Ο μυστικός κήπος

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 05.05.21 ]

Ο μυστικός κήπος των όλων.

Έτσι γνωρίζω τα σύνορα του, στα σκοτεινά, τα περνώ συνωμοτικά και βρίσκομαι κατευθείαν στο κέντρο του. Ο μυστικός μου κήπος των όλων έχει θέαση εσωτερική. Είναι σαν πίνακας αναγεννησιακός με προοπτική εκ των έσω και σημεία διαφυγής του φωτός από το κέντρο προς τα έξω, προς τα όρια του. Μόνο εγώ είμαι στην καρδιά  του κήπου μου και γύρω μου τα έχω όλα, όλα όσα αγαπώ, όσα φρόντισα και πότισα και δέθηκα μαζί τους. Γεγονότα, στιγμές, τόπους με τους ανθρώπους τους. Πεζούλια και σκαλοπάτια που κάθισα ακούγοντας τα πρώτα, πρώτα μου παραμύθια, αυλές που έπαιξα με τα γειτονόπουλα στο νησί, που τσακώθηκα και πείσμωσα, γωνιές που χώθηκα στο κρυφτό και στο κυνηγητό, ένα σχολείο Δημοτικό, ένα ελαιοτριβείο στην αυλή του, έναν φούρνο που σαν το λυχνάρι του Αλλαντίν, μου έβαζε στα παιδικά χέρια τρεις-τρεις τις λαχταριστές φραντζόλες.

Έχω ένα μαραγκούδικο στον κήπο μου, εκεί καθώς ανεβαίνεις τις πλατιές σκάλες δεξιά, με έναν παππού αγαπημένο μέσα να πλέκει ψάθινες καρέκλες και ‘γω να τρέχω εκεί, κρυφά, στο διάλειμμα από την πίσω πόρτα του σχολείου για να τις μυρίσω, το άρωμα της ψάθας που πλέκεται ακόμη με συντροφεύει.

Ναι, ο κήπος μου ευωδιάζει ψάθα και ξύλο, άρωμα φρέσκο ανοιγμένου αχινού και μαγειρεμένου σε φρέσκια ντομάτα σκάρου. Έτσι τους έφτιαχνε ο παππούς εκείνος, ο ακριβός, με το μουστάκι του Τσάπλιν και τη ζωντάνια του. Είναι αυτός που περιποιείται το μυστικό μου κήπο, για να ποτίζει τα βράδια η μια γιαγιά τις ντοματιές του και η άλλη να φουρνίζει ζυμωτό ψωμί και τηγανίτες...

Έχει δίχτυα απλωμένα ο κήπος μου, δεν είναι σαν τους άλλους. Δίχτυα κίτρινα σαν ήλιους, κάποια ολοκαίνουργια και αστραφτερά κι άλλα πολυκαιρισμένα, γεμάτα μπαλώματα. Έχει κοχύλια στις γλάστρες του και βότσαλα αλμυρά, λαΐνες πήλινες και αμφορείς ψαρεμένους από τα μαύρα βάθη τα πελαγίσια.

Έχει αμυγδαλιές να κόβω φρέσκα αμύγδαλα στις αρχές του καλοκαιριού και να γεύομαι την λευκή  τραγανή τους σάρκα, συκιές που καμαρώνουν για τα μαύρα, ολόγλυκά τους σύκα και μια ελιά εκατόχρονη, ξενώνα των χίλιων τζιτζικιών της. Έχει σκίνους  φουντωτούς και αγριομυρωδάτους, καθώς περνάς δίπλα τους σε γδέρνει το στυφό τους άρωμα. Πικροδάφνες και ιβίσκους, βουκαμβίλιες και φραγκοσυκιές, θυμάρια και αγιοκλήματα, όλα στη θέση τους χρόνια τώρα.

Τα μεσημέρια του καλοκαιριού σέρνονται στο χώμα του μικρά ασημένια φίδια, τις νύχτες σουλατσάρουν οι γάτες και τα τρώνε, κουκουβάγιες κι αηδόνια ξαγρυπνούν μαζί τους, ο κήπος μου γεμίζει από μυστικά περπατήματα και έρωτες αξημέρωτους, σκιές και πυγολαμπίδες.

Καμιά φορά σαν κάθομαι ακίνητη κι αμίλητη στο σκοτάδι που με περιβάλλει, μπορώ να δω τους πειρατές που μπαίνουν κρυφά και βιαστικά να θάψουν σε αφανέρωτες γωνιές τους θησαυρούς τους. Μπορώ ν ακούσω τις κουβέντες τους, να μαντέψω που έχει αράξει αθέατο το πειρατικό τους, πότε υπολογίζουν να ξανάρθουν.

Κι άλλες νύχτες πάλι μπορώ να δω τον εαυτό μου, έφηβη, να γλιστρά αθόρυβα στην πίσω αυλή με τρεχαλητό ευτυχίας για το ραντεβού του νυχτερινού μπάνιου κάτω από το φως των αστεριών.

 Πόσες ευτυχίες φυτρώνουν στο μυστικό μου κήπο, δεν έχω καταφέρει να τις μετρήσω ακόμη κι ας έχει περάσει μια ζωή που τον φροντίζω.