλάνη, δεν είναι ότι ένας Κυριάκος Παπαδόπουλος δε φέρνει την άνοιξη. Η πλάνη βρίσκεται στο γεγονός πως οι «τυχεροί» πιστεύουν, πως οι παπαδόπουλοι, όσο πάνε θα είναι και πιο λίγοι. Ή ακόμη χειρότερα. Πως οι παπαδόπουλοι που θα επιβιώνουν θα είναι μόνο οι δικτάτορες.

Στα στερνά, ο Οκτώβρης κιότισε… Λύγισε, πώς το λένε….

Μετά το φέρετρο του Ανθρώπου, να κουβαλήσει τρία γυναικεία. Ούτε καν φέρετρα. Πτώματα απλά. Τρία γυναικεία κορμιά. Δεμένα. Σφαγμένα. Πεταμένα. Ανώνυμα. Κει χάμου στα σύνορα. Λίγο ακόμη, και θα τα είχαν «γλεντήσει» τα όρνια της περιοχής.

Ο Οκτώβρης λύγισε.

Ο Οκτώβρης του δυο χιλιάδες δεκαοκτώ, γονάτισε.

«Δε θέλω άλλο!» είπε. «Θέλω να κλείσω εδώ, στα μισά».

Δεν αντέχει άλλο ο Οκτώβρης. Και ’γω δεν ξύπνησα ακόμη, κακό όνειρο βλέπω.