Ο κύριος Μαλακάσης
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 17.07.21 ]Την είχαν πάρει στο σπίτι να βοηθάει τη μητέρα της στις δουλειές. Δάσκαλοι οι γονείς στη μικρή επαρχιακή πόλη, σχολειό πρωί κι απόγευμα, παιδιά μικρά, ένα δεύτερο χέρι ήταν απαραίτητο.
Συνηθιζόταν τότε η «παρακόρη», κορίτσι φερμένο από χωριό, θεόφτωχο, να μπει εσώκλειστο σε σπίτι, να «φάει ψωμί». Όταν ο πατέρας της τους έφερε την Αμαλίτσα, ένα μαυριδερό αγριμάκι γύρω στα δεκαπέντε, δεκάξι, που δε σήκωνε τα μάτια από τη γη, και απαντούσε σχεδόν πάντα με νεύματα του κεφαλιού, «ναι», κάτω κεφάλι, «όχι», πάνω κεφάλι, αυτό που την εντυπωσίασε περισσότερο, ήταν ότι η Αμαλίτσα -που αυτή χαϊδευτικά την έλεγε Τσίτσα-, ως και να φάει μπροστά σε κόσμο το είχε ντροπή. Η μαμά της ποτέ δεν την ξεχώρισε απ’ το τραπέζι. Ίσα-ίσα, φαγητό στρωνόταν για όλους, τις Κυριακές συνήθως. Όμως η Τσίτσα, ήσυχα- ήσυχα και υποταχτικά έπαιρνε το πιάτο της και κρυβόταν στο πλησταριό. Κι εκεί μονάχη έτρωγε το μερτικό της. Η μαμά της -ψυχαναγκαστική κατά τα άλλα-, στην περίπτωση αυτή δεν επέμενε. Όχι, για άλλο λόγο, αλλά γιατί όπως έλεγε: «όλοι μπορεί να έχουμε κάποια ιδιοτροπία!»
Στο χρόνο επάνω, πολλά είχαν αλλάξει. Και μαζί μ’ αυτά και η Αμαλίτσα. Θες η καλή συμπεριφορά της μητέρας της που σχεδόν δεν την ξεχώριζε από παιδί της, θες το καλό φαγητό, και το προσεγμένο ντύσιμο, ήρθε κι έγινε ένα όμορφο κορίτσι. Τώρα πια μιλούσε κιόλας, μερικές φορές ίσως και να το παράκανε! Μόνο το φαΐ της συνέχιζε να τρώει μοναχή της. Αυτό ποτέ δεν άλλαξε. Κάποιους καιρούς αργότερα που οι δρόμοι τους είχανε χωρίσει, σαν τη συνάντησε και είπανε πολλά, η Τσίτσα της τής έδωσε και γι’ αυτό την εξήγηση: «Είχα εντολή από τον πατέρα και τη μάνα μου. Ποτέ να μη θαρρέψω πως είμαι ίσια κι όμοια με τους αφέντες του σπιτιού!».
Χαρές και γέλια λοιπόν η Αμαλίτσα, σαν τίναζε το σίδερο πέρα-δώθε, για να πυρώσει η φωτιά, τραγούδια σαν κουβαλούσε την μπουγάδα για άπλωμα, χοροπηδητά, όταν την έβγαζε βόλτα, ή όταν κουνάριζε τον αδερφό της με νανουρίσματα… Σταματημό δεν είχε! Και όλοι στο σπίτι την καμάρωναν και την αγαπούσαν για την προθυμία και τον «καλό της ανάρραχο!», όπως έλεγε και η γιαγιά της η Σοφιά.
Ένα ανοιξιάτικο γλυκόβραδο, από κείνα που η ζωή ακόμη κι αν σμίξει με το θάνατο, δεν την’ε μέλει, γιατί είναι πολύ σίγουρη για τη δύναμή της, η Αμαλία γύρισε σπίτι με τις δυο γιδούλες που είχε αναλάβει να βοσκάει τ’ απογέματα πιο πέρα, αλλαγμένη. Ολόφλογα τα μάτια, τα χείλη γλυστερά, μισάνοιχτα, μπουμπούκι στην πρώτη του άνθιση! Και σαν την είδε, τη βούτηξε και την έφερε φούρλες, αγνοώντας τις τρομαγμένες απ’ τη δύναμή της τσιρίδες! «Μ’ αγαπάει μωρή! Μ’ αγαπάει!» Και η εφτάχρονη αποδέκτρια της πρωτόγονης εκείνης ορμής της νιότης, κατάλαβε ότι έρωτας σημαίνει σίφουνας, που όλα τα παρασύρει στο διάβα του!
