Ο κερασάς

[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Ελλάδα / 13.10.18 ]

Ήταν το σταθερό δρομολόγιο της Τρίτης με το γαϊδουράκι του και με τα κερασάκια του. Σήκωνε το χέρι και μας χαιρετούσε. Πού και πού παίρναμε από κάνα κιλό. Ότι έχει τη γριά του άρρωστη, μια κόρη λυπημένη, έλεγε. Αλλά εμείς δεν κάναμε κέφι για κουβέντα. Πέντε η ώρα τα χαράματα, μια ακόμη μέρα στο καπνό. Φόρτωνε το τσουβάλι και συνέχιζε τον δρόμο του. Να προλάβει το παζάρι της Γουμένισσας.

Καπνό σταματήσαμε να βάζουμε το ’85. Δεν τον ξανάδα από τότε, ούτε βέβαια ξέρω τι απέγινε η άρρωστη γυναίκα του και η λυπημένη κόρη του. Όμως εμφανίστηκε μπροστά μου τις προάλλες. Χαράματα της Τρίτης, ενώ έσπαγα καπνό στην οθόνη του υπολογιστή μου. Να σου τον λοιπόν στον ίδιο χωματόδρομο, καβάλα στον γάιδαρό του. Έκανα να πάω από πίσω του. Είχαν μια άλλη γεύση τα κεράσια και τα λόγια των παιδικών μου χρόνων. Δεν πρόλαβα όμως. Σαν να αφηνίασε το ζωντανό του, στο λεπτό εξαφανίστηκαν.

Έμεινα να κοιτάω την άγραφη οθόνη.