Ο θρήνος

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 09.08.21 ]

Την είδα να κατεβαίνει από το βουνό, μια σκιά που δρασκελούσε τα βράχια με θυμωμένο βάδισμα...

Χτες βράδυ είχε ξανά διακοπή ρεύματος στο νησί. Η νύχτα ήταν απρόσμενα γαλήνια μέσα στον χαλασμό και τη φρίκη των εικόνων που έφταναν από παντού.

Τα παιδιά στην παρέα πρόσεξαν επιτέλους τον Γαλαξία, τους αστερισμούς, τις σκοτεινές κορυφογραμμές, τη φύση στη σιωπηλή της ώρα.

Σηκωθήκαμε να τους δείξουμε τη Μεγάλη Άρκτο, πάνω και πίσω μας ακριβώς, σαν στέμμα στην κεφαλή του βουνού μας.

Και τότε την είδα, εγώ . Δεν ξέρω αν την πρόσεξαν και οι άλλοι, κανείς δεν ανέφερε τίποτα.

Κατέβαινε μια γυναίκα το βουνό, την αναγνώρισα αμέσως.

Δε μίλησα.

Αργά πήγαμε για ύπνο. Το δωμάτιό μου ακουμπά στα σύνορα του πίσω χωραφιού με τα ξερά χόρτα, τις φραγκοσυκιές, τις βουβές πέτρες, τα απομεινάρια του ναού του Απόλλωνα με τους δωρικούς πεσμένους κίονες.

Άκουσα τα βήματα να μοιάζουν ανθρώπινα, μα δεν ήταν.

Άνοιξα όσο γινόταν αθόρυβα την πόρτα και κοίταξα μέσα στο σκοτάδι.

Ήταν εκείνη, το φως των αστεριών την αποκάλυπτε στα μάτια μου, ένα γλαυκό περίγραμμα γύρω από το λεπτό κορμί της.

Ο κοντός της χιτώνας κουρελιασμένος, καμένες οι άκρες του, με τα γυμνά της πόδια σε σανδάλια φθαρμένα περπατούσε ανάμεσα στους κίονες κλαίγοντας με αναφιλητά. Τον φώναξε απελπισμένα, αντήχησε η κραυγή σαν οιμωγή μέσα στην πηχτή τη νύχτα.

«Εκηβόλε!»

Καλούσε τον αδερφό της, δεν μπορούσα, δεν ήθελα να δω και ν’ ακούσω άλλα.

Ήταν η στιγμή του δικού της θρήνου.

Πριν κλείσω την πόρτα μου, πρόλαβα να δω ότι τράβηξε ένα βέλος από την φαρέτρα της. Πρόλαβα να διακρίνω μια φευγαλέα λάμψη ανάμεσα στα ξερά χόρτα. Το χρυσοκέρατο ελάφι της, μαζί της θρηνούσε κι εκείνο τα χαμένα του αδέρφια.

Πρόλαβα να δω ότι κι εκείνη με κοίταξε με τα λαμπερά της μάτια γεμάτα δάκρυα, απορία, πόνο κι οργή.

Έσκυψα το κεφάλι, έκλεισα την πόρτα, ξάπλωσα.

Εκείνη έμεινε να θρηνεί μόνη της.

Η Άρτεμις, η θεά της άγριας φύσης...