Στη συνέχεια βέβαια, κατάλαβε πως ο έρωτας ήταν κι άλλα πράγματα πολλά κι αντιφατικά. Αφηρημάδα, ονειροπόληση, ως και κλάμα, θυμός απογοήτευση, ανυπομονησία… όλα τα είχε ο ρημάδης. Και κοντά στην Τσίτσα της, μαθήτευε κι αυτή με σχολαστικότητα και περισυλλογή.
Όταν ήρθε σπίτι τους ο κύριος «Μαλακάσης», κατάλαβε από τις κουβέντες των γονιών, και τις ετοιμασίες πως ήταν ένα πολύ σημαντικό για την πόλη τους πρόσωπο. Την εποχή εκείνη, ο πατέρας της, απορροφημένος με τις διαδικασίες επέκτασης και αναμόρφωσης του σχολείου, κουβαλούσε σπίτι τους κάμποσους «επίσημους», παράγοντες και παραγοντίσκους, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν σ’ αυτό. Θυμάται τη μάνα της συνέχεια ανασκουμπωμένη για τα τραπεζώματα, με την Αμαλίτσα δίπλα της υπ’ ατμόν, να τρέχει πρόθυμη δεξιά κι αριστερά!
Ήταν πολύ μικρή, κοντά στα εννιά, και η μεγάλη της αδερφή -γιατί έτσι την ένοιωθε τότε-. η Τσίτσα, κοπελλάρα στα δεκαοχτώ, της παντρειάς σαν που λένε, όμως το μάτι της «έκοβε» ξουράφι, γιατί και τα βιβλία τα είχε πάντα παραμάσχαλα. Τον κύριο Μαλακάση, δεν τον συμπάθησε με τη μια. Μεσόκοπος, τσιτωμένος λες μεσ’ στο ακριβό κοστούμι του, σαν τους σφιχτοδεμένους κεφτέδες που η Τσίτσα, έπλαθε τις Κυριακές με τα λευκά χεράκια της και μετά τους καλόδενε με αμπελόφυλλο, για να κάμει τα γιουβαρλάκια! Αλλά αυτό που την απώθησε αμέσως πάνω του, ήταν το πονηρό, μυωπικό του βλέμμα, που πίσω από τους χοντρούς φακούς, σπίθιζε μια υπεροψία, δυσανάλογη με το κοντό του ανάστημα. Κι ακόμη περισσότερο κάτι, που η μικρή της ηλικία, δεν είχε προλάβει μέσα από τα βιβλία της να ορίσει ακόμη. Χυδαιότητα. Ίσως το πλατάγιασμα των χειλιών, καθώς περιαυτολογούσε, έχαφτε λαίμαργα τα φαγητά της μαμάς της, κι αμολούσε υποσχέσεις στ’ αυτιά του πατέρα της, να συνηγορούσαν σ’ αυτό ακόμη περισσότερο. Ίσως πάλι… Ο ανάρμοστος τρόπος που κοιτούσε την Αμαλίτσα τους! Δεν ήταν λαγνεία, δεν ήταν λαιμαργία, δεν ήταν ξετσιπωσιά! Ήταν όλα αυτά μαζί, αντάμα με το τσιριχτό, σχεδόν ευνουχοειδές του γέλιο…
Το βράδυ εκείνο, την ξύπνησε ο καυγάς των γονιών της. Πολύ σπάνια γινόταν αυτό, μα τώρα έμοιαζε σοβαρό. «Ούτε να τολμήσεις! -φώναζε η μαμά της-. Να πάει να βρει αλλού υπηρέτρια! Το κορίτσι εγώ δεν το δανείζω, δεν είναι για τα μούτρα του. Στο είπα από την αρχή! Να μην τον φέρεις σπίτι! Σκοτίστηκα για το σχολείο, ποτέ να μη φτιαχτεί».
Με βαριά καρδιά η Αμαλίτσα, κάμποσες μέρες μετά, επιβιβάστηκε με μια μικρή βαλιτσούλα στην κούρσα της κυρίας Μαλακάση, για το αρχοντικό τους. Την είχαν ζητήσει για κάποιους μήνες, μια και η δική τους παραδουλεύτρα, είχε αρρωστήσει, και η κυρία Μαλακάση, είχε δει «ιδίοις όμμασι», τι στολίδι ήταν η Αμαλία. Βέβαια η επιθυμία του κυρίου σαφώς και μετρούσε περισσότερο από τα μάτια της κυρίας του,-ούτε λόγος!-.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που είδε την παλιά καλή Αμαλία που αγάπησε σαν αδερφή της. Τα υπόλοιπα δεν ήθελε καθόλου να τα θυμάται. Ίσως και για τον επιπλέον λόγο ότι οι γονείς της έφτασαν να μαλώνουν –και η μαμά της να κλαίει με λυγμούς-, σχεδόν κάθε βράδυ και για καιρό. Και ο μπαμπάς της φαινόταν πραγματικά μετανοιωμένος για την απερισκεψία του.
Εκείνα που θυμάται, σαν λέξεις-φαλτσέτες, ήταν κουβέντες όπως βιασμός, γκαστριά, μούλικο, έκτρωση, δικαστήριο. Ανάμεικτες με αίσχος, ντροπή, μέσον, αδικία!
Η Αμαλία, δεν ξαναγύρισε σπίτι τους. Όχι γιατί δεν την ήθελαν μετά απ’ όλα όσα έγιναν, το αντίθετο. Αλλά γιατί δεν ήθελε αυτή. Ούτε και στο χωριό της ξαναπήγε για να μείνει.
Χρόνια μετά την βρήκε, τραγουδιάρα, σε κάτι συγκροτήματα περιοδεύοντα για τα πανηγύρια. Εκεί τής συγκέντρωσε σε λίγες κουβέντες αυτά που δεν ήθελε να ξέρει. «Αυτός που με δώκατε τότε,-ούτε τ’ όνομά του δεν ανέφερε-, με γκάστρωσε το άλλο βράδυ. Με το Νίκο, το παιδί που ξέρεις ότι αγάπησα, δεν είχα καμωμένο την πράξη. Ο τρισκατάρατος κάθε βράδυ πάνω μου. Και η γυναίκα του, να ξέρει, να με βρίζει και να με σουρομαδάει το άλλο πρωί. Σαν έμεινα έγκυος την κοπάνησα ένα βράδυ, έφτακα στο χωριό μου. Άλλο ξύλο εκεί! Μας ξεφτίλισες, ατίμασες και τους ανθρώπους που σε μαζέψανε. Να το ρίξω το παιδί, ούτε λόγος, ήμουνα σε προχωρημένη. Μια και δυο ο πατέρας μου, βρίσκει τον δικό σου και τραβάνε κατά το σπίτι του. Όλα κι’ όλα, έδειξε μετάνοια πολλή ο δικός σου, όλο μουτζωνότανε που με έδωσε! Δεν καταφέρανε τίποτε όμως, εκείνος είχε όλα τα μέσα με το μέρος του, νομαρχαίους, δικαστάδες, βουλευτάδε ς, απειλήσανε και τον πατέρα σου με μετάθεση άκρη κόσμου! Ο καϋμένος ο μπαμπάς σου μέχρι τελευταία στιγμή το πάλεψε. Και να με πάρει πίσω σπίτι σας ακόμη κι’ έτσι! Εγώ όμως δεν ήθελα να σας φορτώσω προβλήματα άλλα. Καταλάβαινα πως άμα μάθαινε το τέρας ότι με περιμαζέψατε, θα ξεσπούσε στην οικογένειά σας. Άσε που δεν είχα μούτρα ν’ αντικρύσω και το Νίκο! Πρώτος μου έρωτας βλέπεις!»
Τον χυδαίο άντρα που έφερε τα πάνω-κάτω στη ζωή της παιδικής της ηλικίας, τον συνάντησε κάποια μέρα στη «Μικρή Συμφωνία Εις Α Μείζων» του Καρυωτάκη. Και τον ονόμασε «κύριον Μαλακάση».